metafrasi banner

false friends, faux amis, ψευδόφιλες μονάδες, ψευδόφιλες λέξεις, ψευτοφίλες

Zazula

Administrator
Staff member
Η επωνυμία "εταιρική ονομασία, φίρμα" δεν είναι eponymy.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ο cinematographer στα ελληνικά δεν αποδίδεται "κινηματογραφιστής". Μπορεί να αποδοθεί ως οπερατέρ ή διευθυντής φωτογραφίας. Το αν είναι συνώνυμες αυτές οι λέξεις αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ εκείνων που χρησιμοποιούν τον όρο cinematographer.

Κινηματογραφιστής ο [kinimatoγrafistís] θηλ. κινηματογραφίστρια [kinimatoγrafístria] : αυτός που ασχολείται με το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών, ιδίως σκηνοθέτης του κινηματογράφου.

Cinematographer = A photographer who operates a movie camera. Synonyms: cameraman, camera operator.

A cinematographer is one photographing with a motion picture camera (the art and science of which is known as cinematography). The title is generally equivalent to director of photography (DP), used to designate a chief over the camera and lighting crews working on a film, responsible for achieving artistic and technical decisions related to the image. The term cinematographer has been a point of contention for some time now; some professionals insist that it only applies when the director of photography and camera operator are the same person, although this is far from being uniformly the case. To most, cinematographer and director of photography are interchangeable terms.

The English system of camera department hierarchy sometimes firmly separates the duties of the director of photography from that of the camera operator to the point that the DP often has no say whatsoever over more purely operating-based visual elements such as framing. In this case, the DP is often credited as a lighting cameraperson. This system means that the director consults the lighting cameraman for lighting and filtration and the operator for framing and lens choices.

In the American system, which is more widely adopted, the rest of the camera department is subordinate to the DP, who, along with the director, has the final word on all decisions related to both lighting and framing.
 

agenis

New member
παλινδρομικός και palindromic. Tο ελληνικό αναφέρεται στην κίνηση του πιστονιού ή του πριονιού (μπρος πίσω). Το αγγλικό σε λέξεις-φράσεις που διαβάζονται και ανάποδα (καρκινικές)
 

sadebeg

New member
Βάζουμε κι από άλλες γλώσσες;
agrio στα ισπανικά είναι το ξινό, όχι το άγριο, profan στα γερμανικά (και profane στα αγγλικά) το βέβηλο, όχι το προφανές.

Στα γαλλικά profane θα λέγαμε το λαϊκό σε αντιδιαστολή με το ιερό ή τον μη μυημένο (http://www.cnrtl.fr/lexicographie/profane)
 
Last edited by a moderator:
Μπορεί να αποδοθεί ως οπερατέρ ή διευθυντής φωτογραφίας. Το αν είναι συνώνυμες αυτές οι λέξεις αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας

Παλιότερα, στην Ελλάδα και αλλού, ο οπερατέρ (αυτός που χειριζόταν την κάμερα) και ο διευθυντής φωτογραφίας (αυτός που ήταν υπεύθυνος για το φωτισμό της σκηνής, ηθοποιών κλπ και για το σύνολο της φωτογραφίας) ήταν το ίδιο πρόσωπο. Τις τελευταίες δεκαετίες, ίσως και λόγω Χόλυγουντ, ανάγκης εξειδίκευσης κλπ. αυτοί οι ρόλοι έχουν διαχωριστεί.
 

nickel

Administrator
Staff member
Άλλο epitaph (επιτύμβιο [επίγραμμα]) και άλλο επιτάφιος.
Περισσότερα εδώ.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Το peripatetic είναι περιπατητικός μόνο όταν αναφέρεται στον Περίπατο (τη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλη) και την περιπατητική φιλοσοφία. Διαφορετικά, σημαίνει αυτόν που κινείται από τόπο σε τόπο, τον μετακινούμενο, τον περιοδεύοντα (από Magenta, εδώ). Παράδειγμα: peripatetic teacher μετακινούμενος διδάσκαλος.

Από το OED:

peripatetic, a. and n. (pɛrɪpəˈtɛtɪk)
[a. F. péripatétique (in 14th c. pery-, Hatz.-Darm.), ad. L. peripatēticus belonging to the peripatetic philosophy, a. Gr. περιπατητικός given to walking about, f. περιπατητ-ής one who walks about, f. περί about, around + πατεῖν to tread, to walk; in reference to the custom of Aristotle, who taught while walking in a περίπατος or place for walking in the Lyceum at Athens.]
A.A adj.

2 Walking about or from place to place in connexion with some occupation or calling; itinerant.
   Often humorous, with a glance at sense.

