.
Παρόλο που ο τίτλος τα λέει ήδη όλα (), ας τα πάρουμε από την αρχή και να τα βάλουμε σε μια σειρά για να τα παρακολουθήσουμε ευκολότερα.
Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει ο όρος binary digit (αποδίδεται με τον ελληνικό όρο δυαδικό ψηφίο), ο οποίος έδωσε το σύμμειγμα bit [=b(inary dig)it], για το οποίο (το bit, δηλαδή) οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ορολογικώς κατασημαίνει ακριβώς την ίδια έννοια με το binary digit. Το σύμμειγμα αυτό, λοιπόν, ο όρος bit μ' άλλα λόγια, γνώρισε τεράστια διάδοση και χρησιμοποιείται εξαιρετικά εκτεταμένα, δηλώνοντας το μικρότερο κομμάτι ψηφιακής πληροφορίας: Το bit, ένα δυαδικό ψηφίο δηλαδή, μπορεί να πάρει μόνον μία από τις τιμές 0 ή 1, αποτελώντας έτσι την ελάχιστη μονάδα στην οποία μπορεί να υπάρξει (επομένως και να τύχει επεξεργασίας, αποθηκευτεί, μετακινηθεί κλπ) η ψηφιακή πληροφορία.
Για την απόδοση του συμμείγματος bit στην ελληνική γλώσσα δεν ακολουθήθηκε αυτό που έγινε σε άλλες γλώσσες, στις οποίες το bit εισήχθη ατόφιο παρά το γεγονός ότι σε αυτές δεν διατηρείτο ο μηχανισμός παραγωγής όπως στην αγγλική (κι έτσι π.χ. στα γαλλικά έχουμε chiffre binaire, στα γερμανικά Binärziffer, στα ισπανικά dígito binario κ.ο.κ. — αλλά όλοι τους λένε και γράφουν «bit»). Στην ελληνική ορολογία, όμως, επιχειρήθηκε να μονολεκτηθεί ο όρος δυαδικό ψηφίο, με χρήση ακριβώς του ίδιου μηχανισμού με αυτόν τής αγγλικής που παρήγαγε το bit από το b(inary dig)it — κι έτσι γεννήθηκε ο όρος δυφίο [=δυ(αδικό ψη)φίο]. Για τη σχετική τεκμηρίωση από τον ΕΛΟΤ και την ΕΛΕΤΟ μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://sales.elot.gr/announcement/ELOT996-01.pdf, απ' όπου επιλεκτικά αντιγράφω:
__●__Η λέξη αυτή όχι μόνον υπήρχε, αλλά ήταν και κοινότατη — γνωστή στους πάντες, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου.
__●__Η πασίγνωστη αυτή λέξη είχε ακριβώς την επιθυμητή σημασία: τεμαχίδιο, κομματάκι, ψίχουλο, ελάχιστο, σταλιά κ.ά. σχετικά.
Οπότε, αυτό που απέτυχαν να διαγνώσουν στην περίπτωση του σχηματισμού τού όρου bit ο ΕΛΟΤ και η ΕΛΕΤΟ ήταν το γεγονός πως δεν επρόκειτο ουσιαστικά για γνήσια περίπτωση συμμείγματος, αλλά απλώς για χρήση τού μηχανισμού τού συμμείγματος για να εξυπηρετηθεί το εξαρχής σκοπούμενο: το να καταλήξουμε, δηλαδή, από το binary digit στο εξόχως βολικό bit. Έτυχε επομένως το bit να μπορεί να προκύψει ως σύμμειγμα, και φυσικά αυτό δεν αφέθηκε ανεκμετάλλευτο από τους αγγλόφωνους ορολόγους της πληροφορικής — και να είστε βέβαιοι ότι, αν ο δίλεκτος όρος ήταν διαφορετικός, θα βλέπαμε εξίσου άνετα το να καταλήγουμε σε κάτι άλλο (πάντα όμως υπάρχουσα λέξη) με το ίδιο νόημα, όπως λ.χ. jot, whit, mite κλπ.
