σπονδή > libation, truce, treaty
σπονδή η [sponδí]
Ο29 : ιερή, επίσημη τελετή των αρχαίων Ελλήνων, κατά την οποία έχυναν κάποιο υγρό, κρασί, μέλι κτλ. εκεί όπου τελούνταν θυσία, δηλαδή στην πυρά, στη γη, στη θάλασσα, για εξιλέωση, παράκληση, επικύρωση συνθήκης κτλ. || (πληθ.) επίσημη συνθήκη ειρήνης ή ανακωχής. ΦΡ ~
στο Bάκχο, η οινοποσία.
[λόγ. < αρχ.
σπονδή]
www.greek-language.gr
Spondee > σπονδείος
A
spondee (
Latin:
spondeus) is a
metrical foot consisting of two long syllables, as determined by
syllable weight in classical meters, or two
stressed syllables in modern meters.
[1] The word comes from the
Greek σπονδή,
spondḗ, "
libation".
en.wikipedia.org