Μερικές συνεκδοχικές σκέψεις από μένα (άλλες με εύλογη κι άλλες με φειδωλή δόση επιφύλαξης, μιας κι όπως έχω μαλλιάσει να λέω, ειδικός δεν είμαι):
Γενικά, το data pooling θα το έλεγα «συγκέντρωση δεδομένων».
In reverse, όμως, θαρρώ ότι υπάρχει πολύς κόσμος που λέει
συγκέντρωση (δεδομένων και όχι μόνο) και την εννοεί ως συνώνυμο της απλής
συλλογής, ήτοι
collection... Τώρα στη μετά GDPR εποχή, μπορεί οι αποδόσεις να τυποποιούνται σιγά-σιγά, και το
collection=συλλογή να αποτελεί πια τρόπον τινά τυφλοσούρτη, όμως η μερική έστω ταυτοσημία μεταξύ
συγκέντρωσης και
συλλογής, έχω την αίσθηση ότι προϋπήρχε ιστορικά (αν και δεν έχω ούτε στοιχεία, ούτε παραπομπές να δώσω)...
Με άλλα λόγια, να το πω κι έτσι, αναρωτιέμαι: Όταν μας προέκυψε το
pooling, και κατ' επέκταση η ανάγκη να το μεταφράσουμε, η
συγκέντρωση (στοιχείων έστω, αν όχι δεδομένων) δεν υπήρχε ήδη;
Κάπου στο ίντερνετ διαβάζω:
In statistics, “pooling” describes the practice of gathering together small sets of data that are assumed to have the same value of a characteristic.
Προσωπικά, μια χαρά μου ακούγεται η
συνάθροιση (και η
συναθροισιμότητα για το
poolablity).
Το
aggregation δεν θα μπορούσαμε να το πούμε
[συσ]σώρευση (και
[συσ]σωρευσιμότητα το
aggrega[ta]bility, αν υπάρχει);
Ακόμα πάντως κι αν εμμείνουμε στη
συγκέντρωση, θα πρέπει, πιστεύω, να πούμε
συγκεντρωσιμότητα, που λέει κι ο Skol, και όχι
συγκεντρωτικότητα, που λέει η διπλωματική. Δεν μπορούμε απλά να βάζουμε μια
-ότητα στη θέση κάθε
-bility, έτσι αδιακρίτως.
(Τώρα τι έκανα, άραγε; Είπα το προφανές, ή έθιξα τον ελέφαντα στο δωμάτιο; Όπως και να 'χει, εγώ θα πω τα όσα σκαμπάζω, κι αν κάπου λαθεύω, διαφωτίστε με:)
Το ελληνικό επίθημα
-ότητα, σ' όποιο, που λέει ο λόγος, επίθετο (ή ακόμα και ουσιαστικό) κι αν το φορέσουμε, δίνει ουσιαστικό που λεξικογραφείται (κατά κανόνα) ως η ιδιότητα του χαρακτηριζόμενου από το εν λόγω επίθετο (ή πρωταρχικό ουσιαστικό).
Ορίστε και το σχετικό λήμμα του ΛΚΝ:
-ότητα [ótita] & -ύτητα [ítita] ανάλογα με το χαρακτήρα του θέματος της πρωτότυπης λέξης : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών. 1. (συνήθ. από επίθ.) δηλώνει ιδιότητα ή κατάσταση ανάλογη με αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: α. από επίθετα σε -ος / -ός: (αρμόδιος) αρμοδιότητα, (ηλίθιος) ηλιθιότητα, (εγκάρδιος) εγκαρδιότητα, (λιτός) λιτότητα, (σφαιρικός) σφαιρικότητα, (σφριγηλός) σφριγηλότητα. β. από επίθετα σε -ικός -ική -ικό: (αγγελικός) αγγελικότητα, (δουλικός) δουλικότητα, (ελληνικός) ελληνικότητα, (πνευματικός) πνευματικότητα, (σατανικός) σατανικότητα. γ. από επίθετα σε -ύς -εία -ύ: (βραδύς) βραδύτητα, (γλυκύς) γλυκύτητα, (δριμύς) δριμύτητα, (ταχύς) ταχύτητα. || από επίθετα σε -ύς -ιά -ύ: (βαθύς) βαθύτητα. δ. από ουσιαστι κά που συνήθ. δηλώνουν ιδιότητα: (θεός) θεότητα, (μητέρα) μητρότητα, (πατέρας) πατρότητα, (ποιόν) ποιότητα, (ποσόν) ποσότητα. 2. (από ουσιαστικά) δηλώνει σύνολο προσώπων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (άνθρωπος) ανθρωπότητα.
Το αγγλικό
-bility, απ' την άλλη, φοριέται σε ουσιαστικά που ήδη καταλήγουν σε
-ble και που (με κάποιες εξαιρέσεις τύπου
responsible ξερωγώ –πόσο μάλλον
noble– οι οποίες αλίμονο αν δεν υπήρχαν) δηλώνουν τον
ικανό να... (βλ. ενδεικτικά
compatibility, flexibility, readability). Ή, λοιπόν, θα μας έχουν κάνει a priori το χατίρι τα ελληνικά να διαθέτουν κάνα τσίλικο ουσιαστικό με πολλά κιλά ιστορίας, όπως καλή ώρα η
ευελιξία [flexibility] (που πιθανολογώ πως αν κάτσουμε και μελετήσουμε τις εν λόγω περιπτώσεις, θα αναδειχθεί σε αφανή ήρωα πίσω από το όποιο διαπιστωθέν versatility της γλώσσας μας το πρόθημα
ευ-), ή θα καταφύγουμε στις
-ότητες. Αν όμως, φτάσει ως εκεί το πράγμα, οφείλουμε θαρρώ να περιορίσουμε, σε βαθμό αντίστοιχο με ό,τι συμβαίνει στα αγγλικά, το «δημογραφικό» των λέξεων στις οποίες θα φορέσουμε –δυνητικά– αυτό το μια χαρά εύχρηστο κατά τ' άλλα επίθημα. Που σημαίνει ότι απ' όλες τις υποπεριπτώσεις που απαριθμεί το ΛΚΝ, αποκλείουμε τις 1β, 1γ, 1δ και 2. Και από την 1α (επίθετα σε
-ος/-ός), κρατάμε σε πρώτο χρόνο μόνο τα σε
-τός και σε
-σιμος, αυτά δηλαδή που κατά προσομοίωση των αγγλικών επιθέτων σε
-ble, δηλώνουν επίσης τον
ικανό για... : συμβατότητα, γιατί
συμβατός=compatible, και
αναγνωσιμότητα, γιατί
αναγνώσιμος=readable.
Συγκεντρωσιμότητα, λοιπόν, γιατί συγκεντρώσιμος=poolable, και όχι συγκεντρωτικότητα, γιατί συγκεντρωτικός=...pooled?
Με γεια μου κιόλας την τζίφρα: