Ίσως σταματούν σε μικρό βάθος την ετυμολόγηση
Στα (καλά) λεξικά το βάθος της ετυμολόγησης είναι συνήθως ικανοποιητικό. Αυτά που αλλάζουν είναι τα φίλτρα της κάθε μέτρησης. Στην ιστορία της αγγλικής, για παράδειγμα, ενδιαφέρει με ποιο κύμα ήρθε μια λέξη στη γλώσσα. Δεν ξέρουμε, αν δεν έχουμε πλήρη εξήγηση, πώς μέτρησαν τις λέξεις του Shorter, π.χ. το alabaster [a. OFr. alabastre (mod.Fr. albâtre), ad. L. alabaster, -trum, a. Gr. αλάβαστρος, prop. αλάβαστος]. Επίσης, στο επίτομο Encarta: [14th century. Via Old French < Greek alabastros] και στο επίσης επίτομο ODE: [late Middle English: via Old French from Latin alabaster, alabastrum, from Greek alabastos, alabastros].
Έχει σημασία, πάντως, ότι στο OED των «615,164 words defined» (και όχι των «over 600,000 definitions», όπως λέει το άρθρο της Wikipedia — υπάρχει διαφορά), αν ζητήσεις Greek στο Etymology search, παίρνεις 18.675 ετυμολογίες όπου αναφέρεται [και] η λέξη Greek [Gk.] (χωρίς να είναι πάντα σε μια ευθεία διαδρομή στη ιστορία μιας λέξης). Για παράδειγμα, αυτές περιλαμβάνουν το alabaster ή το bishop, αλλά και το algorithm, που δεν είναι ελληνική λέξη, απλώς η παραφθορά της σε –ithm οφείλεται στην ελληνική λέξη αριθμός.
Από την άλλη, στις παραπάνω δεν περιλαμβάνεται το odour, διότι δεν υπάρχει όζω στην ιστορία της λέξης στο OED. Σταματάει στο λατινικό odor-em. Και εδώ ακριβώς γίνονται οι μεγάλες λαθροχειρίες και οι μεγάλοι καβγάδες. Τα λεξικά που αναφέρουμε συχνά στη Λεξιλογία (το OED, του Παπύρου, το ΛΝΕΓ, το ΛΚΝ) ετυμολογούν σύμφωνα με τη θεωρία για τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Θεωρούν δηλαδή ότι υπάρχει μια κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα *od, από την οποία προήλθε το ελληνικό όζω και το λατινικό odor. Π.χ. στο ΛΝΕΓ: ΕΤΥΜ. < αρχ. όζω / όσδω (δωρ.) < *όδ-jω < Ι.Ε. *od- «μυρίζω. αναδίδω οσμή», πβ. λατ. odor «οσμή» (> γαλλ. odeur) κ.ά.
Γράφει ο Κωνσταντινίδης: «Την ετυμολογία αυτών των λέξεων, τη διασταύρωσα με το ετυμολογικό λεξικό της Λατινικής των Lewis & Short της Οξφόρδης». Στο συγκεκριμένο λεξικό του 1879 γράφει στο odor: root od-; Gr. όζω, όδωδα, οδμή; whence oleo, olfacio. Στο σημερινό Oxford Latin Dictionary (του 1968) γράφει: *odeo […] cf. Gk. όζω, οσμή. Αυτό το cf., ίδιο με το πβ. του ΛΝΕΓ, δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε με συγγενείς λέξεις.
Θέλω, λοιπόν, να δω τι κάνει ο Κωνσταντινίδης στις μετρήσεις του. Παρασύρθηκε από τους Lewis & Short και μέτρησε το odour στις ελληνικές λέξεις; Μήπως και το mother; Γιατί στην ετυμολογία του mother στο OED υπάρχει και το Gk. μήτηρ (και μετράει στις 18.675), αλλά αναφέρεται σαν συγγενής λέξη (cognate), βέβαια. Το αγγλικό mother έχει τευτονική προέλευση, το γαλλικό mère από το λατινικό mater, ενώ το τευτονικό, το λατινικό και το ελληνικό μήτηρ όλα έχουν κοινή ΙΕ ρίζα.
Αν λοιπόν κάποιος οφείλει, για να ικανοποιήσει το ιδεολόγημά του, να απορρίψει τη θεωρία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, θα καταλήξει σε εντελώς διαφορετικά νούμερα. Ελπίζω να μην έκανε όλον αυτό τον κόπο ο Κωνσταντινίδης με ανορθόδοξα κριτήρια, γιατί μεθαύριο θα βρίσκουμε τις μετρήσεις του σε νέα λερναία και σε νέες διαλέξεις στην Ακαδημία.
Αντιλαμβάνεσαι, ελπίζω, Φαροφύλακα, γιατί δεν θέλω να εμπλακώ σε συζητήσεις που έχουν γίνει και ξαναγίνει, πάντα με καλύτερη έκβαση το «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε». Όταν ο άλλος απορρίπτει τη θεωρία των ΙΕ γλωσσών, είναι ο ένας στην ανατολή και ο άλλος στη δύση (αντίστροφα, μάλλον) και δεν πρόκειται να συναντηθούν.
Αυτά για τώρα. Η απάντησή μου, «τα λατινικά νικάνε», αν είπα κάπου ότι είναι πρόχειρη, θα το είπα μόνο με τη σημασία ότι την έχω εδώ μπροστά μου, στο τσεπάκι μου. Όχι με τη σημασία ότι είναι αβασάνιστη ή ατεκμηρίωτη. Αντιθέτως, βασίζεται σε μερικές δεκάδες βιβλία για τις γλώσσες που έχω διαβάσει και όπου πουθενά δεν έτυχε να διαβάσω ότι τα ελληνικά «νικάνε» τα λατινικά. Και για να γίνω πιο προκλητικός, να προσθέσω μια φράση στις φράσεις του «γηπέδου»: Latin, the world’s most successful language.