Μέρες που είναι κατέβασα απο το ράφι μου μια έκδοση των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη απο τις εκδόσεις “Άγκυρα”. Η έκδοση αυτή για όσους δεν την έχετε δει, περιλαμβάνει στην αριστερή σελίδα το πρωτότυπο και στην δεξιά την μετάφρασή της (η Καίτη Χιωτέλλη την ονομάζει “απλούστερη γλώσσα”). Χωρίς ντροπή και τύψεις θα ομολογήσω ότι εξαρχής αποσκοπούσα στο να διαβάσω απευθείας το κείμενο στη νεοελληνική. Κατα τη διάρκεια όμως της ανάγνωσης παρατηρούσα σημεία τα οποία δεν θα τα χαρακτήριζες "απλούστερα".
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το κείμενο (μιλώντας πάντα για τη μεταφορά στη νέα ελληνική) περιείχε ακόμα και εκεί λέξεις σκιαθίτικες, άγνωστες, δύσκολες, αρχαΐζουσες, λέξεις οι οποίες δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μεταφράστηκαν/απλοποιήθηκαν απο τη στιγμή που μιλάμε για μεταφορά στη νέα ελληνική. Σταχυολογώ μερικά παραδείγματα απο τις δύο πρώτες ιστορίες του τόμου (“Άνθος του Γιαλού, Το Κρυφό Μανδράκι).
-γραΐδια λαδικά = φλύαρες γριούλες
-ελαφροΐσκιωτοι= αυτοί που βλέπουν φαντάσματα και στοιχειά
-φουσάτο= στράτευμα
-μούστωμα=νάρκωμα
-καλαφατίζω=επισκευάζω με γέμισμα των διάκενων ανάμεσα στα σανίδια για να μην περνάει το νερό (για πλοίο)
-μεγάλο δαιμόνιο=μεγάλο ταλέντο
-πλαστική=τέχνη κατασκευής ειδωλίων ή αγαλμάτων
-καπότα=κάπα
-να του πάρει το χνότο=να του πάρει τον αέρα (να είναι άνετος δηλαδή)
-σέμπρος=βοσκός που βόσκει σε ξένο κοπάδι
-μπονατσάρει=γαληνεύει
-φλάμπουρο=πολεμική σημαία
-ραίνει=καταβρέχει
-κολλυβογράμματα=τα στοιχειώδη γράμματα
Αναρωτιέμαι τι είδους απλούστερη γλώσσα και τι μεταφορά είναι αυτή όταν περιέχει λέξεις αυτούσιες απο το παπαδιαμαντικό κείμενο. Είμαι βέβαιος ότι ένας μέσος σημερινός άνθρωπος δεν θα γνωρίζει τις λέξεις που ανέφερα πιο πάνω. Η Καίτη Χιωτέλλη φαίνεται κράτησε αυτές τις λέξεις αμετάφραστες για να διατηρήσει ανέπαφο το παπαδιαμαντικό άρωμα του πρωτοτύπου. Εξάλλου και η ίδια στον πρόλογό της το αναφέρει:
“Πάνω απ’ όλα όμως, τα κείμενα αυτά θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο παπαδιαμαντικά, να κρατούν κάτι απο το άρωμα των γραπτών του Παπαδιαμάντη, ν’ αφήνουν μια γεύση Παπαδιαμάντη.”
Καταλαβαίνω βέβαια απόλυτα την επιλογή της αυτή. Κάποτε μια φίλη μου απο τον Καναδά (μη ελληνόφωνη και μεγαλωμένη στον Καναδά), μου είχε εκφράσει την επιθυμία της να διαβάσει την “Φόνισσα” (σε αγγλική μετάφραση εννοείται). Ήξερα όμως ότι εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να εκτιμήσει κάποια πράγματα αφού οι εικόνες ενός παλιού και παραδοσιακού ελληνικού χωριού ήταν σε αυτήν τελείως άγνωστες. Εδώ μπορώ να καταλάβω ένα αβανταζ που έχει και ένας φυσικός ομιλητής. Μπορεί κι εγώ να μην έζησα απο πρώτο χέρι την αγροτική επαρχία, αλλά έχοντας γονείς απο χωριό, Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι τα περνούσα στα χωριά των γονιών μου. Έτσι είδα έστω σε ένα βαθμό τη ζωή του χωριού. Κατανοώ λοιπόν ότι η Χιωτέλλη ήθελε με τις λέξεις αυτές να κρατήσει μια γεύση της εποχής εκείνης, μια γεύση την οποία ένας έλληνας (ακόμα και νέος άνθρωπος), θα την έχει γευτεί.