1642 Howell For. Trav. (Arb.) 13 Peregrination‥may be not improperly called a moving Academy or the true Peripatetique Schoole. 1662 S. P. Acc. Latitude Men 15 A certain Peripatetick Artificer‥came that way, who under⁓took to mend it. 1768 Sterne Sent. Journ. 13. 1812 L. Hunt in Examiner 11 May 301/2 A persecuted and peripatetic lady. 1831 Carlyle Sart. Res. ii. viii, His Peripatetic habits, favourable to Meditation. 1899 Allbutt's Syst. Med. VII. 258 Peripatetic mountebanks used‥to include a goat among their stage properties.

Από τον Guardian:
It is his [e.g. George Papandreou's] peripatetic childhood – he was raised in the US, Sweden, Canada and the UK – that has, say friends, given him the distance to look at Greece with a detachment that is rare among his bickering Balkan compatriots. Also a fluent Swedish speaker, Papandreou has publicly said he would like nothing more than to see his country become the Denmark of the south.

Ευχαριστώ για την πάσα, τα καλούδια, και την έμπνευση από εδώ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ίσως και το νομαδικός σε μερικές περιπτώσεις. Όσο για το peripatetic childhood, «παιδικά χρόνια με συνεχείς μετακινήσεις».
 
Πόσο δύστροπες (στη μετάφραση) μπορούν να είναι μερικές λέξεις Ελληνικής προέλευσης στα Αγγλικά:

panoply
1. A splendid or striking array: a panoply of colorful flags.
2. Ceremonial attire with all accessories: a portrait of the general in full panoply.
3. Something that covers and protects: a porcupine's panoply of quills.
4. The complete arms and armor of a warrior.

http://www.thefreedictionary.com/panoply
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Το toned body δεν μεταφράζεται "τονισμένο σώμα", αλλά σφιχτό, σφριγηλό σώμα. Εξάλλου, υπάρχει και στα ελληνικά ο μυϊκός τόνος. Τώρα τελευταία, το βλέπω συνέχεια στα infomercials για όργανα γυμναστικής.
Tone (Physiology)

  1. The normal state of elastic tension or partial contraction in resting muscles.
  2. Normal firmness of a tissue or an organ.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Χεχε, εκεί που δεν μπορώ να κατηγορήσω τους οπαδούς τού πολυτονικού, είναι στον μυϊκό τόνο... :D
 

Katsik35

Member
paragon

Και μερικές άλλες ψευδόφιλες λέξεις:
Στα αγγλικά, ο paragon δεν είναι ο παράγοντας αλλά το υπόδειγμα, ο τύπος.
Στα γαλλικά, η péripatétienne δεν είναι η οπαδός της περιπατητικής σχολής αλλά η πόρνη (που ασκεί το επάγγελμά της περπατώντας), ενώ ο proxénète δεν είναι ο προξενητής αλλά ο μαστροπός (η εννοιολογική διαφορά δεν είναι τεράστια).
Τέλος, στα ολλανδικά, η apotheek δεν είναι η αποθήκη αλλά το φαρμακείο.
 

nickel

Administrator
Staff member
Τέλος, στα ολλανδικά, η apotheek δεν είναι η αποθήκη αλλά το φαρμακείο.
Σωστός / Σωστή! Και το αγγλικό apothecary (ξεπερασμένο πια) ο φαρμακοποιός και όχι ο αποθηκάριος.
Επίσης: apothecaries' system of weights, τα φαρμακευτικά σταθμά.

Το σχετικό απόσπασμα από το OED:
apothecary 2. spec. The earlier name for: One who prepared and sold drugs for medicinal purposes—the business now (since about 1800) conducted by a druggist or pharmaceutical chemist. From about 1700 apothecaries gradually took a place as general medical practitioners, and the modern apothecary holds this status legally, by examination and licence of the Apothecaries' Company; but in popular usage the term is archaic.
 
Το αποθήκη επίσης έχει γεννήσει
Bodega, Danish term for a small local bar
Bodega, Spanish term for a winery
Bodega, a name for a stockroom in the Philippines
καi boutique
 
Το pathetic δεν σημαίνει παθητικός, όπως κατ' επανάληψη το έχω δει σε υπότιτλους.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Parochial

  • Of, relating to, supported by, or located in a parish.
  • Of or relating to parochial schools.
  • Narrowly restricted in scope or outlook; provincial: parochial attitudes.
[Middle English, from Old French, from Late Latin parochiālis, from parochia, diocese. See parish.]

Καμιά σχέση με τις σύγχρονες ελληνικές λέξεις παρέχω, παροχή, παροχέτευση ή συναφείς λέξεις. Αν υπάρχει ετυμολογική σχέση, δεν το γνωρίζω οπότε ας με φωτίσει κάποιος άλλος.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Καμιά σχέση με τις σύγχρονες ελληνικές λέξεις παρέχω, παροχή, παροχέτευση ή συναφείς λέξεις. Αν υπάρχει ετυμολογική σχέση, δεν το γνωρίζω οπότε ας με φωτίσει κάποιος άλλος.
Πάλι από τα ελληνικά (μέσω μακράς διαδρομής), αλλά όχι από το παρέχω — από το πάροικος > παροικία > parochia.
 
Top