Δηλαδή, αυτό που έπραξαν κατ' ουσίαν οι αγγλόφωνοι ήταν το να καταφύγουν στην ίδια λογική που διέπει και τα τελεωνύμια (όπως λέω εγώ τα backronyms): Ξέρουν από πριν πού θέλουν να καταλήξουν, και χρησιμοποιούν αντίστροφα έναν μηχανισμό με δεδομένο το τελικό αποτέλεσμα. Γιατί είμαι τόσο βέβαιος; Διότι ακόμη και πριν καταλήξουν οι πληροφορικοί στην έννοια του δυαδικού ψηφίου (binary digit), είχαν ήδη ορίσει πως η ελάχιστη μορφή πληροφορίας θα λέγεται bit! Και, επειδή τότε δεν υπήρχε το binary digit για να πλασάρουν το bit ως σύμμειγμα, κατέφυγαν στον μηχανισμό τού τελεωνυμίου (και μάλιστα αφήνοντας έξω έναν όρο, για να τους προκύψει το σκοπούμενο): Συγκεκριμένα, το 1949 οι Claude E. Shannon και Warren Weaver στο βιβλίο τους 'The Mathematical Theory of Communication' (The University of Illinois Press) έδωσαν στη "μονάδα πληροφορίας" την ονομασία bit, την οποία όρισαν ως το ακρωνύμιο του όρου basic indissoluble information unit. Περίπου την ίδια εποχή, και δεδομένου ότι και οι Shannon και Weaver κατέληγαν στο συμπέρασμα πως κάθε διαδικασία επιλογής μπορεί να αναχθεί σε μια ακολουθία από δυαδικές αποφάσεις, εμφανίζεται ο όρος bit και ως προϊόν τού όρου binary digit. To bit των Shannon & Weaver διαφέρει από το binary digit (όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να διαβάσει σχετικά εδώ: http://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.91.4428&rep=rep1&type=pdf), αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: Το ιερό ορολογικό δισκοπότηρο για την ελάχιστη πληροφορία ήταν ο όρος bit, ασχέτως της διαδικασίας με την οποία θα καταλήγαμε σε αυτόν.
Τέλος πάντων, είπαμε ότι επισήμως η ορθή ορολογικώς απόδοση του bit στα ελληνικά είναι δυφίο. Το οποίο είναι βολικό στην παραγωγή και τη σύνθεση, σύμφωνα με τους προλεχθέντες ισχυρισμούς των ΕΛΟΤ και ΕΛΕΤΟ, αλλά δεν κάνει αμέσως κλικ στον αναγνώστη / ακροατή (όπως κάνει το bit στον αγγλόφωνο) διότι αποτελεί μια λέξη τεχνητή, την οποία πρέπει κανείς να μάθει πρώτα, προκειμένου να τη γνωρίζει στη συνέχεια. Κι ούτε το παραγωγικό τέρμα -φίο έχει χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή κι άλλων συμμειγμάτων (όπως συνέβη με το, κατά τη γνώμη μου πολύ επιτυχημένο, -ισμικό το οποίο πλέον παραπέμπει αμέσως στο αγγλικό -ware καθιστώντας έτσι άμεσα αναγνωρίσιμους τυχόν νέους όρους) — αφήστε που μπορεί να προκαλέσει κι αμηχανίες αν τυχόν προκύψει ανάγκη μονολέκτησης του logical digit, οπότε θα έχουμε την (σφόδρα ανεπιθύμητη) σύμπτωση με την υπάρχουσα λέξη λοφίο. Αλλά, όπως συμβαίνει με κάθε ισχυρισμό σε τούτη τη ζωή, τώρα ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί πραγματικά η δύναμη του δυφίου στην παραγωγή και σύνθεση νέων όρων — διότι, αν αποδειχθεί ότι τα όριά του είναι πεπερασμένα και περιορισμένα, τότε η χρησιμότητά του πέφτει κατακόρυφα.