Αν όμως ήθελε ο αναγνώστης να πάρει το άρωμα του Παπαδιαμάντη, ποιό το πρόβλημα να προβεί σε μια μεταφορά (η οποία όπως θα αναφέρω και παρακάτω επικρίθηκε ούτως η άλλως) στη νέα ελληνική και να μην αφήσει το πρωτότυπο; Τότε σε τι οφείλεται η “απλούστερη” μεταφορά αν ο νέος σε ηλικία αναγνώστης δεν μπορεί να καταλάβει τη σημασία των λέξεων; Και αφού ήθελε να διατηρήσει κάποια πρωτότυπη εικόνα, γιατί τουλάχιστον να μην υπήρχε μια υποσημείωση για τις συγκεκριμένες λέξεις; Και εδώ είναι που βρίσκω και κάποια ας πούμε αντίφαση αφού η Χιωτέλλη σε κάποιες λέξεις (και αφού τις έχει μεταφέρει αυτούσια απο το πρωτότυπο κείμενο) προβαίνει σε απόδοση αυτών παρενθετικά δίπλα απο τη λέξη:
τσέργα (η βελέντζα),
γραίος (βορειοανατολικός άνεμος)
σορόκος (νοτιοανατολικός)
μαΐστρος ( βορειοδυτικός)
μαϊνάρισε (κατέβασε)
εξέπεφτε (τον έβγαζε απο την πορεία του)
κιαμέτ (μεγάλη τρικυμία)
μαγκάνιζε (βασάνιζε)
ξίδι (τσουχτερός καιρός).
Εδώ να σημειώσω πως προσωπικά δεν ήξερα τι σημαίνει ούτε η βελέντζα. Την έμαθα πρόσφατα, και αυτό τυχαία παρακολουθώντας ένα (κωμικό) βίντεο στο youtube ενώ για “κολλυβογράμματα” στο σχολείο κάναμε λόγο για να αποδώσουμε τα “άθλια” γράμματα που κάνει ο άλλος.
Μήπως λοιπόν η Χιωτέλλη θα έπρεπε να προβεί σε απόδοση στη νέα ελληνική και στις λέξεις που άφησε χωρίς να τις αποδώσει; Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε ακόμα για “γλώσσα ρέουσα και ζωντανή” όπως η ίδια αναφέρει στην εισαγωγή; Θεωρείται όντως γλώσσα ρέουσα η συγκεκριμένη μετάφραση; Παράλληλα με το βιβλίο ξαναδιάβασα το κεφάλαιο απο ένα άλλο πολύ ωραίο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη το “Ο Στεναγμός των Πενήτων” στο οποίο κάνει λόγο και για την συγκεκριμένη έκδοση. Συγκεκριμένα διαβάζουμε:
“Η μετάφραση είναι απλή, αβίαστη, χωρίς εξυπνάδες και εκζητήσεις..μια μετάφραση που δεν θέλει να πάρει τη θέση του πρωτοτύπου” (σελ. 127)
Δεν αντιλέγω σε καμία περίπτωση ότι η μετάφραση ήταν απλή αλλά κάποιες φορές μου δινόταν η εντύπωση πως η Χιωτέλλη ακολουθούσε όσο πιο πιστά γινόταν την σύνταξη του πρωτοτύπου όπου σε συνδυασμό με τη μεταφορά αυτούσιων λέξεων πίστευα ότι ουσιαστικά η μόνη διαφορά με το πρωτότυπο ήταν τα τελικά “ν” και η απουσία του πολυτονικού. Κάποιες φορές ένιωθα ότι ουσιαστικά διάβαζα ένα καθαρευουσιάνικο κείμενο. Πιστεύω ότι σε κάποια σημεία θα μπορούσε να είχε αλλάξει λίγο τη σύνταξη. Μου φαίνεται πως το όλο εγχείρημα έγινε με πολύ “φόβο” ώστε η μεταφορά να μη θεωρηθεί ασέβεια στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη κάτι που όπως διαβάζω τελικά δεν κατάφεραν να αποφύγουν αφού όπως αναφέρει ο Ζουμπουλάκης, ακόμα και η -τόσο light- απόδοση αυτή, προκάλεσε τελικά αντιδράσεις (σελ 120-υποσημείωση 2). Εν ολίγοις διαβάζοντας αυτή τη μετάφραση, δεν ένιωσα αρκετά μεγαλύτερη άνεση απο το όταν διάβαζα απο το πρωτότυπο με την έννοια ότι και στη μία αλλά και στην άλλη περίπτωση άνοιγα λεξικό σχετικά συχνά.
