Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα κάποιου ακαδημαϊκού επικεντρώνονται στην history of playgoing. Πώς θα το αποδίδατε; Σκέφτηκα "ιστορία της θεατροφιλίας", αλλά δεν μου αρέσει, μου φαίνεται σαν να φέρει κάποια ειρωνεία, κάτι αρνητικό.
Η θεατροφιλία δεν έχει ούτε και στα δικά μου τα αυτιά αρνητική-ειρωνική συνυποδήλωση.
Θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις και λεξιπλασίες. Μου αρέσει π.χ. η θεατροθέαση.
Could have the same meaning as "the history of going to theatre/plays?"
Possibly from the point of view of the "theatre goer" - their experience and what theatre meant to them over the years and maybe how the ritual (of going to plays) itself evolved etc?
Yes, exactly, and this is what "θεατρόφιλος" means:
θεατρόφιλος -η -ο [θeatrófilos] Ε5: (για πρόσ.) που αγαπάει το θέατρο και πηγαίνει συχνά σε θεατρικές παραστάσεις: Tο θεατρόφιλο κοινό. || (ως ουσ.) ο θεατρόφιλος: H ματαίωση των παραστάσεων απογοήτευσε τους θεατρόφιλους.