Μεταφρ-άσματα: Τα πολυγλωσσοτραγουδισμένα

Prwteas

New member

The Sounds (Τραγουδάει ο Τάκης Αντωνιάδης)

Αν τυχόν τούτ’ η γη, τούτ’ η γη
δεν έχει διαλυθεί,
και ο άνθρωπος χαθεί,
αλλά ζει.

Πώς θα ειν' η ζωή, η ζωή
για όσους θε να ζούνε την εποχή
που θα γίνει πια η Γη,
δυόμισι χιλιάδων ετών.

Θα πατούν τα κουμπιά, τα κουμπιά
τι να κάνουνε τα πόδια πια,
ούτε καν θα περπατούν,
τότε όλοι θα πετούν.

Κι όταν πάν’ εξοχή, εξοχή
στην ωραία αυτή την εποχή,
θα 'ναι ο Άρης πια κοινός
και ο χρόνος κοντινός.

Και παντού τεμπελιά, τεμπελιά
δεν θα υπάρχει πια καμιά δουλειά,
ούτε καν θα σκέφτεται κανείς,
στον αιών' αυτό της μηχανής.

Και σαν θες να 'χεις και γιο,
ίσως και μια κόρη, μπορεί και δυο,
πάντα στο σελφ σέρβις το κοντινό,
θα 'ναι σε κονσέρβα και τα δυο.

Και παντού θα υπάρχει σιωπή,
και κανείς δεν θα ’χει κάτι να πει,
τα τρανζίστορς μόνο θα μιλούν,
και θα κλαίν’ ή θα γελούν.

Έτσι θα 'ναι η ζωή, η ζωή
για όσους θε να ζούνε την εποχή
που θα γίνει ετούτ' η γη
δυόμισι χιλιάδων ετών.

Θα 'χουν πάλι ευκαιρία,
μια καρδιά με μπαταρία,
δεν θα καρδιοχτυπούν,
ούτε θ' αγαπούν.

Και θα περνούν ωραία,
μ' ένα ρομπότ παρέα,
τι κρίμα σαν σκεφτείς
πως δεν θα ζούμ' εμείς.

Αν τυχόν τούτ’ η γη, τούτ’ η γη
δεν έχει διαλυθεί,
κι ο άνθρωπος χαθεί,
αλλά ζει.

Μου είχε κάνει εντύπωση όταν το είχα ακούσει σε κάποιο αφιέρωμα στο ραδιόφωνο... Δικό σας!!!!!!
 



Και δυστυχώς, δεν κατάφερα να το βρώ στο youtube, ούτε πουθενά αλλού, αλλά επειδή υπάρχει παραθέτω τους στίχους!!!!

Κάτι σου φταίει

Κάτι σου φταίει
μα πες μου τι σε καίει
και η καρδιά σου κλαίει, κάτι σου φταίει
Ποιό μυστικό κρατάς εσύ κρυφό
το ένστικτο μου λέει, κάτι σου φταίει.

Τόσο καιρό που ήμασταν μαζί
σε ήξερα εγώ σαν άτομο free
ήσουν κι εσύ πιο διαφορετική
και ξαφνικά γυρίζεις το χαρτί.

Κάτι σου φταίει
μα πες μου τι σε καίει
και η καρδιά σου κλαίει, κάτι σου φταίει
Τηλεφωνώ και μου λένε πως βγήκες
μα είσαι εκεί, δίπλα στο ακουστικό
και στους γονείς σου ποιός ξέρει τι είπες
σπίτι σου θα'ρθω.

Κάτι σου φταίει
μα πες μου τι σε καίει
και η καρδιά σου κλαίει, κάτι σου φταίει
Ποιό μυστικό κρατάς εσύ κρυφό
το ένστικτο μου λέει, κάτι σου φταίει.

Είναι καιρός να δούμε καθαρά
αυτός ο δεσμός που πάει τελικά
Θα τρελαθώ μ'αυτή την τακτική
Δεν ξέρω κι εγώ, αν είμαστε μαζί.

Κάτι σου φταίει
μα πες μου τι σε καίει
και η καρδιά σου κλαίει, κάτι σου φταίει
Στα ραντεβού συνέχεια με στήνεις
και αφορμές βρίσκεις για να με ξεχνάς
κι όλο στα μπαρ σε βρίσκω να πίνεις
μ'άλλους να μεθάς.

Είναι καιρός να δούμε καθαρά
αυτός ο δεσμός που πάει τελικά
Θα τρελαθώ μ'αυτή την τακτική
Δεν ξέρω κι εγώ, αν είμαστε μαζί.

Κάτι σου φταίει
μα πες μου τι σε καίει
και η καρδιά σου κλαίει, κάτι σου φταίει
Ποιό μυστικό κρατάς εσύ κρυφό
το ένστικτο μου λέει, κάτι σου φταίει.
 

nevergrown

New member

Ο γορίλας (απόδοση Θηβαίου)



Στην πλατεία μιας επαρχίας
το πλήθος κοίταγε ενθουσιασμένο
ένα γορίλα που κάτι τσιγγάνοι
τον είχαν φέρει φυλακισμένο.
Δίχως αισχύνη και σεβασμό
οι γεροντοκόρες του χωριού
παίζαν αναίσθητα με το ζώο
δεν λέω πώς, δεν λέω πού.
Προσοχή στο γορίλα!

Ξαφνικά το μεγάλο κλουβί
που έγκλειστη ζούσε η κακόμοιρη φύση
απότομα ανοίγει, δεν ξέρω γιατί
ίσως να το ’χαν άσχημα κλείσει.
Το τέρας βγαίνοντας έξω από κει
σκέφτηκε: "Σήμερα θα το αναλάβω"
μιλούσε για την παρθενιά του
που χρόνια τώρα τον είχε σκλάβο.
Προσοχή στο γορίλα!

Ο αφέντης ούρλιαξε: "Προσοχή,
του γορίλα του ’χει σαλέψει
δεν έχει δει ποτέ του μαϊμού
γι’ αυτό μπορεί να τα μπερδέψει!".
Απ’ τους παρόντες τότε ο καθείς
σπεύδει τα νώτα του να προφυλάξει
οι γεροντοκόρες απέδειξαν πως
άλλο οι ιδέες και άλλο η πράξη.
Προσοχή στο γορίλα!

Ο όχλος ομοθυμαδόν
ξεχύνεται έντρομος στον δρόμο
μα ένας ψύχραιμος δικαστής
και μια γιαγιά δεν είχαν λόγο.
Κι αφού οι υπόλοιποι την είχανε κάνει
το θηρίο πάτησε γκάζι
τη γριούλα και τον δικαστή
με τέσσερις πήδους του αρπάζει.
Προσοχή στο γορίλα!