Τελικά ο σκοπός της έκδοσης ήταν να προσεγγίσει τα παιδιά και τους νέους (εφήβους υποθέτω), παρουσιάζοντάς τούς ένα κείμενο που να μη θυμίζει κάτι “παλαιϊκό”; Ένα κείμενο που όπως είπε και ο Ζουμπουλάκης να καλεί σε ανάγνωση και να είναι θελκτικό; Ίσως. Αν ήταν όμως έτσι, τότε γιατί δεν μετέφερε στη νέα ελληνική το νόημα τόσων παπαδιαμαντικών λέξεων και εκφράσεων; Και αν όντως απευθυνόταν και σε παιδιά, θα μπορούσε να προχωρήσει σε απόδοση λέξεων και εκφράσεων με έναν τελείως καθημερινό και οικείο τρόπο όπου θα γινόταν το κείμενο απόλυτα κατανοητό και απο τα παιδιά αλλά και απο έναν ξένο που μαθαίνει την ελληνική όπως: κοιμόταν ύπνο χορευτό (κουνίοταν στον ύπνο του), χλοερό (χορταριασμένο, ανθισμένο), κολοβός (ελλιπής), πρωτινά (παλιά, πριν καιρό), αλαλαγμό (πολεμική κραυγή), πρύμα (κατ’ ευχήν), καϊκτσής (κάτοχος καϊκιού), “δίδου σοφώ αφορμήν” (δώσε στον έξυπνο αφορμή δηλαδή πες του μια ιδέα και αμέσως θα την αξιοποιήσει) κ.α. Άλλωστε το να απευθυνθεί κανείς στο πρωτότυπο δεν θα είναι κάποια χρονοβόρα διαδικασία. Ούτε θα χρειαστεί να ψάξει σε παλιά κατάστιχα, ούτε να καταφύγει στο διαδίκτυο. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να κοιτάξει στην αριστερή σελίδα όπου ήδη βρίσκεται το πρωτότυπο.
Όπως ανέφερα και πριν, νομίζω είναι φανερός ο φόβος τυχόν παρεκτροπής και αποδοκιμασίας απο το αναγνωστικό κοινό. Εδώ ακόμα και σε αυτές τις μέρες πριν το τωρινό lockdown, είχα κατέβει στο κέντρο με φίλους για αγορά βιβλίων. Ένας φίλος απο την παρέα είχε επιλέξει απο το σπίτι του, συν τοις άλλοις, μια έκδοση που περιλάμβανε έργο του Παπαδιαμάντη αποκλειστικά σε μετάφραση. Δεν το κρύβω πως όταν το ζήτησε απο τον υπάλληλο, ανέμενα την αποδοκιμασία του για το βιβλίο. Και δεν έπεσα έξω. Ο ίδιος προσπαθούσε να τον αποτρέψει απο τη συγκεκριμένη έκδοση προτείνοντάς του μιαν άλλη έκδοση που περιλαμβάνει μόνο το πρωτότυπο. Ο φίλος μου βέβαια ήταν σταθερός στην προτίμησή του και έτσι αγόρασε αυτό που είχε προαποφασίσει. Τελικά ακόμα και σήμερα θεωρείται ταμπού να προτιμήσει ο άλλος κάποια ενδογλωσσική μετάφραση με το φόβο ότι δεν θα γίνει αποδεκτός απο τις ελιτ παρέες και θα στιγματιστεί σαν αμόρφωτος, χαζός και απαίδευτος.
