Το αν η λέξη νοικοκυραίοι θα συνεχίσει να έχει δύο σημασίες, δεν ξέρω. Προς το παρόν, το ΜΗΛΝΕΓ δεν έχει καν τη λέξη!
Ε, πώς; Όλο και κάτι έχει:
νοικοκύρης [nikocíris], ο (οι νοικοκύρηδες και <λαϊκ.>
νοικοκυραίοι (μόνο στις σημ. 1, 3α, 4)) (ουσ. Ανοικοκύρης).
1)
α. Ο κύριος του σπιτιού, αυτός που έχει την ευθύνη της διαχείρισης των υποθέσεων ενός σπιτικού
Χρήσεις
Τι θέλετε εδώ;» ακούστηκε άγρια η φωνή του νοικοκύρη πίσω από την κλειστή πόρτα
Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη κι ο κλέφτης μπήκε και βγήκε σαν καλός νοικοκύρης
«Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει»
(κάλαντα Πρωτοχρονιάς)
________________________________________
Ρωτήσαμε τους γείτονες και μας είπαν πως οι νοικοκυραίοι έλειπαν σε ταξίδι
(= η οικογένεια)
________________________________________
Φράσεις
ΕΚΦΡ
Κάνω κπν νοικοκύρη [κάνω]
κλέβω κπν, συνήθως αφαιρώντας (σχεδόν) τα πάντα από τον χώρο του
Χρήσεις
ΠΑΡΟΙΜ
Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος [όσος, ξέρω, κόσμος, όλος]
καθένας γνωρίζει τις υποθέσεις του καλύτερα από κάθε άλλον και γι’ αυτό είναι ο αρμοδιότερος να κρίνει, να αποφασίζει κτλ. για ό,τι τον αφορά
Χρήσεις
Φωνάζει ο κλέφτης, (για) να φοβηθεί/ να φύγει ο νοικοκύρης [φωνάζω, κλέφτης, φοβάμαι, φεύγω]= βλ. κλέφτης1α.
Αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη [αγαπάω, θεός, κλέφτης]= βλ. θεός4α.
Άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης [άπιαστος, κλέφτης, καθάριος]= βλ. κλέφτης1α.
β.
(κατ’ επέκτ.)
Αυτός που είναι σε θέση να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του χωρίς να έχει ανάγκη της βοήθειας, της συνδρομής κάποιου άλλου, που δεν εξαρτάται από κάποιον άλλον
Χρήσεις
Πότε θα μας αφήσουν επιτέλους οι ξένες δυνάμεις να είμαστε νοικοκύρηδες στον τόπο μας, να κάνουμε εμείς κουμάντο;
2)
<προφ.>
Ο ιδιοκτήτης κατοικίας που μισθώνεται, συνήθως σε αντιπαράθεση προς τον ενοικιαστή, τον νοικάρη
(ΣΥΝ σπιτονοικοκύρης)
Χρήσεις
Ο νοικοκύρης πάλι μου έκανε αύξηση στο ενοίκιο
3)
α.
Χαρακτηρισμός για άνθρωπο που φροντίζει για την οικογένεια και το σπίτι του, που είναι σωστός οικογενειάρχης, και ειδικότερα για αυτόν που διαχειρίζεται με σύνεση τις υποθέσεις, τα οικονομικά του σπιτιού του
Χρήσεις
Είμαστε τίμιοι άνθρωποι, νοικοκύρηδες, κοιτάμε το σπίτι μας και τη δουλειά μας και δε βλάψαμε ποτέ κανέναν
________________________________________
(ως επ.)
Νοικοκυραίοι άνθρωποι, δούλεψαν σκληρά και πρόκοψαν
β.
Χαρακτηρισμός για άντρα που είναι τακτικός, που του αρέσει να διατηρεί τα πράγματά του, τον χώρο του σε τάξη
Χρήσεις
Δεν είναι καθόλου νοικοκύρης, πετάει διαρκώς τα πράγματά του από δω κι από κει
4)
Αυτός που έχει οικονομική άνεση και συγχρόνως χαίρει του σεβασμού των γύρω του
Χρήσεις
Στον τόπο τους ήταν τρανοί νοικοκυραίοι, αλλά με τον πόλεμο έχασαν το βιος τους και έγιναν πρόσφυγες
Ο παππούς της ήταν ο πρώτος νοικοκύρης του χωριού, είχε δικό του νερόμυλο και δούλευαν γι’ αυτόν τουλάχιστον είκοσι εργάτες
________________________________________