"Αχ", αναστέναξε η γιαγιά
"να πάρει εμένα είναι απίθανο μάλλον
θα ’ταν τελείως παράξενο
και δεν θα το ευχόμουν εκτός τωνάλλων".
"Να με μπερδέψει με μια μαϊμού",
είπε ο δικαστής ενοχλημένος
"είναι αδύνατο εντελώς"
Στο τέλος βγήκε γελασμένος.
Προσοχή στο γορίλα!


Αν σας απειλούσε ποτέ κανείς

Βιάστε τον έναν ή τον άλλο

τη γιαγιά ή το δικαστή,

ποιον θα διαλέγατε δεν αμφιβάλλω

Κι αν ο γορίλας φημίζεται ότ’ είναι αρρενωπότατος και προικισμένος

τούτος εδώ μας βγήκε ντεμί

στα γούστα κάπως συγχυσμένος

Προσοχή στο γορίλα!



Απαξιώντας λοιπόν τη γιαγιά
τον δικαστή σφίγγει με πάθος
και προς τους θάμνους τον τραβά
ενώ αυτός του φώναζε: "Κάνεις λάθος!".
Τι ακριβώς συνέβη εκεί πίσω
αδυνατώ να αναφέρω εκτενώς
μα με είχε το θέαμα συνεπάρει
τι σφρίγος, τι ένταση, τι ρυθμός!
Προσοχή στο γορίλα!

Θα πω μονάχα πως το κορύφωμα
που ’χε το αλλόκοτο ετούτο δράμα
στρίγκλιζε κλαίγοντας ο δικαστής
στα διαλείμματα φώναζε: "Μάνα!".
Φώναζε ‘μάνα’ σαν τον φουκαρά
που χθες καταδίκασε για ληστεία
και για κοινό παραδειγματισμό
τον αποκεφάλισε στην πλατεία

Προσοχή στο γορίλα!



Le gorille (Brassens)



C'est à travers de larges grilles
Que les femelles du canton
Contemplaient un puissant gorille,
Sans souci du qu'en-dira-t-on;
Avec impudeur, ces commères
Lorgnaient même un endroit précis
Que, rigoureusement, ma mère
M'a défendu d' nommer ici.
Gare au gorille! ...

Tout à coup, la prison bien close,
Où vivait le bel animal,
S'ouvre on ne sait pourquoi (je suppose
Qu'on avait dû la fermer mal);
Le singe, en sortant de sa cage,
Dit: «C'est aujourd'hui que j' le perds!»
Il parlait de son pucelage,
Vous aviez deviné, j'espère!
Gare au gorille! ...

L' patron de la ménagerie
Criait, éperdu: «Nom de nom!
C'est assommant, car le gorille
N'a jamais connu de guenon!»
Dès que la féminine engeance
Sut que le singe était puceau,
Au lieu de profiter d' la chance,
Elle fit feu des deux fuseaux!
Gare au gorille! ...

Celles-là même qui, naguère,
Le couvaient d'un oeil décidé,
Fuirent, prouvant qu'ell's n'avaient guère
De la suite dans les idé's;
D'autant plus vaine était leur crainte,
Que le gorille est un luron
Supérieur à l'homm' dans l'étreinte,
Bien des femmes vous le diront!
Gare au gorille! ...

Tout le monde se précipite
Hors d'atteinte du singe en rut,
Sauf une vieille décrépite
Et un jeune juge en bois brut.
Voyant que toutes se dérobent,
Le quadrumane accéléra
Son dandinement vers les robes
De la vieille et du magistrat!
Gare au gorille! ...

«Bah! soupirait la centenaire,
Qu'on pût encore me désirer,
Ce serait extraordinaire,
Et, pour tout dire, inespéré!»
Le juge pensait, impassible:
«Qu'on me prenn' pour une guenon
C'est complètement impossible... »
La suite lui prouva que non!
Gare au gorille! ...

Supposez qu'un de vous puisse être
Comme le singe, obligé de
Violer un juge ou une ancêtre,
Lequel choisirait-il des deux?
Qu'une alternative pareille,
Un de ces quatre jours, m'échoie,
C'est, j'en suis convaincu, la vieille
Qui sera l'objet de mon choix!
Gare au gorille! ...

Mais, par malheur, si le gorille
Aux jeux de l'amour vaut son prix,
On sait qu'en revanche il ne brille
Ni par le goût, ni par l'esprit.
Lors, au lieu d'opter pour la vieille,
Comme aurait fait n'importe qui,
Il saisit le juge à l'oreille
Et l'entraîna dans un maquis!
Gare au gorille! ...

La suite serait délectable,
Malheureusement, je ne peux
Pas la dire, et c'est regrettable
Ça nous aurait fait rire un peu;
Car le juge, au moment suprême
Criait «Maman!», pleurait beaucoup
Comme l'homme auquel, le jour même,
Il avait fait trancher le cou
Gare au gorille! ...
 

nevergrown

New member
Αυτό όμως όχι:p




Je veux dédier ce poème
A toutes les femmes qu'on aime
Pendant quelques instants secrets
A celles qu'on connait à peine
Qu'un destin différent entraîne
Et qu'on ne retrouve jamais

A celle qu'on voit apparaître
Une seconde à sa fenêtre
Et qui, preste, s'évanouit
Mais dont la svelte silhouette
Est si gracieuse et fluette
Qu'on en demeure épanoui

A la compagne de voyage
Dont les yeux, charmant paysage
Font paraître court le chemin
Qu'on est seul, peut-être, à comprendre
Et qu'on laisse pourtant descendre
Sans avoir effleuré sa main

A la fine et souple valseuse
Qui vous sembla triste et nerveuse
Par une nuit de carnaval
Qui voulu rester inconnue
Et qui n'est jamais revenue
Tournoyer dans un autre bal

A celles qui sont déjà prises
Et qui, vivant des heures grises
Près d'un être trop différent
Vous ont, inutile folie,
Laissé voir la mélancolie
D'un avenir désespérant

Chères images aperçues
Espérances d'un jour déçues
Vous serez dans l'oubli demain
Pour peu que le bonheur survienne
Il est rare qu'on se souvienne
Des épisodes du chemin

Mais si l'on a manqué sa vie
On songe avec un peu d'envie
A tous ces bonheurs entrevus
Aux baisers qu'on n'osa pas prendre
Aux cœurs qui doivent vous attendre
Aux yeux qu'on n'a jamais revus

Alors, aux soirs de lassitude
Tout en peuplant sa solitude
Des fantômes du souvenir
On pleure les lêvres absentes
De toutes ces belles passantes
Que l'on n'a pas su retenir




 
‘Surabaya-Johnny’ is a part of the ‘Happy End’ musical (1929).