Σχετικά με μια δική μου εμπειρία και συγκεκριμένα με τη “Φόνισσα”, δοκίμασα διαφορετικές εκδόσεις μέχρι να κατασταλάξω σε αυτή του “Πατάκη” η οποία έχει ένα επαρκέστατο λεξιλόγιο όπου -επιτέλους- κατάφερα να απολαύσω το έργο χωρίς να το έχω ψευτοδιαβάσει. Είχα ξεκινήσει με μια έκδοση που περιλάμβανε μόνο το πρωτότυπο χωρίς καν λεξιλόγιο. Πόσες φορές μού πιπίλησαν το μυαλό λέγοντάς μού “αυτή είναι η γλώσσα μας”, “μόνο το πρωτότυπο δείχνει την ομορφιά του Παπαδιαμάντη” κτλ. Το κείμενο πραγματικά δεν διαβαζόταν. Πλέον δεν διστάζω να ψάχνω μια έκδοση η οποία έχει όσο το δυνατόν πληρέστερο λεξιλόγιο.
Εν κατακλείδι δεν με πείραξε η μεταφορά αυτούσιων λέξεων και εκφράσεων απο το πρωτότυπο, αφού έδινε μια καλύτερη εικόνα του πρωτοτύπου. Θα έπρεπε όμως να είχε και υποσημειώσεις (ή τελοσπαντων παρενθέσεις) όπου θα εξηγεί τη λέξη ή την έκφραση. Ίσως επίσης θα έκανα και κάποιες αλλαγές στη σύνταξη χρησιμοποιώντας παράλληλα ένα πιο απλουστευμένο λεξιλόγιο με το σκεπτικό να είναι κατανοητό σε ένα παιδί ή σε έναν ξένο ομιλητή της ελληνικής. Στην περίπτωση όμως ιδιότυπων εκφράσεων όπως “ψήλωσε ο νους της”, πως καλείται ο μεταφραστής (έλληνας και ξένος) να το αποδώσει; Κυριολεκτικά παραθέτοντας με υποσημείωση τη σημασία της ή απλά με μεταγράφη στο καθημερινό γλωσσικό του ιδίωμα;
Εσείς έχετε διαβάσει την συγκεκριμένη έκδοση; Συμφωνείτε με την διαμόρφωση αυτή ή σε περίπτωση που σάς είχε ανατεθεί μια ενδογλωσσική απόδοση θα είχατε πράξει διαφορετικά;
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το κείμενο (μιλώντας πάντα για τη μεταφορά στη νέα ελληνική) περιείχε ακόμα και εκεί λέξεις σκιαθίτικες, άγνωστες, δύσκολες, αρχαΐζουσες, λέξεις οι οποίες δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μεταφράστηκαν/απλοποιήθηκαν απο τη στιγμή που μιλάμε για μεταφορά στη νέα ελληνική. Σταχυολογώ μερικά παραδείγματα απο τις δύο πρώτες ιστορίες του τόμου (“Άνθος του Γιαλού, Το Κρυφό Μανδράκι).
-γραΐδια λαδικά = φλύαρες γριούλες
-ελαφροΐσκιωτοι= αυτοί που βλέπουν φαντάσματα και στοιχειά
-φουσάτο= στράτευμα
-μούστωμα=νάρκωμα
-καλαφατίζω=επισκευάζω με γέμισμα των διάκενων ανάμεσα στα σανίδια για να μην περνάει το νερό (για πλοίο)
-μεγάλο δαιμόνιο=μεγάλο ταλέντο
-πλαστική=τέχνη κατασκευής ειδωλίων ή αγαλμάτων
-καπότα=κάπα
-να του πάρει το χνότο=να του πάρει τον αέρα (να είναι άνετος δηλαδή)
-σέμπρος=βοσκός που βόσκει σε ξένο κοπάδι
-μπονατσάρει=γαληνεύει
-φλάμπουρο=πολεμική σημαία
-ραίνει=καταβρέχει
-κολλυβογράμματα=τα στοιχειώδη γράμματα
Αναρωτιέμαι τι είδους απλούστερη γλώσσα και τι μεταφορά είναι αυτή όταν περιέχει λέξεις αυτούσιες απο το παπαδιαμαντικό κείμενο. Είμαι βέβαιος ότι ένας μέσος σημερινός άνθρωπος δεν θα γνωρίζει τις λέξεις που ανέφερα πιο πάνω. Η Καίτη Χιωτέλλη φαίνεται κράτησε αυτές τις λέξεις αμετάφραστες για να διατηρήσει ανέπαφο το παπαδιαμαντικό άρωμα του πρωτοτύπου. Εξάλλου και η ίδια στον πρόλογό της το αναφέρει:
“Πάνω απ’ όλα όμως, τα κείμενα αυτά θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο παπαδιαμαντικά, να κρατούν κάτι απο το άρωμα των γραπτών του Παπαδιαμάντη, ν’ αφήνουν μια γεύση Παπαδιαμάντη.”
