SBE
¥
κουτοπόνηρος -η -ο [kutopóniros] Ε5 : άνθρωπος κουτός, που, επειδή σκέφτεται με ιδιοτέλεια και πονηριά, πιστεύει ότι είναι πιο έξυπνος από τους άλλους και ικανός να τους ξεγελάσει.
Προσπαθώ να εξηγήσω σε αγγλόφωνους το να νομίζει κανείς ότι μπορεί να ξεγελάσει τους άλλους, αλλά να τον παίρνουν χαμπάρι ή να μην τα καταφέρνει. Και έχω κολλήσει, γιατί δεν μπορώ να βρω τη σωστή λέξη (αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κουτοπονηριά στους αγγλόφωνους).
Έχω βυθιστεί στα λεξικά ψάχνοντας να βρω διαφορές μεταξύ των 20-30 λέξεων που σημαίνουν πονηρός και έχω πελαγώσει.
Καμιά ιδέα;
Cunning και wily είναι ο πονηρός (ο Wile E Coyote μπορεί να είναι ο ορισμός του κουτοπόνηρου, αλλά δεν με βοηθάει).
Προσπαθώ να εξηγήσω σε αγγλόφωνους το να νομίζει κανείς ότι μπορεί να ξεγελάσει τους άλλους, αλλά να τον παίρνουν χαμπάρι ή να μην τα καταφέρνει. Και έχω κολλήσει, γιατί δεν μπορώ να βρω τη σωστή λέξη (αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κουτοπονηριά στους αγγλόφωνους).
Έχω βυθιστεί στα λεξικά ψάχνοντας να βρω διαφορές μεταξύ των 20-30 λέξεων που σημαίνουν πονηρός και έχω πελαγώσει.
Καμιά ιδέα;
Cunning και wily είναι ο πονηρός (ο Wile E Coyote μπορεί να είναι ο ορισμός του κουτοπόνηρου, αλλά δεν με βοηθάει).