Lotte Lenya - Surabaya Johnny - deutsch
(δεν τα καταφέρνω με το ρημάδι το embed και βγαίνει σαν απλός σύνδεσμος το βίντεο)
(επίσης, κάπου είχα πετύχει την πρώτη ηχογράφηση με τη Λόττε Λένυα, αλλά μετά την έχασα και δεν τη βρίσκω τώρα, βολευτείτε με αυτήν).


Ich war jung, Gott, erst sechzehn Jahre.
Du kamest von Burma herauf.
Du sagtest, ich solle mit dir gehen,
du kämest für alles auf.
Ich fragte nach deiner Stellung.
Du sagtest so wahr ich steh’:
du hättest zu tun mit der Eisenbahn
und nichts zu tun mit der See.

Du sagtest viel, Johnny, kein Wort war wahr, Johnny.
Du hast mich betrogen, Johnny, zur ersten Stund!
Ich hasse dich so, Johnny,
wie du dastehst und grinst, Johnny.
Nimm doch die Pfeife aus dem Maul, du Hund!

Surabaya Johnny, warum bist du so roh?
Surabaya Johnny, mein Gott und ich liebe dich so!
Surabaya Johnny, warum bin ich nicht froh?
Du hast kein Herz Johnny, und ich liebe dich so!

Zuerst war es immer Sonntag.
Das war, bis ich mitging mit dir.
Aber dann, schon nach zwei Wochen,
war dir nichts mehr recht an mir.

Hinauf und hinab durch den Pandschab,
den Fluß entlang bir zur See:
ich seh schon aus im Spiegel
wie eine Vierzigjährige.

Du wolltest nicht Liebe, Johnny,
du wolltest Geld, Johnny
aber sah, Johnny, nur auf deinen Mund.
Du verlangtest alles, Johnny.
Ich gab dir mehr, Johnny.
Nimm doch die Pfeife aus dem Maul, du Hund!

Surabaya Johnny, warum bist du so roh?
Surabaya Johnny, mein Gott und ich liebe dich so!
Surabaya Johnny, warum bin ich nicht froh?
Du hast kein Herz Johnny, und ich liebe dich so!

Ich habe es nicht beachtet
warum du den Namen hast.
Doch an der ganzen langen Küste
warst du ein bekannter Gast.

Eines Morgens in einem Six-Pence-Bett,
werd’ ich donnern hören die See;
und du gehst ohne etwas zu sagen,
und ein Schiff liegt unten am Kai.

Du hast kein Herz, Johnny,
Du bist ein Schuft, Johnny.
Du gehst jetzt weg, Johnny,
sag mir den Grund!
Ich liebe dich doch, Johnny,
wie am ersten Tag, Johnny.
Nimm doch die Pfeife aus dem Maul, du Hund!

Surabaya Johnny, warum bist du so roh?
Surabaya Johnny, mein Gott und ich liebe dich so!
Surabaya Johnny, warum bin ich nicht froh?
Du hast kein Herz Johnny, und ich liebe dich so!

Dagmar Krause - Surabaya Johnny - english

I had just turned sixteen that season
When you came up from Burma to stay.
And you told me I ought to travel with you,
You were sure it would be OK.
When I asked how you earned your living,
I can still hear what you said to me:
You had some kind of job on the railway
And had nothing to do with the sea.

You said a lot, Johnny,
All one big lie, Johnny.
You cheated me blind, Johnny,
From the minute we met.
I hate you so, Johnny,
When you stand there grinning, Johnny.
Take that damn pipe out of your mouth, you rat.

Surabaya Johnny,
No one's meaner than you.
Surabaya Johnny,
My God — and I still love you so.
Surabaya Johnny,
Why am I feeling so blue ?
You have no heart, Johnny,
And I still love you so.

At the start, every day was Sunday,
Till we went on our way one fine night.
And before two more weeks were over,
You thought nothing I did was right.
So we trekked up and down through the Punjab,
From the source of the river to the sea.
When I look at my face in the mirror,
There's an old woman staring back at me.

You didn't want love, Johnny,
You wanted cash, Johnny.
But I sewed your lips, Johnny,
And that was that.
You wanted it all, Johnny,
I gave you more, Johnny.
Take that damn pipe out of your mouth, you rat.

Surabaya Johnny.
No one's meaner than you.
Surabaya Johnny.
My God — and I still love you so.
Surabaya Johnny,
Why am I feeling so blue ?
You have no heart, Johnny.
And I still love you so.

I would never have thought of asking
How you'd got that peculiar name,
But from one end of the coast to the other
You were known everywhere we came.
And one day in a two-bit flophouse
I'll wake up to the roar of the sea,
And you'll leave without one word of warning
On a ship waiting down at the quay.

You have no heart, Johnny!
You're just a louse, Johnny!
How could you go, Johnny,
And leave me flat ?
You're still my love, Johnny,
Like the day we met, Johnny.
Take that damn pipe out of your mouth, you rat.

Surabaya Johnny.
No one's meaner than you.
Surabaya Johnny,
My God — and I still love you so.
Surabaya Johnny,
Why am I feeling so blue ?
You have no heart, Johnny.
And I still love you so.


Mina - SURABAYA JOHNNY - italiano

Sedici anni avevo allora, di Birmania arrivasti quaggiù,
Mi dicesti che ti venissi dietro e che al resto pensavi tu.
Io ti chiesi del tuo mestiere, come è vero che ora sto qua,
Mi dicesti “le strade ferrate, ma il mare mai più, per carità”.
Quanto parlasti Johnny e quante balle, Johnny,
Tu mi hai mentito dal primo istante.
Come ti odio, Johnny, quando mi guardi così Johnny
E levati la pipa di bocca, carogna!

Surabaya Johnny, sei cattivo perché
Surabaya Johnny. Io ti amo così.
Surabaya Johnny, sono triste perché
Tu non hai cuore Johnny, ma ti amo così.

In principio era sempre festa, finché non mi prendesti con te
Dopo quindici giorni nemmeno non ti andava più niente di me
Lungo il fiume su e giù per il Punjab, fino a quando Dio solo lo sa
Io mi guardo allo specchio e mi vedo come avessi quarant’anni di già.
Non era amore, Johnny, volevi i soldi, Johnny
Ed io pendevo dalle tue labbra
Volevi tutto, Johnny, e io ti ho dato di più
E levati la pipa di bocca, carogna!