Ο νέος αγγλικός όρος που πρέπει να αποδώσουμε στην ελληνική είναι το qubit. Ο όρος qubit είναι σύμμειγμα [=qu(antum )bit] πάνω στο (ήδη!) σύμμειγμα bit. Προσέξτε εδώ πενιά που κάνει η αγγλόφωνη ορολογία, και τι δυσθεώρητο επίπεδο πρόκλησης βάζει σε όποιον επιχειρήσει να εξελληνίσει τον όρο:
__●__Για άλλη μια φορά δείχνει πως δεν έχει πρόβλημα με τα απανωτά συμμείγματα, ενώ η ελληνική οροδοσία νιώθει άβολα σε αυτό το θέμα (πρβλ. σχετικά την περίπτωση του όρου phlog, που είναι σύμμειγμα του photoblog, όρου που περιέχει ήδη το σύμμειγμα blog).
__●__Κολλάει το qu- τού quantum μπροστά από το σύμφωνο b, παρόλο που αυτό δεν γίνεται στις αγγλικές λέξεις (παρά μόνον σε ξενικές, κατά κανόνα αραβικές).
__●__Αλλάζει την προφορά από κου (που έχουν το —εκ των συνθετικών— quantum και η —μόνη άλλη λέξη με qu- μπροστά από b— qubba) σε κιου, με αποτέλεσμα η νέα λέξη να ακούγεται το ίδιο με την υφιστάμενη αγγλική λέξη cubit που παναπεί κύβιτον (πήχυς) και αποτελεί την αρχαιότερη καταγεγραμμένη μονάδα μήκους και ίσως την πιο κοινή των αρχαίων χρόνων — με ό,τι υποσυνείδητες συνδηλώσεις μπορεί αυτό να σημαίνει. Θα μπορούσε ενδεχομένως εδώ να ισχυριστεί κάποιος ότι ο αγγλόφωνος ορολόγος επαναλαμβάνει, σ' ένα δεύτερο μη προβεβλημένο επίπεδο, αυτό που έκανε π.χ. με το phishing μετασχηματίζοντας μια υπάρχουσα γνωστή λέξη (το fishing) σε έναν νέο όρο με αλλαγή τού τρόπου γραφής και διατήρηση της προφοράς;
Για να μην μακρηγορούμε άλλο, καλούμαστε λοιπόν εμείς τώρα να αποδώσουμε το qubit: Κβαφίο; Κυφίο; Κβηφίο; Κβαδυφίο; Κβαντικό δυφίο; Κβαντικό ψηφίο; Ή τελικά απλώς qubit; Και, αν qubit, μήπως αυτό θα είναι η εκκωφαντικότερη παραδοχή τής ήττας του δυφίου, που επιλέχθηκε ακριβώς λόγω της παραγωγικότητάς του;
Πάντως είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις προτάσεις για τη βέλτιστη ορολογικώς απόδοση του qubit.
ΥΓ Και το γνωστό αστείο, μια και το θέμα μας είναι κατά βάση (pun intended) δυαδικό:
Υπάρχουν 10 είδη ανθρώπων — αυτοί που σκαμπάζουν από δυαδικό, κι αυτοί που δεν σκαμπάζουν.
Παρόλο που ο τίτλος τα λέει ήδη όλα (), ας τα πάρουμε από την αρχή και να τα βάλουμε σε μια σειρά για να τα παρακολουθήσουμε ευκολότερα.
Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει ο όρος binary digit (αποδίδεται με τον ελληνικό όρο δυαδικό ψηφίο), ο οποίος έδωσε το σύμμειγμα bit [=b(inary dig)it], για το οποίο (το bit, δηλαδή) οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ορολογικώς κατασημαίνει ακριβώς την ίδια έννοια με το binary digit. Το σύμμειγμα αυτό, λοιπόν, ο όρος bit μ' άλλα λόγια, γνώρισε τεράστια διάδοση και χρησιμοποιείται εξαιρετικά εκτεταμένα, δηλώνοντας το μικρότερο κομμάτι ψηφιακής πληροφορίας: Το bit, ένα δυαδικό ψηφίο δηλαδή, μπορεί να πάρει μόνον μία από τις τιμές 0 ή 1, αποτελώντας έτσι την ελάχιστη μονάδα στην οποία μπορεί να υπάρξει (επομένως και να τύχει επεξεργασίας, αποθηκευτεί, μετακινηθεί κλπ) η ψηφιακή πληροφορία.
