Να αναφέρω και μερικά ακόμα σημεία βασισμένα στις ίδιες σελίδες της
νέας σχολικής γραμματικής:
Στη νέα ελληνική ισχύει ο νόμος της τρισυλλαβίας, δηλαδή όλες οι λέξεις τονίζονται σε μια από τις τρεις τελευταίες συλλαβές, π.χ.
πουκάμισο. Η έγκλιση τόνου (δηλ. η ανάπτυξη δεύτερου τόνου) παρουσιάζεται και περιπτώσεις όπως:
Ο δάσκαλός μου. Κάλεσέ την. Γράψε μού το (όταν ένα ρήμα σε προστακτική τονίζεται στην παραλήγουσα και ακολουθείται από δύο αδύνατους τύπους αντωνυμιών).
Υπήρχε παλιότερα (τότε που εφαρμοζόταν ανεπίσημα το μονοτονικό) το ανέβασμα του τόνου σε περιπτώσεις αφαίρεσης όπως:
τό ’χω, μού ’φερε, θά ’πρεπε. Από τον καιρό της επίσημης εφαρμογής του μονοτονικού, σταματήσαμε να γράφουμε τον τόνο, και την τρισυλλαβία την ακούμε αλλά δεν τη βλέπουμε — με εξαίρεση τους «παραβάτες» που γράφουν
θάπρεπε κ.τ.ό.
Η περίπτωση με το «’ρθεις» είναι λίγο γελοία. Η γραμματική λέει στην παλιά έκδοση:
θα τού ’ρθει – θα του ’ρθει (πόσο πιθανό είναι να δείτε «θα του ’ρθει» και να διαβάσετε [θaturθí];), τώρα βελτίωσε το παράδειγμα σε: «
θά ’ρθω (προφέρουμε δυνατότερα το
θά),
θά ’ρθεις, αλλά
θα ’ρθεις (προφέρουμε δυνατότερα το
'ρθεις)».
Όχι, Αλεξάνδρα, χωρίς τόνο, με το σκεπτικό ότι δεν υπάρχει «ερθείς».
Το ποίημα του Κώστα Ουράνη
Η αγάπη τέλειωνε με τον στίχο:
ἂν εἶναι νά ’ρθει, θὲ νὰ ’ρθεῖ — ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.
Φαντάζομαι ότι το διαβάζουμε: [aníne nárθi θènarθí]
Σύμφωνα με τη σχολική γραμματική, πρέπει να γράψουμε:
αν είναι νά ’ρθει, θε να ’ρθει — αλλιώς θα προσπεράσει
Στο λήμμα
έρχομαι, στο ΛΝΕΓ γράφει:
αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί — αλλιώς θα προσπεράσει
Στο ΛΚΝ:
αν είναι νά ’ρθει, θενά ’ρθει (αλλιώς θα προσπεράσει)
Ή ο Ουράνης ή το ΛΝΕΓ ή το ΛΚΝ ή εγώ — κάποιος δεν το διαβάζει σωστά!
Η λογική θα έλεγε:
Αν είναι νά ’ρθει, θε να ’ρθεί
Και ο Σαραντάκος θα έγραφε:
Αν είναι νάρθει, θε ναρθεί.