Καταλαβαίνω βέβαια απόλυτα την επιλογή της αυτή. Κάποτε μια φίλη μου απο τον Καναδά (μη ελληνόφωνη και μεγαλωμένη στον Καναδά), μου είχε εκφράσει την επιθυμία της να διαβάσει την “Φόνισσα” (σε αγγλική μετάφραση εννοείται). Ήξερα όμως ότι εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να εκτιμήσει κάποια πράγματα αφού οι εικόνες ενός παλιού και παραδοσιακού ελληνικού χωριού ήταν σε αυτήν τελείως άγνωστες. Εδώ μπορώ να καταλάβω ένα αβανταζ που έχει και ένας φυσικός ομιλητής. Μπορεί κι εγώ να μην έζησα απο πρώτο χέρι την αγροτική επαρχία, αλλά έχοντας γονείς απο χωριό, Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι τα περνούσα στα χωριά των γονιών μου. Έτσι είδα έστω σε ένα βαθμό τη ζωή του χωριού. Κατανοώ λοιπόν ότι η Χιωτέλλη ήθελε με τις λέξεις αυτές να κρατήσει μια γεύση της εποχής εκείνης, μια γεύση την οποία ένας έλληνας (ακόμα και νέος άνθρωπος), θα την έχει γευτεί.
Αν όμως ήθελε ο αναγνώστης να πάρει το άρωμα του Παπαδιαμάντη, ποιό το πρόβλημα να προβεί σε μια μεταφορά (η οποία όπως θα αναφέρω και παρακάτω επικρίθηκε ούτως η άλλως) στη νέα ελληνική και να μην αφήσει το πρωτότυπο; Τότε σε τι οφείλεται η “απλούστερη” μεταφορά αν ο νέος σε ηλικία αναγνώστης δεν μπορεί να καταλάβει τη σημασία των λέξεων; Και αφού ήθελε να διατηρήσει κάποια πρωτότυπη εικόνα, γιατί τουλάχιστον να μην υπήρχε μια υποσημείωση για τις συγκεκριμένες λέξεις; Και εδώ είναι που βρίσκω και κάποια ας πούμε αντίφαση αφού η Χιωτέλλη σε κάποιες λέξεις (και αφού τις έχει μεταφέρει αυτούσια απο το πρωτότυπο κείμενο) προβαίνει σε απόδοση αυτών παρενθετικά δίπλα απο τη λέξη:
τσέργα (η βελέντζα),
γραίος (βορειοανατολικός άνεμος)
σορόκος (νοτιοανατολικός)
μαΐστρος ( βορειοδυτικός)
μαϊνάρισε (κατέβασε)
εξέπεφτε (τον έβγαζε απο την πορεία του)
κιαμέτ (μεγάλη τρικυμία)
μαγκάνιζε (βασάνιζε)
ξίδι (τσουχτερός καιρός).
Εδώ να σημειώσω πως προσωπικά δεν ήξερα τι σημαίνει ούτε η βελέντζα. Την έμαθα πρόσφατα, και αυτό τυχαία παρακολουθώντας ένα (κωμικό) βίντεο στο youtube ενώ για “κολλυβογράμματα” στο σχολείο κάναμε λόγο για να αποδώσουμε τα “άθλια” γράμματα που κάνει ο άλλος.