Για την απόδοση του συμμείγματος bit στην ελληνική γλώσσα δεν ακολουθήθηκε αυτό που έγινε σε άλλες γλώσσες, στις οποίες το bit εισήχθη ατόφιο παρά το γεγονός ότι σε αυτές δεν διατηρείτο ο μηχανισμός παραγωγής όπως στην αγγλική (κι έτσι π.χ. στα γαλλικά έχουμε chiffre binaire, στα γερμανικά Binärziffer, στα ισπανικά dígito binario κ.ο.κ. — αλλά όλοι τους λένε και γράφουν «bit»). Στην ελληνική ορολογία, όμως, επιχειρήθηκε να μονολεκτηθεί ο όρος δυαδικό ψηφίο, με χρήση ακριβώς του ίδιου μηχανισμού με αυτόν τής αγγλικής που παρήγαγε το bit από το b(inary dig)it — κι έτσι γεννήθηκε ο όρος δυφίο [=δυ(αδικό ψη)φίο]. Για τη σχετική τεκμηρίωση από τον ΕΛΟΤ και την ΕΛΕΤΟ μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://sales.elot.gr/announcement/ELOT996-01.pdf, απ' όπου επιλεκτικά αντιγράφω:
Η μονολέκτηση του binary digit σε bit έδωσε την δυνατότητα να δημιουργηθούν στην αγγλική πάρα πολλοί πολυλεκτικοί σύμπλοκοι όροι με συνθετικό το σύντομο bit. [...] Το δυφίο είναι καθιερωμένο από πολλά χρόνια στην τυποποίηση, όχι μόνο της πληροφορικής, αλλά και των τηλεπικοινωνιών (υπάρχουν κείμενα πολλών χιλιάδων σελίδων που χρησιμοποιούν το δυφίο και τα παράγωγά του). [...] Το πλεονέκτημα του δυφίου είναι ότι εντάσσεται απόλυτα στο κλιτικό σύστημα και στα συστήματα παραγωγής και σύνθεσης της ελληνικής γλώσσας παρέχοντας πλήθος παραγώγων και συνθέτων τα οποία έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί ευρύτατα σε όρους. Παραδείγματα: δυφιακός, οκταδύφιος, επταδύφιος, νιδύφιος (και ν-δύφιος), πολυδύφιος, πολυδυφιακός, δυφιοσυλλαβή, δυφιοοκτάδα, δυφιοεπτάδα, δυφιονιάδα, δυφιακά, δυφιηδόν, δυφιορρυθμός, δυφιοστρεφής, δυφιοστρέφεια, δυφιοσειριακός, δυφιοπαράλληλος, ...
Αναντίρρητα η ύπαρξη του όρου δυφίο εξυπηρετεί στον σχηματισμό παραγώγων και συνθέτων — αλλά εξυπηρετεί μόνον όσους τον χρησιμοποιούν, εννοείται. Διότι το μεγαλύτερο μέρος τής αγοράς δεν ακολούθησε την προτροπή των ΕΛΟΤ και ΕΛΕΤΟ, και υιοθέτησε ατόφιο το bit (δυστυχώς αμετάγραπτο, κατά κανόνα). Τουλάχιστον, όμως, δημιούργησε ένα παραγωγικό επίθημα: Πρόκειται για το -μπιτος, που το βρίσκουμε σε λέξεις όπως οκτάμπιτος, 64μπιτος κ.τ.ό.
Βέβαια, υπάρχει και κάτι άλλο —εξίσου, για να μην πω και περισσότερο, σημαντικό— το οποίο δεν το αγγίζει καν το προαναφερθέν σκεπτικό των ΕΛΟΤ και ΕΛΕΤΟ: Πρόκειται για το γεγονός ότι στο bit δεν είχαμε έναν κάποιον τυχαίο σχηματισμό ή ένα βολικά σύντομο σύμμειγμα, αλλά έναν σοφά επιλεγμένο όρο ο οποίος συγκέντρωνε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
__●__Ήταν υφιστάμενη λέξη τής αγγλικής γλώσσας.__●__Η λέξη αυτή όχι μόνον υπήρχε, αλλά ήταν και κοινότατη — γνωστή στους πάντες, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου.
__●__Η πασίγνωστη αυτή λέξη είχε ακριβώς την επιθυμητή σημασία: τεμαχίδιο, κομματάκι, ψίχουλο, ελάχιστο, σταλιά κ.ά. σχετικά.