Surabaya Johnny, sono triste perché
Surabaya Johnny, io ti amo così.
Surabaya Johnny, sono triste perché
Tu non hai cuore, Johnny, ma ti amo così…

Lo sai bene non ti ho mai chiesto perché mai ti chiamasti così
Ma per quanto sia lunga la costa lo sapevano tutti lì
Un bel giorno dal mio lettuccio sentirò una sirena fischiar
E tu via, che ti squagli in silenzio; c’è una nave già pronta per te…
Tu non hai cuore, Johnny, tu sei un porco, Johnny
Tu te ne vai, Johnny, dimmi perché, Johnny
Eppure ti amo, Johnny, come il primo giorno, Johnny
E levati la pipa di bocca, carogna!

Surabaya Johnny, sono triste perché
Surabaya Johnny, io ti amo così.
Surabaya Johnny, sono triste perché
Tu non hai cuore, Johnny, ma ti amo così.

Σουραμπάγια Τζώννυ - Μαρία Φαραντούρη - ελληνικά

Στίχοι: Bertolt Brecht
Μουσική: Kurt Weill
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη

Τα δεκάξι δεν τα 'χα κλείσει όταν φάνηκες ξένος εσύ
και μου είπες μαζί σου να με πάρεις καθαρίζεις για όλα εσύ
κι όταν ρώτησα πόσα βγάζεις, είπες τότε και μην τ' αρνηθείς
στο σταθμό και στα τραίνα δουλεύεις και πως δεν θα σαλπάρεις ποτέ

Είπες πολλά Τζώνυ, όλα ψευτιές Τζώνυ
όλα απάτη Τζώνυ από την αρχή
και σε μισώ Τζώνυ, μη μου γελάς Τζώνυ,
μη μου φυσάς τον καπνό στα μούτρα, σκυλί

Σουραμπάγια Τζώνυ, είσαι τόσο σκληρός
Σουραμπάγια Τζώνυ, θεέ μου πώς σ' αγαπώ
Σουραμπάγια Τζώνυ, έχω θλίψη βαθιά
Που 'σαι άκαρδο πλάσμα, μα γι αυτό σ' αγαπώ

Στην αρχή ήταν ένα θαύμα, μα σου τα 'δωσα όλα με μιας
Και προτού να περάσουν λίγες μέρες, ούτε γύριζες να με δεις
Ταξιδεύουμε στο ποτάμι κι από 'κει σε λιμάνι φτηνό
Τώρα σαν κοιταχτώ στον καθρέφτη, μοιάζω να 'μαι σαράντα χρονών

Δεν θες αγάπη Τζώνυ, λεφτά θέλεις Τζώνυ
Και με ρίχνεις Τζώνυ μ’ ένα φιλί
Όλα τα θέλεις Τζώνυ, όλα σου τα 'δωσα Τζώνυ
μη μου φυσάς τον καπνό στα μούτρα, σκυλί

Σουραμπάγια Τζώνυ, είσαι τόσο σκληρός
Σουραμπάγια Τζώνυ, θεέ μου πώς σ’ αγαπώ
Σουραμπάγια Τζώνυ, έχω θλίψη βαθιά
Που 'σαι άκαρδο πλάσμα, μα γι αυτό σ' αγαπώ

Δε ρωτούσα ποτέ να μάθω Σουραμπάγια τι πάει να πει
Όμως όλοι σαν κάλπικη δεκάρα σε γνωρίζουν στα καπηλειά
κάποια μέρα σαν θα ξυπνήσω σε κρεβάτι φτηνού λιμανιού
θα 'χεις φύγει χωρίς μια λέξη να σαλπάρεις για μακριά

Είσαι άκαρδος Τζώνυ, είσαι τομάρι Τζώνυ
γιατί μου φεύγεις Τζώνυ λέγε γιατί
αφού σ' αγαπώ Τζώνυ, όπως στην αρχή Τζώνυ
μη μου φυσάς τον καπνό στα μούτρα, σκυλί

Σουραμπάγια Τζώνυ, είσαι τόσο σκληρός
Σουραμπάγια Τζώνυ, θεέ μου πώς σ' αγαπώ
Σουραμπάγια Τζώνυ, έχω θλίψη βαθιά
Που 'σαι άκαρδο πλάσμα, μα γι αυτό σ' αγαπώ

Ευχαριστίες σε αυτήν εδώ τη σελίδα, καθώς και σε ετούτην εδώ για τους στίχοι (sic).

Περισσότερος Μπρεχτ σε λίγο.
 
Die Morität von Mackie Messer - Lotte Lenya - deutsch

Und der Haifisch, der hat Zähne
Und die trägt er im Gesicht
Und Macheath, der hat ein Messer
Doch das Messer sieht man nicht.

Und es sind des Haifischs Flossen
Rot, wenn dieser Blut vergiesst
Mackie Messer trägt'nen Handschuh
Drauf man keine Untat liest.

An der Themse grünem Wasser
Fallen plötzlich Leute um
Es ist weder Pest noch Cholera
Doch es heisst: Mackie geht um.

An'nem schönen blauen Sonntag
Liegt ein toter Mann am Strand
Und ein Mensch geht um die Ecke
Den man Mackie Messer nennt.

Und Schmul Meier bleibt verschwunden
Und so mancher reiche Mann
Und sein Geld hat Mackie Messer
Dem man nichts beweisen kann.

Jenny Towler ward gefunden
Mit'nem Messer in der Brust
Und am Kai geht Mackie Messer
Der von allem nichts gewusst.

Wo ist Alfons gleich, der Fuhrherr?
Kommt das je ans Sonnenlicht?
Wer es immer wissen könnte
Mackie Messer weiss es nicht.

Und das grosse Feuer in Soho
Sieben Kinder und ein Greis
In der Menge Mackie Messer, den
Man nicht fragt, und der nichts weiss.

Und die minderjähr'ge Witwe
Deren Namen jeder weiss
Wachte auf und war geschändet
Mackie welches war dein Preis?

Louis Armstrong - Mack the Knife - english

Oh, the shark, has, pretty teeth, dear....and he shows them, pearly white
Just a jackknife, has Macheath, yeah.....and he keeps it, out of sight
When the shark bites, with his teeth, dear....scarlet billows start to spread
Fancy gloves, though, wears Macheath, yeah..so there's not a trace, hmmmm of red

On the sidewalk...sunday morning, ...lies a body oozin' life
Someone's sneakin' 'round the corner...is the someone, Mack the knife?

From a tugboat.... by the river..... a cement bag's, droopin' down
Yeah, the cement's just for the weight, dear...bet you Mack, he's back in town
Looky here Louie Miller, disappeared dear...after drawing, out his cash
And macheath spends, like a sailor...did our boy do, somethin' rash?