Μήπως λοιπόν η Χιωτέλλη θα έπρεπε να προβεί σε απόδοση στη νέα ελληνική και στις λέξεις που άφησε χωρίς να τις αποδώσει; Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε ακόμα για “γλώσσα ρέουσα και ζωντανή” όπως η ίδια αναφέρει στην εισαγωγή; Θεωρείται όντως γλώσσα ρέουσα η συγκεκριμένη μετάφραση; Παράλληλα με το βιβλίο ξαναδιάβασα το κεφάλαιο απο ένα άλλο πολύ ωραίο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη το “Ο Στεναγμός των Πενήτων” στο οποίο κάνει λόγο και για την συγκεκριμένη έκδοση. Συγκεκριμένα διαβάζουμε:
“Η μετάφραση είναι απλή, αβίαστη, χωρίς εξυπνάδες και εκζητήσεις..μια μετάφραση που δεν θέλει να πάρει τη θέση του πρωτοτύπου” (σελ. 127)
Δεν αντιλέγω σε καμία περίπτωση ότι η μετάφραση ήταν απλή αλλά κάποιες φορές μου δινόταν η εντύπωση πως η Χιωτέλλη ακολουθούσε όσο πιο πιστά γινόταν την σύνταξη του πρωτοτύπου όπου σε συνδυασμό με τη μεταφορά αυτούσιων λέξεων πίστευα ότι ουσιαστικά η μόνη διαφορά με το πρωτότυπο ήταν τα τελικά “ν” και η απουσία του πολυτονικού. Κάποιες φορές ένιωθα ότι ουσιαστικά διάβαζα ένα καθαρευουσιάνικο κείμενο. Πιστεύω ότι σε κάποια σημεία θα μπορούσε να είχε αλλάξει λίγο τη σύνταξη. Μου φαίνεται πως το όλο εγχείρημα έγινε με πολύ “φόβο” ώστε η μεταφορά να μη θεωρηθεί ασέβεια στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη κάτι που όπως διαβάζω τελικά δεν κατάφεραν να αποφύγουν αφού όπως αναφέρει ο Ζουμπουλάκης, ακόμα και η -τόσο light- απόδοση αυτή, προκάλεσε τελικά αντιδράσεις (σελ 120-υποσημείωση 2). Εν ολίγοις διαβάζοντας αυτή τη μετάφραση, δεν ένιωσα αρκετά μεγαλύτερη άνεση απο το όταν διάβαζα απο το πρωτότυπο με την έννοια ότι και στη μία αλλά και στην άλλη περίπτωση άνοιγα λεξικό σχετικά συχνά.
Τελικά ο σκοπός της έκδοσης ήταν να προσεγγίσει τα παιδιά και τους νέους (εφήβους υποθέτω), παρουσιάζοντάς τούς ένα κείμενο που να μη θυμίζει κάτι “παλαιϊκό”; Ένα κείμενο που όπως είπε και ο Ζουμπουλάκης να καλεί σε ανάγνωση και να είναι θελκτικό; Ίσως. Αν ήταν όμως έτσι, τότε γιατί δεν μετέφερε στη νέα ελληνική το νόημα τόσων παπαδιαμαντικών λέξεων και εκφράσεων; Και αν όντως απευθυνόταν και σε παιδιά, θα μπορούσε να προχωρήσει σε απόδοση λέξεων και εκφράσεων με έναν τελείως καθημερινό και οικείο τρόπο όπου θα γινόταν το κείμενο απόλυτα κατανοητό και απο τα παιδιά αλλά και απο έναν ξένο που μαθαίνει την ελληνική όπως: κοιμόταν ύπνο χορευτό (κουνίοταν στον ύπνο του), χλοερό (χορταριασμένο, ανθισμένο), κολοβός (ελλιπής), πρωτινά (παλιά, πριν καιρό), αλαλαγμό (πολεμική κραυγή), πρύμα (κατ’ ευχήν), καϊκτσής (κάτοχος καϊκιού), “δίδου σοφώ αφορμήν” (δώσε στον έξυπνο αφορμή δηλαδή πες του μια ιδέα και αμέσως θα την αξιοποιήσει) κ.α. Άλλωστε το να απευθυνθεί κανείς στο πρωτότυπο δεν θα είναι κάποια χρονοβόρα διαδικασία. Ούτε θα χρειαστεί να ψάξει σε παλιά κατάστιχα, ούτε να καταφύγει στο διαδίκτυο. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να κοιτάξει στην αριστερή σελίδα όπου ήδη βρίσκεται το πρωτότυπο.