Οπότε, αυτό που απέτυχαν να διαγνώσουν στην περίπτωση του σχηματισμού τού όρου bit ο ΕΛΟΤ και η ΕΛΕΤΟ ήταν το γεγονός πως δεν επρόκειτο ουσιαστικά για γνήσια περίπτωση συμμείγματος, αλλά απλώς για χρήση τού μηχανισμού τού συμμείγματος για να εξυπηρετηθεί το εξαρχής σκοπούμενο: το να καταλήξουμε, δηλαδή, από το binary digit στο εξόχως βολικό bit. Έτυχε επομένως το bit να μπορεί να προκύψει ως σύμμειγμα, και φυσικά αυτό δεν αφέθηκε ανεκμετάλλευτο από τους αγγλόφωνους ορολόγους της πληροφορικής — και να είστε βέβαιοι ότι, αν ο δίλεκτος όρος ήταν διαφορετικός, θα βλέπαμε εξίσου άνετα το να καταλήγουμε σε κάτι άλλο (πάντα όμως υπάρχουσα λέξη) με το ίδιο νόημα, όπως λ.χ. jot, whit, mite κλπ.
Δηλαδή, αυτό που έπραξαν κατ' ουσίαν οι αγγλόφωνοι ήταν το να καταφύγουν στην ίδια λογική που διέπει και τα τελεωνύμια (όπως λέω εγώ τα backronyms): Ξέρουν από πριν πού θέλουν να καταλήξουν, και χρησιμοποιούν αντίστροφα έναν μηχανισμό με δεδομένο το τελικό αποτέλεσμα. Γιατί είμαι τόσο βέβαιος; Διότι ακόμη και πριν καταλήξουν οι πληροφορικοί στην έννοια του δυαδικού ψηφίου (binary digit), είχαν ήδη ορίσει πως η ελάχιστη μορφή πληροφορίας θα λέγεται bit! Και, επειδή τότε δεν υπήρχε το binary digit για να πλασάρουν το bit ως σύμμειγμα, κατέφυγαν στον μηχανισμό τού τελεωνυμίου (και μάλιστα αφήνοντας έξω έναν όρο, για να τους προκύψει το σκοπούμενο): Συγκεκριμένα, το 1949 οι Claude E. Shannon και Warren Weaver στο βιβλίο τους 'The Mathematical Theory of Communication' (The University of Illinois Press) έδωσαν στη "μονάδα πληροφορίας" την ονομασία bit, την οποία όρισαν ως το ακρωνύμιο του όρου basic indissoluble information unit. Περίπου την ίδια εποχή, και δεδομένου ότι και οι Shannon και Weaver κατέληγαν στο συμπέρασμα πως κάθε διαδικασία επιλογής μπορεί να αναχθεί σε μια ακολουθία από δυαδικές αποφάσεις, εμφανίζεται ο όρος bit και ως προϊόν τού όρου binary digit. To bit των Shannon & Weaver διαφέρει από το binary digit (όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να διαβάσει σχετικά εδώ: http://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.91.4428&rep=rep1&type=pdf), αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: Το ιερό ορολογικό δισκοπότηρο για την ελάχιστη πληροφορία ήταν ο όρος bit, ασχέτως της διαδικασίας με την οποία θα καταλήγαμε σε αυτόν.
