Προσπαθώ να βρω την κατάλληλη λέξη για να μεταφράσω το spectatorship με τη σημασία του (the state of being a spectator) στην ελληνική, συγκεκριμένα, όπως χρησιμοποιείτε σε έρευνες και κείμενα συνδεδεμένα με τον χώρο της τέχνης, της αισθητικής και των μουσείων. Από μια μικρή έρευνα που έκανα, μερικοί το μεταφράζουν σαν «θεαματικότης/τητα» ή σαν «δημόσια θέαση», ωστόσο αυτές οι μεταφράσεις μου φαίνονται να έχουνε περισσότερη σχέση με το θέαμα παρά με την ιδιότητα του να είναι κανείς θεατής.
Στα ισπανικά από όσο είδα το μεταφράσανε δια μέσο του νεολογισμού espectaduría, βάζω το παράδειγμα γιατί νομίζω ότι θα πρέπει να φτιαχτεί μια καινούργια λέξη για τη συγκεκριμένη έννοια αν δεν υπάρχει ήδη και δεν τη γνωρίζω.
Αν κάποιος η κάποια γνωρίζει κάτι περί του θέματος θα ήμουν ευγνώμων, ευχαριστώ εκ των προτέρων.
Στα ισπανικά από όσο είδα το μεταφράσανε δια μέσο του νεολογισμού espectaduría, βάζω το παράδειγμα γιατί νομίζω ότι θα πρέπει να φτιαχτεί μια καινούργια λέξη για τη συγκεκριμένη έννοια αν δεν υπάρχει ήδη και δεν τη γνωρίζω.
Αν κάποιος η κάποια γνωρίζει κάτι περί του θέματος θα ήμουν ευγνώμων, ευχαριστώ εκ των προτέρων.