Όπως ανέφερα και πριν, νομίζω είναι φανερός ο φόβος τυχόν παρεκτροπής και αποδοκιμασίας απο το αναγνωστικό κοινό. Εδώ ακόμα και σε αυτές τις μέρες πριν το τωρινό lockdown, είχα κατέβει στο κέντρο με φίλους για αγορά βιβλίων. Ένας φίλος απο την παρέα είχε επιλέξει απο το σπίτι του, συν τοις άλλοις, μια έκδοση που περιλάμβανε έργο του Παπαδιαμάντη αποκλειστικά σε μετάφραση. Δεν το κρύβω πως όταν το ζήτησε απο τον υπάλληλο, ανέμενα την αποδοκιμασία του για το βιβλίο. Και δεν έπεσα έξω. Ο ίδιος προσπαθούσε να τον αποτρέψει απο τη συγκεκριμένη έκδοση προτείνοντάς του μιαν άλλη έκδοση που περιλαμβάνει μόνο το πρωτότυπο. Ο φίλος μου βέβαια ήταν σταθερός στην προτίμησή του και έτσι αγόρασε αυτό που είχε προαποφασίσει. Τελικά ακόμα και σήμερα θεωρείται ταμπού να προτιμήσει ο άλλος κάποια ενδογλωσσική μετάφραση με το φόβο ότι δεν θα γίνει αποδεκτός απο τις ελιτ παρέες και θα στιγματιστεί σαν αμόρφωτος, χαζός και απαίδευτος.
Σχετικά με μια δική μου εμπειρία και συγκεκριμένα με τη “Φόνισσα”, δοκίμασα διαφορετικές εκδόσεις μέχρι να κατασταλάξω σε αυτή του “Πατάκη” η οποία έχει ένα επαρκέστατο λεξιλόγιο όπου -επιτέλους- κατάφερα να απολαύσω το έργο χωρίς να το έχω ψευτοδιαβάσει. Είχα ξεκινήσει με μια έκδοση που περιλάμβανε μόνο το πρωτότυπο χωρίς καν λεξιλόγιο. Πόσες φορές μού πιπίλησαν το μυαλό λέγοντάς μού “αυτή είναι η γλώσσα μας”, “μόνο το πρωτότυπο δείχνει την ομορφιά του Παπαδιαμάντη” κτλ. Το κείμενο πραγματικά δεν διαβαζόταν. Πλέον δεν διστάζω να ψάχνω μια έκδοση η οποία έχει όσο το δυνατόν πληρέστερο λεξιλόγιο.
Εν κατακλείδι δεν με πείραξε η μεταφορά αυτούσιων λέξεων και εκφράσεων απο το πρωτότυπο, αφού έδινε μια καλύτερη εικόνα του πρωτοτύπου. Θα έπρεπε όμως να είχε και υποσημειώσεις (ή τελοσπαντων παρενθέσεις) όπου θα εξηγεί τη λέξη ή την έκφραση. Ίσως επίσης θα έκανα και κάποιες αλλαγές στη σύνταξη χρησιμοποιώντας παράλληλα ένα πιο απλουστευμένο λεξιλόγιο με το σκεπτικό να είναι κατανοητό σε ένα παιδί ή σε έναν ξένο ομιλητή της ελληνικής. Στην περίπτωση όμως ιδιότυπων εκφράσεων όπως “ψήλωσε ο νους της”, πως καλείται ο μεταφραστής (έλληνας και ξένος) να το αποδώσει; Κυριολεκτικά παραθέτοντας με υποσημείωση τη σημασία της ή απλά με μεταγράφη στο καθημερινό γλωσσικό του ιδίωμα;
Εσείς έχετε διαβάσει την συγκεκριμένη έκδοση; Συμφωνείτε με την διαμόρφωση αυτή ή σε περίπτωση που σάς είχε ανατεθεί μια ενδογλωσσική απόδοση θα είχατε πράξει διαφορετικά;
Last edited: