Crine, πάντως, στα ιταλικά (πετάγεται ο άλλος για να σας τη σπάσει) είναι η αλογότριχα, από τη λατινική crinis «τρίχα», και μαζί με το lino «νήμα» (από linum «λίνον, λινάρι») έδωσε το κρινολίνο, επειδή αρχικά το έφτιαχναν από σκληρό ύφασμα (OED: a manufacturer's name intended to express its composition with warp of thread and woof of horse-hair), πριν αρχίσει να χρησιμοποιεί ελάσματα (μπανέλες / μπαλένες).
Ωραίο αυτό, και ταιριάζει με το εραλδικό θέμα τού νήματος: στην αγγλική εραλδική ορολογία, που λέγεται
blazon και περιέχει γενναία δόση νορμανδικών γαλλικών, η λέξη
crined αναφέρεται στο χρώμα των μαλλιών ενός ανθρώπου, ή της χαίτης ενός ζώου. Για παράδειγμα:
...a unicorn rampant Sable armed unguled crined and tufted Or...
σημαίνει, σε απλά ελληνικά: «ένας μαύρος όρθιος μονόκερος με χρυσό κέρατο, οπλές, χαίτη και φούντα της ουράς».
Και ναι, η ουρά έχει φούντα διότι είναι λιονταρίσια· ο «σύγχρονος» μονόκερος, δηλαδή ένα άλογο με στριφογυριστό κέρατο στο μέτωπο, έχει ελάχιστη σχέση με το μεσαιωνικό θηρίο και περιγράφεται στην εραλδική ως «unicornate horse».
Αυτό που δεν θυμάμαι είναι αν το υπογένειο συμπεριλαμβάνεται στο
crined ή στο
tufted... Μάλλον το πρώτο είναι.