Μη μου πείτε ότι δεν σας τυραννά εσάς αυτή η λέξη καμιά φορά. Ή όλες τις φορές. Μεταφέρω τι έχω αποδώ κι αποκεί και προσθέστε κι εσείς καμιά ιδέα.
Από Longman:
sophisticated
1. having a lot of experience of life, and good judgment about socially important things such as art, fashion etc: a sophisticated, witty American | Clarissa's hair was swept up into a sophisticated style. = σοφιστικέ, καλλιεργημένος, με πείρα του κόσμου, περπατημένος | εκλεπτυσμένος, ραφινάτος | κομψός.
2. a sophisticated machine, system, method etc is very well designed and very advanced, and often works in a complicated way: sophisticated software | a highly sophisticated weapons system = υπερσύγχρονος, εξελιγμένος, περίπλοκος.
3. having a lot of knowledge and experience of difficult or complicated subjects and therefore able to understand them well: British voters have become much more sophisticated. (από Macmillan) | Consumers are getting more sophisticated and more demanding. | Ten-year-olds can have a highly sophisticated grasp of morality. = έμπειρος, υποψιασμένος, απαιτητικός.
Δεν έβαλα το «εξεζητημένος», αν και ίσως ταράζει σε κάποιες αρνητικές σημασίες. Έριξα πολλές ιδέες, αλλά πάντα έχω την αίσθηση ότι η ελληνική απόδοση δεν έχει κάτι που έχει το sophisticated.
Από Longman:
sophisticated
1. having a lot of experience of life, and good judgment about socially important things such as art, fashion etc: a sophisticated, witty American | Clarissa's hair was swept up into a sophisticated style. = σοφιστικέ, καλλιεργημένος, με πείρα του κόσμου, περπατημένος | εκλεπτυσμένος, ραφινάτος | κομψός.
2. a sophisticated machine, system, method etc is very well designed and very advanced, and often works in a complicated way: sophisticated software | a highly sophisticated weapons system = υπερσύγχρονος, εξελιγμένος, περίπλοκος.
3. having a lot of knowledge and experience of difficult or complicated subjects and therefore able to understand them well: British voters have become much more sophisticated. (από Macmillan) | Consumers are getting more sophisticated and more demanding. | Ten-year-olds can have a highly sophisticated grasp of morality. = έμπειρος, υποψιασμένος, απαιτητικός.
Δεν έβαλα το «εξεζητημένος», αν και ίσως ταράζει σε κάποιες αρνητικές σημασίες. Έριξα πολλές ιδέες, αλλά πάντα έχω την αίσθηση ότι η ελληνική απόδοση δεν έχει κάτι που έχει το sophisticated.