Sukey Tawdry, Jenny Diver..Lotte Lenya, sweet Lucy Brown
Oh, the line forms on the right, dears.....now that Macky's back in town

Ο Μακ Ο Μαχαιροβγάλτης - Μαρία Φαραντούρη

Όπου πέφτουν καρχαρίες
βγαίνει αίμα στον αφρό
Ο Μακχήθ βγαίνει στο Σόχο
μ' άσπρο γάντι καθαρό

Πυρκαγιά προχθές στο Σόχο
εκαήκαν δυο παιδιά
ο Μακχήθ να μη το μάθει
έχει ευαίσθητη καρδιά

Στο ποτάμι τρίτη μέρα
τρεις πνιγμένοι κολυμπούν
ο Μακχήθ με τρεις κυράδες
δυο μερόνυχτα γλεντούν

Βρίζει τον Μακχήθ η Βέρα
που τον ήθελε πιστό
την εβρήκαν κάποια μέρα
με μια τρύπα στο παλτό

Απεργία τρίτη μέρα
στο λιμάνι πατατράκ
άλλοι λένε ήρθε χολέρα
άλλοι λένε ήρθε ο Μακ

Χτες εβρήκαν τον κρουπιέρη
ξυλιασμένο στο νερό
μα ο Μάκ έχει προστάτες
και μητρώο καθαρό

Μελίνα Μερκούρη - ο Mack με το μαχαίρι

Όπου πέφτουν καρχαρίες
βγαίνει αίμα στον αφρό
Ο Μακήθ βγαίνει στο Σόχο
μ' άσπρο γάντι καθαρό

Τον Μακήθ αν δεν γνωρίζεις
όψη φάτσα και φωνή
τον γνωρίζεις απ' την κόψη
της λεπίδας τη στενή

Βρίζει τον Μακχήθ η Βέρα
που τον ήθελε πιστό
την εβρήκαν κάποια μέρα
με μια τρύπα στο παλτό

Τρεις νεκροί σε μία μέρα
στο λιμάνι πατατράκ
άλλοι λέν' ήρθε χολέρα
άλλοι λένε ήρθε ο Μακ

Στο ποτάμι τρίτη μέρα
τρεις πνιγμένοι κολυμπούν
ο Μακήθ και τρεις κυρούλες
δυο μερόνυχτα γλεντούν

Στο βρεμένο καλντερίμι
λάμπουν αίματα ξερά
ο Μακήθ αλλάζει γάντια
βάζει άσπρα καθαρά

(ελπίζω να έκανα καλή απομαγνητοφώνηση, δε βρήκα πουθενά τους στίχους έτοιμους).
 
Last edited by a moderator:
Seeräuber Jenny - Lotte Lenya - deutsch

Meine Herren, heute sehen Sie mich Gläser abwaschen
Und ich mache das Bett für jeden.
Und Sie geben mir einen Penny und ich bedanke mich schnell
Und Sie sehen meine Lumpen und dies lumpige Hotel
Und Sie wissen nicht, mit wem Sie reden.
Aber eines Abends wird ein Geschrei sein am Hafen
Und man fragt: Was ist das für ein Geschrei?
Und man wird mich lächeln sehn bei meinen Gläsern
Und man sagt: Was lächelt die dabei?
Und ein Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird liegen am Kai.

Man sagt: Geh, wisch deine Gläser, mein Kind
Und man reicht mir den Penny hin.
Und der Penny wird genommen, und das Bett wird gemacht!
(Es wird keiner mehr drin schlafen in dieser Nacht.)
Und sie wissen immer noch nicht, wer ich bin.
Aber eines Abends wird ein Getös sein am Hafen
Und man fragt: Was ist das für ein Getös?
Und man wird mich stehen sehen hinterm Fenster
Und man sagt: Was lächelt die so bös?
Und das Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird beschiessen die Stadt.

Meine Herren, da wird ihr Lachen aufhören
Denn die Mauern werden fallen hin
Und die Stadt wird gemacht dem Erdboden gleich.
Nur ein lumpiges Hotel wird verschont von dem Streich
Und man fragt: Wer wohnt Besonderer darin?
Und in dieser Nacht wird ein Geschrei um das Hotel sein
Und man fragt: Warum wird das Hotel verschont?
Und man wird mich sehen treten aus der Tür am Morgen
Und man sagt: Die hat darin gewohnt?
Und das Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird beflaggen den Mast.

Und es werden kommen hundert gen Mittag an Land
Und werden in den Schatten treten
Und fangen einen jeglichen aus jeglicher Tür
Und legen ihn in Ketten und bringen vor mir
Und fragen: Welchen sollen wir töten?
Und an diesem Mittag wird es still sein am Hafen
Wenn man fragt, wer wohl sterben muss.
Und dann werden Sie mich sagen hören: Alle!
Und wenn dann der Kopf fällt, sag ich: Hoppla!
Und das Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird entschwinden mit mir.

Marianne Faithfull - Pirate Jenny

You lads see me wash the glasses, wipe the floors,
Make the beds, I'm the best of servants.
You can kindly throw me pennies and I'll thank you very much.
When you see me ragged and tattered in this dirty shit hotel,
You don't know in hell who's talking,
You still don't know in hell who's talking.
Yet one fine day there will be roars from the harbour
And you'll ask, "What is all that screeching for ?"
And you'll see me smiling as I dunk the glasses
And you'll say, "What's she got to smile at for ?"
And the ship, eight sails shining,
Fifty-five cannons wide, Sir,
Waits there at the quay.

You say, "Work on, wipe the glasses, my girl."
And just slip me a dirty six-pence.
And your pennies will be taken, and your beds will be made,
(But I doubt if forty winks will come anybody's way)
And you still don't know in hell who's talking,
You still don't know in hell who's talking.
Still one fine day there'll be a loud bang from the harbour,
And you'll ask, "Jesus Christ, what was that bang ?"
And you'll see me standing right behind the window,
And you'll say, "Why has she got the evil eye ?"
And the ship, eight sails shining,
Fifty-five cannons wide, Sir,
Will be aimed at this town.

So then lads, it's time for tears, no more laughs at the bar,
For the walls will be at your ankles.
And look out, lads, the town will be flat as the ground,
This dirty shit hotel will be spared wrack and ruin
And you'll say, "Who is the fancy bitch lives there ?"
You'll say, "Who is the fancy bitch lives there ?"
There'll be rows of people running round the hotel
And you'll ask, "Why should they have spared this hovel ?"
And you'll see me in the morning leaving lightly
And you'll say, "That one, her , she lived there ?"
The same ship, eight sails shining,
Fifty-five cannons wide, Sir,
Flies crossbones and skull.

