Theseus
¥
Ο ορισμός στα αγγλικά είναι ως εξής:
(UK) to treat someone who is visiting you very well, especially by giving them a lot of food:
— We had a lovely tea. Sheila did us proud.
(informal) to make someone proud of you by doing something very well; to do something well and cause one or oneself to feel pride as a result. cf. similar to, but more informal than, the phrase "do credit to someone".
— Once again, the armed forces have done us proud.
— She did us proud, handling the problem with such aplomb.
— You really directed a fantastic play, Janet—you've done yourself proud!
— I know that maths is a tough subject for you, so you really did me proud by getting an A this semester.
Πώς θα ήταν στα ελληνικά το πρώτο ιδίωμα; Μερικές μεταφράσεις είναι επαχθείς, όπως π.χ. επιδαψιλεύω περιποιήσεις σε κάποιον. Δεν μπορώ να φανταστώ Έλληνες να λένε: «Η μαμά μάς έχει επιδαψίλευσει περιποιήσεις τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν» (βλ. κατωτέρω)
Ένα λεξικό που έχω αποδίδει έτσι το πρώτο ιδίωμα:
Η μαμά έκανε το παν για να μας περιποιηθεί τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν.
Για το δεύτερο, το "do oneself proud" = ευλογώ τα γένια μου. [Αυτό μου αρέσει πολύ.]
Και ένα αλλο λεξικό μεταφράζει έτσι το δεύτερο ιδίωμα "to do someone proud" ως «κάνω μεγάλες τιμές σε κπν».
π.χ. Άλλη μια φορά οι ένοπλες δυνάμεις μας έκαναν μεγάλες τιμές.
Ποιο είναι το ελληνικό αντίστοιχο για αυτά τρία ιδιώματα; Θέλω ευπρόφερτες εκφράσεις της καθομιλουμένης για:
α) to treat with great hospitality people visiting you
β) to do others proud , and
γ) to do oneself proud.
(UK) to treat someone who is visiting you very well, especially by giving them a lot of food:
— We had a lovely tea. Sheila did us proud.
(informal) to make someone proud of you by doing something very well; to do something well and cause one or oneself to feel pride as a result. cf. similar to, but more informal than, the phrase "do credit to someone".
— Once again, the armed forces have done us proud.
— She did us proud, handling the problem with such aplomb.
— You really directed a fantastic play, Janet—you've done yourself proud!
— I know that maths is a tough subject for you, so you really did me proud by getting an A this semester.
Πώς θα ήταν στα ελληνικά το πρώτο ιδίωμα; Μερικές μεταφράσεις είναι επαχθείς, όπως π.χ. επιδαψιλεύω περιποιήσεις σε κάποιον. Δεν μπορώ να φανταστώ Έλληνες να λένε: «Η μαμά μάς έχει επιδαψίλευσει περιποιήσεις τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν» (βλ. κατωτέρω)
Ένα λεξικό που έχω αποδίδει έτσι το πρώτο ιδίωμα:
Η μαμά έκανε το παν για να μας περιποιηθεί τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν.
Για το δεύτερο, το "do oneself proud" = ευλογώ τα γένια μου. [Αυτό μου αρέσει πολύ.]
Και ένα αλλο λεξικό μεταφράζει έτσι το δεύτερο ιδίωμα "to do someone proud" ως «κάνω μεγάλες τιμές σε κπν».
π.χ. Άλλη μια φορά οι ένοπλες δυνάμεις μας έκαναν μεγάλες τιμές.
Ποιο είναι το ελληνικό αντίστοιχο για αυτά τρία ιδιώματα; Θέλω ευπρόφερτες εκφράσεις της καθομιλουμένης για:
α) to treat with great hospitality people visiting you
β) to do others proud , and
γ) to do oneself proud.