Τέλος πάντων, είπαμε ότι επισήμως η ορθή ορολογικώς απόδοση του bit στα ελληνικά είναι δυφίο. Το οποίο είναι βολικό στην παραγωγή και τη σύνθεση, σύμφωνα με τους προλεχθέντες ισχυρισμούς των ΕΛΟΤ και ΕΛΕΤΟ, αλλά δεν κάνει αμέσως κλικ στον αναγνώστη / ακροατή (όπως κάνει το bit στον αγγλόφωνο) διότι αποτελεί μια λέξη τεχνητή, την οποία πρέπει κανείς να μάθει πρώτα, προκειμένου να τη γνωρίζει στη συνέχεια. Κι ούτε το παραγωγικό τέρμα -φίο έχει χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή κι άλλων συμμειγμάτων (όπως συνέβη με το, κατά τη γνώμη μου πολύ επιτυχημένο, -ισμικό το οποίο πλέον παραπέμπει αμέσως στο αγγλικό -ware καθιστώντας έτσι άμεσα αναγνωρίσιμους τυχόν νέους όρους) — αφήστε που μπορεί να προκαλέσει κι αμηχανίες αν τυχόν προκύψει ανάγκη μονολέκτησης του logical digit, οπότε θα έχουμε την (σφόδρα ανεπιθύμητη) σύμπτωση με την υπάρχουσα λέξη λοφίο. Αλλά, όπως συμβαίνει με κάθε ισχυρισμό σε τούτη τη ζωή, τώρα ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί πραγματικά η δύναμη του δυφίου στην παραγωγή και σύνθεση νέων όρων — διότι, αν αποδειχθεί ότι τα όριά του είναι πεπερασμένα και περιορισμένα, τότε η χρησιμότητά του πέφτει κατακόρυφα.
Ο νέος αγγλικός όρος που πρέπει να αποδώσουμε στην ελληνική είναι το qubit. Ο όρος qubit είναι σύμμειγμα [=qu(antum )bit] πάνω στο (ήδη!) σύμμειγμα bit. Προσέξτε εδώ πενιά που κάνει η αγγλόφωνη ορολογία, και τι δυσθεώρητο επίπεδο πρόκλησης βάζει σε όποιον επιχειρήσει να εξελληνίσει τον όρο:
__●__Για άλλη μια φορά δείχνει πως δεν έχει πρόβλημα με τα απανωτά συμμείγματα, ενώ η ελληνική οροδοσία νιώθει άβολα σε αυτό το θέμα (πρβλ. σχετικά την περίπτωση του όρου phlog, που είναι σύμμειγμα του photoblog, όρου που περιέχει ήδη το σύμμειγμα blog).
__●__Κολλάει το qu- τού quantum μπροστά από το σύμφωνο b, παρόλο που αυτό δεν γίνεται στις αγγλικές λέξεις (παρά μόνον σε ξενικές, κατά κανόνα αραβικές).
__●__Αλλάζει την προφορά από κου (που έχουν το —εκ των συνθετικών— quantum και η —μόνη άλλη λέξη με qu- μπροστά από b— qubba) σε κιου, με αποτέλεσμα η νέα λέξη να ακούγεται το ίδιο με την υφιστάμενη αγγλική λέξη cubit που παναπεί κύβιτον (πήχυς) και αποτελεί την αρχαιότερη καταγεγραμμένη μονάδα μήκους και ίσως την πιο κοινή των αρχαίων χρόνων — με ό,τι υποσυνείδητες συνδηλώσεις μπορεί αυτό να σημαίνει. Θα μπορούσε ενδεχομένως εδώ να ισχυριστεί κάποιος ότι ο αγγλόφωνος ορολόγος επαναλαμβάνει, σ' ένα δεύτερο μη προβεβλημένο επίπεδο, αυτό που έκανε π.χ. με το phishing μετασχηματίζοντας μια υπάρχουσα γνωστή λέξη (το fishing) σε έναν νέο όρο με αλλαγή τού τρόπου γραφής και διατήρηση της προφοράς;
Για να μην μακρηγορούμε άλλο, καλούμαστε λοιπόν εμείς τώρα να αποδώσουμε το qubit: Κβαφίο; Κυφίο; Κβηφίο; Κβαδυφίο; Κβαντικό δυφίο; Κβαντικό ψηφίο; Ή τελικά απλώς qubit; Και, αν qubit, μήπως αυτό θα είναι η εκκωφαντικότερη παραδοχή τής ήττας του δυφίου, που επιλέχθηκε ακριβώς λόγω της παραγωγικότητάς του;
Πάντως είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις προτάσεις για τη βέλτιστη ορολογικώς απόδοση του qubit.
ΥΓ Και το γνωστό αστείο, μια και το θέμα μας είναι κατά βάση (pun intended) δυαδικό:
Υπάρχουν 10 είδη ανθρώπων — αυτοί που σκαμπάζουν από δυαδικό, κι αυτοί που δεν σκαμπάζουν.