In the midday sun a hundred men will step ashore
All tramping where shadows crawled.
They'll lay their hands on men, hiding shit-scared behind doors
Lead them in chains here before this silent woman,
And they'll say, "Well, which ones shall we kill ?"
They'll say, "Which ones shall we kill ?"
Come the dot of twelve, it will be still in the harbour,
When they ask me, "Well, who is going to die ?"
And you'll hear me whispering, oh, so sweetly, "All of them!"
And as the soft heads fall, I'll say, "Hop-là!"
That same ship, eight sails shining,
Fifty-five cannons wide, Sir,
Disappears with me.

Milva - Jenny dei Pirati

Oh signori voi mi vedete asciugare le posate rifare i letti,
e mi date tre spiccioli di mancia e guardate i miei stracci
e questo albergo tanto povero e me,
ma ignorate chi son io davvero,
ma ignorate chi son io davvero.
Ma una sera al porto grideranno e ci si domanderà:
"cosa diavolo mai c'è?!"
Mi vedran che servo il vino sorridendo,
si dirà "da ridere che c'è?!"
Tutta vele e cannoni
una nave pirata
al molo starà.

M'han detto "asciuga i bicchieri ragazza" e m'han dato di mancia un cent,
mi son presa il soldino e sono andata a rifare un letto
che nessuno domani disferà,
chi son io non c'è nessuno che lo sa,
chi son io non c'è nessuno che lo sa.
Ma ecco gran rumore laggiù al porto e ci si domanderà
"che succede mai laggiù?!"
mi vedranno apparire alla finestra,
si dirà "qualcosa certo c'è!"
Tutta vele e cannoni
la nave pirata
raderà la città.

Oh, signori quando vedrete crollare la città vi farete smorti,
questo albergo starà in piedi in mezzo a un mucchio di sporche rovine
e di macerie e ci si chiederà il perchè,
il perchè di questo strano caso,
il perchè di questo strano caso.
Poi s'udranno grida vicino a noi e ci si domanderà
"come mai non sparan qui?!"
verso l'alba mi vedranno uscire in strada,
si dirà "chi è dunque quella lì?!"
Tutta vele e cannoni
il vascello pirata
la bandiera isserà.

E più tardi cento uomini armati verranno avanti e tenderanno agguati,
faranno prigionieri tutti quanti, li porteranno
legati davanti a me,
mi diranno "chi dobbiamo far fuori?!"
mi diranno "chi dobbiamo far fuori?!"
E il cannone allora tacerà e ci si domanderà
"chi dovrà morire?!"
ed allora mi udranno dire
"Tutti"
e ad ogni testa mozza io farò
"Oplà!"
Tutta vele e cannoni
la mia nave pirata
lascerà la città.

Η Τζένη Των Πειρατών - Μαρία Φαραντούρη

Κύριοι μου καλοί, με πληρώνετε εδώ, και σας κάνω όλα τα γούστα
και μου ρίχνετε πεντάρες και σας λέω ευχαριστώ
στο φτηνό ξενοδοχείο στη φτηνή την προκυμαία
και δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε
μα δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε
Μα ένα βράδυ βουητό στο λιμάνι
κι όλοι λεν τι είν΄αυτό το βουητό
και αλλάζω τα σεντόνια και γελάω
κι όλοι λεν "αυτή γιατί γελάει;"
Κι ένα μαύρο καράβι με 50 κανόνια στο λιμάνι έχει μπει

Κύριοι μου καλοί σας λυπάμαι καθώς παζαρεύω ποιόν θα πάρω τη νυχτιά
γιατί σε κρεβάτι απόψε δεν θα κοιμηθεί κανείς
μα σας λέω την ταρίφα και γελάω κρυφά
που δεν ξέρετε ποια είμαι εγώ
που δεν μάθατε ποια είμ΄εγώ
Και μέσα στη νύχτα ουρλιαχτό στο λιμάνι
κι όλοι λεν΄τι΄ναι αυτό το ουρλιαχτό
και ορμάω στο παράθυρο με γέλια κι όλοι λεν "τι πανηγυρίζει;"
Και το μαύρο καράβι κατά πάνω στην πόλη τα κανόνια γυρνά

Κύριοι μου καλοί τώρα πια δεν γελάτε τώρα η πόλη έχει γκρεμιστεί
κι όλα τα βρωμόσπιτα σας τα γκρέμισαν σε μια νύχτα
απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο δω
κι απορείτε γιατί τ΄αφησαν αυτό
Μόνο το μπορντέλο στέκει όρθιο στη πόλη
και ρωτάτε - ποιος να έμενε εδώ
και θα βγω στην πόρτα εγώ σαν ξημερώσει
και θα πουν "γι΄αυτήν ήτανε λοιπόν"
Και το μαύρο καράβι τη σημαία σηκώνει να με υποδεχτεί

Και κοντά μεσημέρι, εκατό μαύροι άντρες βγαίνουν από το καράβι και σας πιάνουν,
και θα δέσουν μ' αλυσίδες όποιον είχα πελάτη
και δεμένους μ' αλυσίδες θα σας φέρουνε μπροστά μου.
Και θα με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω
και θα με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω.
Κι όταν θα χτυπάει μεσημέρι στο λιμάνι θα ρωτάτε ποιος θα κρεμαστεί...
Και θ' ακούσετε ν' αποφασίζω: όλοι.
Κι απάνω στα κεφάλια σας θα πω: έτσι!
Και το μαύρο καράβι τα πανιά του ανοίγει και με παίρνει μακριά.

(μετάφραση Παύλος Μάτεσις).

Οι στίχοι από εδώ και εδώ.
 
Last edited by a moderator:

daeman

Administrator
Staff member
Εύγε, AoratiMelani, ανακάλυψες την αφορμή που με έκανε να ξεκινήσω αυτό το νήμα.
Με πρόλαβες (λιγοστός ο ελεύθερος χρόνος μου γαρ), αλλά καθόλου δεν πειράζει. :)

Προσθέτω μόνο την εκτέλεση από τον ίδιο τον Μπρεχτ:

Die Moritat von Mackie Messer - Bertolt Brecht
http://www.youtube.com/watch?v=_QXJ3OXWaOY


και την τσέχικη εκδοχή, από την ταινία Τζο ο Λεμονάδας, χωρίς τους στίχους (τσέχικα κανείς; ):​

Mackie Messer - Miloš Kopecký​
 
Last edited:
Αφού συναντηθήκαμε, είμαστε μεγάλα πνεύματα, σωστά; :-)

Εκτελέσεις υπάρχουν πάρα πολλές, πού να τις προλάβουμε όλες. Αυτές που πρόσθεσες όμως ήταν επιβεβλημένες!
 

daeman

Administrator
Staff member
Επίσης, ω μέγα πνεύμα της ΑόρατηςΜελάνης ;), μια που το πρωτότυπο λέγεται Moritat, μια εκτέλεση από τον Nick Cave - που, όσο να 'ναι, μια αδυναμία στις φονικές μπαλάντες την έχει - με την οποία ξεκινά το September Songs.

Mack the Knife - Nick Cave
 
Last edited:

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Καλημέρες! Ένα βράδυ έλειψα και ανεβάσατε το ρέτζιστερ στα ουράνια! Ρισπέκτ! :)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αν σας θύμισε κάτι το τραγούδι που συνοδεύει το άρθρο για τα σαράντα χρόνια χωρίς τους Μπιτλς, να σας δώσω πρώτα τους στίχους:

The Beatles
The Honeymoon Song Lyrics:
I never knew that a day like today laid before us
I've got the sun in my heart and my heart's in the sun
Skies are as bright as your eyes
The horizon is open
Love is a ceiling, feelings are reeling, free as the air

Forever on and forever
Forever on, side by side

Whoever knew that we two could be
as free as we'd fancied?
Fancy is free, but are we, who are
bound to each other by love
To each other by love?

Whoever knew that we two could be free as we'd fancied?
Fancy is free, but are we, who are
bound to each other by love
To each other by love
To each other by love
To each other by love?

και μετά να σας δώσω τους στίχους και μια εκτέλεση του πρωτότυπου:


Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γιοβάνα
Άλλες ερμηνείες: οι πάντες...

Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου
δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά
τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά

Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου
σε περιμένω να 'ρθεις
μ' ένα τραγούδι του δρόμου να ρθεις όνειρό μου
το καλοκαίρι που λάμπει τ' αστέρι με φως να ντυθείς
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
...και την τσέχικη εκδοχή, από την ταινία Τζο ο Λεμονάδας, χωρίς τους στίχους (τσέχικα κανείς; )

Mackie Messer

Žralok zuby má jak nože
a z těch zubů čiší strach,
Mackie Messer, ach můj Bože,
kdo do káže, že je vrah ?

Na nábřeží řeky Temže
leckdo život dokonal,
mor tam nebyl, víme jen, že
Mackie Messer blízko stál.

Jednou zmizel chudák Majer,
jindy boháč Miller zas,
Mackie s hůlkou, jako frajer
obcházel tam v onen čas.

Pěkná hůlka na procházku
a v té hůlce nůž je skryt.
Mackie Messer vyhrál sázku,
nic mu nelze do svěd čit.

Jednou změnil požár v Soho
půlnoc temnou v denní jas.
Pode zřelých bylo mnoho,
ale Mackie zmi zel včas.

Jindy zasa mladá žena
zhasne lampu a jde spát,
probudí se zneuctěna,
Meckie jí však nechce znát.

Žralok zuby má jak nože
a z těch zubů čiší strach,
Mackie Messer, ach můj Bože,
kdo do káže, že je vrah?

(Επειδή εσείς το ζητήσατε;))
 

nevergrown

New member
Και μία συλλεκτική εκτέλεση από την Νταμιά

L'opéra de quat'sous
Complainte de Mackie
Bertolt Brecht, Kurt Weill

Sombre est la nuit,
Un éclair luit
Un homme fuit
La mort suit
Un corps tombe
Dans la tombe
Hécatombe
Sans un bruit
Fille folle
Que l’on vole
Que l’on viole
Et qui crie
Meurtre infâme
D’une femme
Qui rend l’âme
C’est Mackie
Une houle
Dans la foule
Une foule
Qu’on spolie
Dans un antre
L’on éventre
Quelqu’un entre
C’est Mackie
Cambriole
L’on s’envole
L’on s’affole
Frénésie
Vide poche
Et sacoches
On s’approche
C’est Mackie
Le feu brille
Et brasille
Les gens pillent
Incendie
Le délivre
On expire
Puis un rire
C’est Mackie
Un éclair luit
Et la mort suit
Un homme fuit
Sans un bruit


Και 2η γαλλική βερσιόν

Les dents longues, redoutables
Le requin tue sans merci
Le surin au fond d'la poche
Sans reproche, c'est Mackie

Sur les bords de la Tamise
Le sang coule dans la nuit
On périt les poches vides
Poches pleines, quelqu'un fuit

Gens de bien ou hommes riches
Disparaissent au grand jour
Sur leurs traces, quelqu'un passe
Qui ramène le butin

Jenny Trowler agonise
Un couteau entre les seins
Sur les rives dans l'eau grise
M'sieur Mackie s'en lave les mains

Et la veuve d'âge tendre
Que l'on viole dans son lit
Que l'on vole sans attendre
Le gentleman, c'est Mackie

Le feu gronde dans la ville
Le feu brille, la mort vient
On s'étonne, on questionne
Oui mais Mackie ne sait rien

Le sang coule des mâchoires
Au repas du grand requin
Mains gantées et nappe blanche
M'sieur Mackie croque son prochain...



La chanson de Barbara
Kurt Weill/ Bertold Brecht

C’était le beau temps
Ou j’avais ma vertu
Tu l’as eue aussi.
T’en souviens-tu ?
Et je savais bien
Que viendrait le moment
De choisir un époux un amant
S'il avait d’l’argent
S'il était charmant.
Même en semaine
Si son col était blanc.
Et par veine il m’offrait
Son cœur et son nom.
Moi je lui dirais : “non !”

Refrain (à la fin)

un homme du Kent
est venu le premier
Et c’était un gentil cavalier
Le deuxième était
Aussi riche qu 'un Roi,
Le troisième était fou
D’amour pour moi.
Ils avaient de l’argent
Ils étaient charmants.
Même en semaine
Leurs faux cols étaient blancs.
très galamment ils m’ont offert
Leur cœur et leur nom,
Moi, Je leur ai dit : “non !”

Refrain

Alors un beau jour
Où le ciel était clair
Vint celui qui ne m’a rien offert
Sans me saluer
Dans ma chambre il entra,
Sur mon lit son chapeau il jeta
Il n’avait pas d’argent
Il n’était pas charmant
Même le dimanche
Son col n’était pas blanc
Il n’a pu m’offrir
Qu’avec lui de souffrir
Mais je n’ai pas dit : “non !”



Devant lui j’ai du baisser les yeux
C'est lui qui me plût le mieux
La lune scintillait dans les cieux
Et le grand bateau voguait
Sur les flots bleus.
Mon cœur n’était plus silencieux
Je n’avais plu
Qu’a lui livrait mon cœur
Pour l’amour il n’est pas de raisons.
Et le jour ou passe le bonheur
On ne saurait dire non !

