Από το Αθηνόραμα αυτής της εβδομάδας:
* Τεχνικά και πρακτικά, το κάπνισμα απαγορεύεται, ενώ τις Δευτέρες οι τιμές είναι μειωμένες.
Από την υπογραφή του Daeman:
Θεωρητικά, θεωρία και πράξη είναι το ίδιο πράγμα. Στην πράξη, όμως, διαφέρουν!
Θέλω να θυμίσω, λοιπόν, ότι το technically στη συγκεκριμένη πασίγνωστη έκφραση, μεταφράζεται θεωρητικά και όχι τεχνικά.
Το technically στα αγγλικά έχει δύο σημασίες:
1. In a technical manner.
2. According to the signification of terms as used in any art, business, or profession.
Αντίθετα, στα ελληνικά τεχνικά σημαίνει εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη.
τεχνικός -ή -ό [texnikós] E1 : 1. που έχει σχέση με την τεχνική, με την πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών γνώσεων: ~ πολιτισμός, τεχνολογικός. H τεχνική εκτέλεση ενός σχεδίου. Tο έργο παρουσιάζει τεχνικές δυσκολίες. Tεχνική βοήθεια / πρόοδος / ανάπτυξη, τεχνολογική. ~ σύμβουλος. Tεχνική ορολογία. Tεχνικό γραφείο, που αναλαμβάνει τεχνικές μελέτες. || που δίνει τις γνώσεις που είναι απαραίτητες στα τεχνικά επαγγέλματα: Tεχνική εκπαίδευση. Tεχνική σχολή. Tεχνικό λύκειο. || (στρατ.) Tεχνικό σώμα, που ασχολείται με τη συντήρηση του τεχνικού υλικού του στρατού.
Αν λοιπόν γράψουμε "τεχνικά και πρακτικά" είναι σαν να λέμε "πρακτικά και πρακτικά", ενώ εννοούμε "στη θεωρία, αλλά και στην πράξη".
Το γκουγκλάρισμα αποδεικνύει ότι υπάρχουν αρκετές χιλιάδες τεχνικά και πρακτικά, αλλά σ' αυτά συμπεριλαμβάνονται τα χιλιάδες τεχνικά και πρακτικά προβλήματα-ζητήματα-μέτρα, όπου το τεχνικά είναι κυριολεξία, δηλαδή αυτά που έχουν σχέση με την τεχνική.
Μπορούμε ίσως να θεωρήσουμε ψευδόφιλη αυτή τη σημασία του technically με το τεχνικά;
* Τεχνικά και πρακτικά, το κάπνισμα απαγορεύεται, ενώ τις Δευτέρες οι τιμές είναι μειωμένες.
Από την υπογραφή του Daeman:
Θεωρητικά, θεωρία και πράξη είναι το ίδιο πράγμα. Στην πράξη, όμως, διαφέρουν!
Θέλω να θυμίσω, λοιπόν, ότι το technically στη συγκεκριμένη πασίγνωστη έκφραση, μεταφράζεται θεωρητικά και όχι τεχνικά.
Το technically στα αγγλικά έχει δύο σημασίες:
1. In a technical manner.
2. According to the signification of terms as used in any art, business, or profession.
Αντίθετα, στα ελληνικά τεχνικά σημαίνει εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη.
τεχνικός -ή -ό [texnikós] E1 : 1. που έχει σχέση με την τεχνική, με την πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών γνώσεων: ~ πολιτισμός, τεχνολογικός. H τεχνική εκτέλεση ενός σχεδίου. Tο έργο παρουσιάζει τεχνικές δυσκολίες. Tεχνική βοήθεια / πρόοδος / ανάπτυξη, τεχνολογική. ~ σύμβουλος. Tεχνική ορολογία. Tεχνικό γραφείο, που αναλαμβάνει τεχνικές μελέτες. || που δίνει τις γνώσεις που είναι απαραίτητες στα τεχνικά επαγγέλματα: Tεχνική εκπαίδευση. Tεχνική σχολή. Tεχνικό λύκειο. || (στρατ.) Tεχνικό σώμα, που ασχολείται με τη συντήρηση του τεχνικού υλικού του στρατού.
Αν λοιπόν γράψουμε "τεχνικά και πρακτικά" είναι σαν να λέμε "πρακτικά και πρακτικά", ενώ εννοούμε "στη θεωρία, αλλά και στην πράξη".
Το γκουγκλάρισμα αποδεικνύει ότι υπάρχουν αρκετές χιλιάδες τεχνικά και πρακτικά, αλλά σ' αυτά συμπεριλαμβάνονται τα χιλιάδες τεχνικά και πρακτικά προβλήματα-ζητήματα-μέτρα, όπου το τεχνικά είναι κυριολεξία, δηλαδή αυτά που έχουν σχέση με την τεχνική.
Μπορούμε ίσως να θεωρήσουμε ψευδόφιλη αυτή τη σημασία του technically με το τεχνικά;
Last edited: