Το αρχαίο ρήμα συντρέχω είχε δεύτερο αόριστο συνέδραμον, που έδινε στην υποτακτική τον τύπο συνδράμω. Στα νέα ελληνικά: να συνδράμω, θα συνδράμω. (Αυτό το συνδράμω δεν έχει ετυμολογική σχέση με το συντρέχω.)
Σήμερα το ρήμα συντρέχω (=βοηθώ) έχει τους εξής τύπους:
αόριστος: συνέτρεξα, συνέδραμα, πληθ. συντρέξαμε, συνδράμαμε
μέλλοντας στιγμιαίος & υποτακτική αορίστου: θα / να συντρέξω, θα / να συνδράμω
παρατατικός: συνέτρεχα
μέλλοντας διαρκείας: θα συντρέχω
παρακείμενος: έχω συντρέξει, έχω συνδράμει
Συχνά τώρα ο τύπος της υποτακτικής (συνδράμω) χρησιμοποιείται και στον ενεστώτα αντί για το συντρέχω, π.χ.
Προς τον σκοπό αυτόν, ο πρόεδρος του Συμβουλίου, επικουρούμενος από την Επιτροπή και τηρώντας τον εσωτερικό κανονισμό του Συμβουλίου, αναλαμβάνει κάθε απαραίτητη πρωτοβουλία προκειμένου να διευκολυνθεί η επίτευξη ευρύτερης βάσης συμφωνίας στο Συμβούλιο. Τα μέλη του Συμβουλίου τον συνδράμουν.
Υπάρχει και άλλη σημασία τού συντρέχω, «υπάρχω», ιδ. στη φράση δεν συντρέχει λόγος = δεν υπάρχει λόγος.
Αντιγράφω από το Κοραής:
συντρέχω 1 ρ μ συντρέξει/συνδράμει απρμφ, συνέτρεξα/συνέδραμα αορ
• παρέχω βοήθεια = to aid, to help, to assist, to relieve — Κανείς δε βρέθηκε να τους συντρέξει στη δυστυχία τους. = Nobody stepped forward to help them in their misfortune.
= to give aid — Ο Υπουργός υποσχέθηκε ότι θα συνδράμει τους αγρότες με ειδικό επίδομα. = The Minister promised to give the farmers aid in the form of a special grant.
συντρέχω 2 ρ μ συνέτρεξα αορ
— προϋπόθεση, λόγος = to be — Ο ασθενής πηγαίνει πολύ καλύτερα, δεν συντρέχει ιδιαίτερος λόγος να ανησυχείτε πια. = The patient is doing much better now, there is no particular need for you to worry any more.
Αυτά για τώρα. Αργότερα θα προσθέσω κι άλλα παραδείγματα, κι άλλες μεταφράσεις.