C’était le beau temps
Ou j’avais ma vertu,
Tu l’as eue aussi, t'en souviens-tu ?
Et je savais bien
Que viendrait le moment
De choisir un époux un amant
S'il avait d’l’argent,
S'il était charmant,
Même en semaine
Si son col était blanc,
Et par veine il m’offrait
Son cœur et son nom,
Moi je lui dirais : “non !”

Refrain :

Il ne faut jamais baisser les yeux,
L’indifférence vaut mieux
Bien que la lune brille en les cieux
Et que le bateau dorme
Sur les flots bleus
Il vaut mieux, bien mieux
Ne pas livrer son cœur
Et montrer calme et froideur
Faire attendre, cela n’est pas bon
Je réponds tout de suite : « non ! »

Και η Λυς Γκοτύ

La fiancée du pirate


(Chanson de l'humiliation)


Oui c'est moi qui lave les verres et les plats
On m'appelle une Marie-couche-toi là
Quand on me donne un penny
Faut encore que j'dise merci
Me v'là en habits loqu'teux
Au fond d'cet hôtel miteux
Vous n'savez pas aujourd'hui qui je suis
Vous n'savez pas aujourd'hui qui je suis

Mais un soir, un beau soir
Grand branle-bas
Les gens courent sur la rive,
Disant : Voyez qui arrive !
Et moi je sourirai pour la première fois
On dira : Voilà que tu souris, toi ?

Un navire de haut bord
Cent canons aux sabords
Entrera dans le port !

Moi toujours je laverai
Les verres et les plats
J'serai toujours une Marie-couche-toi là
Quand on m'donnera un penny
Toujours je dirai merci
J'gardrai mes habits loqu'teux
Au fond d'cet hôtel miteux
Et demain, demain comme aujourd'hui
Vous ne saurez toujours pas qui je suis !

Mais un soir, ce beau soir pour qui je vis
Voilà que les canons
S'éveilleront et tonneront
Pour la première fois, j'éclaterai de rire
Quoi méchante, t'as le coeur à rire ?

Le navire du haut bord
Cent canons aux sabots
Bombardera le port !

Alors viendront à terre les matelots
Plus de cent, ils marqueront d'une croix de sang
Chaque maison, chaque porte
Et c'est devant moi qu'on apporte
Enchaînés, implorants, mutilés et saigneux
Vos pareils, tous vos pareils, beaux messieurs !
Vos pareils, tous vos pareils, beaux messieurs !

Alors paraîtra celui que j'attends, il me dira :
Qui veux-tu de tous ces gens que je tue ?
Et moi je répondrai doucement :
Tue-les tous! Chaque tête qui tombera
Je battrai des mains, hop là !
Et le navire du haut bord
Loin de la ville où tout sera mort
M'emportera vers la vie !

και απο την Ζυλιέτ Γκρεκό


Και να μην ξεχνάμε ότι ο "Επιτάφιος" (Grabschrift γερμανικά – Epitaphe γαλλικά) είναι η προσαρμογή (πιστή στην αρχή) της "Μπαλάντας των Κρεμασμένων" του Φρανσουά Φιγιόν Bιγιόν http://fr.wikipedia.org/wiki/Ballade_des_pendus
Ihr Menschenbrüder, die ihr nach uns lebt… Vous frères humains, qui après nous vivez…)
 
Last edited by a moderator:

nevergrown

New member
Oυπς...Φρανσουά γιόν ήθελα να πώ. Ας το διορθώσει κάποιος (δεν έχει καμία σχέση με τον Πρωθυπουργό της Γαλλίας)

Eπίσης μετά από ψάξιμο είδα ότι το Ballade des pendus μεταφράζετάι "Η μπαλάντα των χαμένων" (φίλων)

http://el.wikipedia.org/wiki/Φρανσουά_Βιγιόν
 
Επίσης, ω μέγα πνεύμα της ΑόρατηςΜελάνης ;), μια που το πρωτότυπο λέγεται Moritat, μια εκτέλεση από τον Nick Cave - που, όσο να 'ναι, μια αδυναμία στις φονικές μπαλάντες την έχει - με την οποία ξεκινά το September Songs.
Παρακαλώ ας πιάσει κάποιος το Alabama song γιατί εγώ κουράστηκα...
 

daeman

Administrator
Staff member
Προς το παρόν, όπως το πρωτοάκουσα από το Absolutely Live, μαζί με το Back Door Man και το 5 to 1,
γιατί έτσι τα θυμάμαι πάντα.

Alabama Song - The Doors​
 
έχω μια μελαγχολική διάθεση σήμερα...


1969, μουσική: Yan Frenkel, τραγούδι: Mark Bernes, πάνω σε ένα ποίημα του Rasul Gamzatov εμπνευσμένο από ένα μνημείο για την τραγωδία της Χιροσίμα.

Журавли

Мне кажется порою, что солдаты,
С кровавых не пришедшие полей,
Не в землю нашу полегли когда-то,
А превратились в белых журавлей.

Они до сей поры с времен тех дальних
Летят и подают нам голоса.
Не потому ль так часто и печально
Мы замолкаем, глядя в небеса?

Летит, летит по небу клин усталый,
Летит в тумане на исходе дня,
И в том строю есть промежуток малый,
Быть может, это место для меня.

Настанет день, и с журавлиной стаей
Я поплыву в такой же сизой мгле,
Из-под небес по-птичьи оклика
Всех вас, кого оставил на земле...

Мне кажется порою, что солдаты,
С кровавых не пришедшие полей,
Не в землю нашу полегли когда-то,
А превратились в белых журавлей.

(ρούσικα δεν ξέρω και να με συμπαθάτε, έκανα ένα σκέτο κλόπυ-πέιστ, ελπίζω να είναι σωστά)


ελληνικοι στίχοι: Γιάννης Ρίτσος, πρώτη εκτέλεση: Μαργαριτα Ζορμπαλά

ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ

Στιγμές στιγμές θαρρώ
πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη
δεν κείτονται θαρρώ
κάτω από το χώμα
αλλ’ έχουν γίνει άσπροι γερανοί

Πετούν και μας καλούν
με τις κραυγές τους
απ’ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι’ αυτό πολλές φορές σιωπώντας
κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς

Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγα του
και ίσως είναι η δική μου θέση αυτή

θα ’ρθει μια μέρα που μ’ αυτό το σμάρι
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερανός καλώντας απ' τα ουράνια
όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ

Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη δεν κείτονται θαρρώ
κάτω από το χώμα
αλλ’ έχουν γίνει άσπροι γερανοί

Πετούν και μας καλούν με τις κραυγές τους
απ’ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι’ αυτό πολλές φορές σιωπώντας
κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς

Πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το πανέμορφο αυτό τραγούδι βρήκα εδώ.
 
Top