Ευκαιρία να προσθέσω εδώ το πλαίσιο από το ΛΝΕΓ, λήμμα
κληρικός:
Με τον όρο «κληρικοί» νοείται το σύνολο τού ανώτερου και τού κατώτερου κλήρου. Στον ανώτερο συγκαταλέγονται οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι, οι οποίοι αναλαμβάνουν με χειροτονία το έργο τής τελέσεως των μυστηρίων και τής ποιμάνσεως. Στον κατώτερο κλήρο, ανήκουν οι αναγνώστες, οι υποδιάκονοι, οι ψάλτες και οι κατηχητές, που χειροθετούνται έξω από το Άγιο Βήμα. Με τον ανώτερο κλήρο συνδέονται οι τρεις βαθμοί τής ιεροσύνης. Αυτοί κλιμακώνονται από τον κατώτερο προς τον ανώτερο ως εξής: διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος. Ειδικότερα, ο διάκονος (λαϊκ. διάκος) μπορεί κατά τη διάρκεια τής υπηρεσίας του να φέρει τον τίτλο τού αρχιδιακόνου (ο πρώτος τη τάξει διάκονος, που είθισται να ακολουθεί τον μητροπολίτη) και προσφωνείται Ευλαβέστατος ή Ιερολογιότατος (εφόσον διαθέτει πανεπιστημιακή μόρφωση). Ο πρεσβύτερος (ιερέας, λαϊκ. παππάς) φέρει διαφόρους τίτλους ανάλογα με το αν είναι έγγαμος ή άγαμος· αν είναι έγγαμος, μπορεί να φέρει τον τίτλο τού πρωτοπρεσβύτερου (πρώτος ανάμεσα στους πρεσβυτέρους, που φέρει σταυρό και επιγονάτιο) ή τού οικονόμου (που φέρει επιγονάτιο). Προσφωνείται Αιδεσιμότατος ή, αν έχει πανεπιστημιακή μόρφωση, Aιδεσιμολογιότατος. Στην περίπτωση που ο πρεσβύτερος είναι άγαμος, μπορεί να φέρει τον τίτλο τού αρχιμανδρίτη. Επιπλέον, ο λόγιος (με πανεπιστημιακή μόρφωση) αρχιμανδρίτης προσφωνείται Πανοσιολογιότατος, ενώ ο αρχιμανδρίτης απλώς Πανοσιότατος. Οι επίσκοποι (τρίτος βαθμός) μπορεί να είναι: (α) βοηθοί επίσκοποι, που τελούν υπό τον μητροπολίτη, τον αρχιεπίσκοπο ή τον πατριάρχη και προσφωνούνται Θεοφιλέστατοι· (β) αρχιεπίσκοποι, αρχηγοί αυτοκέφαλης ή μη Εκκλησίας· στην πρώτη περίπτωση (αυτοκέφαλης Εκκλησίας) προσφωνούνται Μακαριότατοι, ενώ στη δεύτερη (μη αυτοκέφαλης Εκκλησίας) Σεβασμιότατοι· γ) μητροπολίτες, που ποιμαίνουν τους πιστούς μιας επαρχίας, διαθέτουν διοικητική εξουσία και προσφωνούνται Σεβασμιότατοι (λαϊκ. δεσπότες) και μητροπολίτες τιτουλάριοι (χωρίς επαρχία, δηλ. μητρόπολη που υπήρχε παλιότερα αλλά καταργήθηκε), που προσφωνούνταν παλαιότερα Πανιερότατοι και τώρα Θεοφιλέστατοι· (δ) πατριάρχες: ο Οικουμενικός (Κων/πόλεως και Νέας Ρώμης), που προσφωνείται Παναγιότατος, και οι λοιποί που προσφωνούνται Mακαριότατοι. Ειδικότερα, οι προκαθήμενοι των τεσσάρων πρεσβυγενών (των πρώτων που ιδρύθηκαν) πατριαρχείων (Κων/πόλεως, Aλεξανδρείας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων) προσαγορεύονται και Θειότατοι (ο Αλεξανδρείας και Πάπας).
Οι ιερομόναχοι (μοναχοί που έχουν χειροτονηθεί ιερείς) και μοναχοί προσφωνούνται Οσιότατοι και οι λόγιοι ιερομόναχοι και μοναχοί Οσιολογιότατοι.