metafrasi banner

(lack of) legal merit

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Καλημέρα σε όλους!
Αντιμετωπίζω ένα γενικό πρόβλημα με την απόδοση του παραπάνω όρου, οπότε είπα να στραφώ στη συλλογική σας σοφία μήπως βγάλουμε άκρη.

Πρώτα, ορισμοί:


Merit is a term subject to various meanings, but in the legal context, merit refers to a claim which has a valid basis, setting forth sufficient facts from which the court could find a valid claim of deprivation of a legal right. Meritorious claims usually cite legal authorities, such as statutory laws or case law, to support their arguments.
[...]​
https://definitions.uslegal.com/m/merit/

A ‘frivolous’ claim is, according to Black’s Law Dictionary, a claim which is ‘lacking a legal basis or legal merit’, ‘not serious’ or ‘not reasonably purposeful’. Domestic legal systems have developed mechanisms to allow courts to dismiss or strike out, on an expedited basis, such frivolous claims, and similar rules are not unknown also in the procedures of international courts and tribunals.
https://lk-k.com/wp-content/uploads/potesta-sobat-frivolous-claims-jids-2012.pdf

The meaning of “totally without merit”

The Court in Wasif confirmed that “totally without merit” means “no more and no less than ‘bound to fail‘”. A case will be bound to fail (and therefore totally without merit) where there is “no rational basis on which the claim could succeed“.​
https://www.hlregulation.com/2016/0...arifies-the-meaning-of-totally-without-merit/

Ουσιαστικά λοιπόν, όταν μία υπόθεση δεν έχει legal merit, σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πιθανότητες να υπάρξει θετική έκβαση στο δικαστήριο. Αν αναζητήσετε τον όρο στο διαδίκτυο, θα βρείτε πολλές αναφορές σε frivolous litigation, δηλαδή, για να το πω πολύ απλά, υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια χωρίς να έχουν καμιά ελπίδα να κερδηθούν επειδή προβάλλουν εξωφρενικούς νομικούς ισχυρισμούς, ζητούν υπέρογκες αποζημιώσεις για δυσανάλογη βλάβη, κ.τλ.

Βρίσκω κάποια αποτελέσματα για «χωρίς νομική αξία», αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα στα ελληνικά απ' όσο ξέρω.

Το πρόβλημά μου: ο όρος δεν αναφέρεται στην έλλειψη νομικής βάσης, ή το νόμω αβάσιμο, όπως το λένε οι νομικοί, αλλά σε υποθέσεις χωρίς πιθανότητες ευδοκίμησης. Σε περίπτωση που διαβάσατε ως εδώ, για το οποίο και σας ευχαριστώ πολύ (:)), σκέφτομαι να βάλω αυτό το τελευταίο (υπόθεση χωρίς πιθανότητα ευδοκίμησης). Τι λέτε;
 

nickel

Administrator
Staff member
Ωραία η πρότασή σου. Ίσως, αν θέλεις να ξεφύγεις από τη γενικότητα των πιθανοτήτων: χωρίς προϋποθέσεις ευδοκίμησης.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Ευχαριστώ :) Το άλλο που με προβληματίζει είναι ότι μια από τις προτάσεις που βρίσκω είναι το «(νομικά) απαράδεκτη», όμως κτγμ δεν είναι ακριβώς το ίδιο, παρ' όλ' αυτά αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να σταθεί.
 
Πάντως θα έλεγα να μην απορρίψεις αμέσως το αβάσιμο.

Ο δικός μας ΚΠολΔ προβλέπει την έννοια της "φανερά αβάσιμης αγωγής" η οποία χαρακτηρίζεται ως αβάσιμη χωρίς τη διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας. Στον όρο αυτόν εµπίπτει η απαράδεκτη αγωγή, η νόµω αβάσιµη αγωγή ή και η ουσία αβάσιµη αγωγή, για την οποία το δικαστήριο σχηµατίζει πεποίθηση µόνο από την εκτίµηση του δικογράφου .
(Νόμω αβάσιμη είναι η αγωγή, της οποίας τα πραγματικά περιστατικά, αν υποτεθούν αληθινά, δεν είναι ικανά να στηρίξουν το αίτημά της, γιατί σε τέτοια περιστατικά ο νόμος δεν προσνέμει την έννομη συνέπεια που ζητείται με την αγωγή, ενώ Ουσία αβάσιμη είναι η αγωγή της οποίας τα πραγματικά περιστατικά δεν είναι αληθινά, πράγμα το οποίο προκύπτει μετά τη διεξαγωγή αποδείξεων). Το lack of legal merit, δηλαδή, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε ακριβώς σε αυτό παραπέμπει. Τώρα, βέβαια, εσύ ξέρεις τι θέλει να πει το κείμενό σου.
Η απαράδεκτη αγωγή μπορεί να οφείλεται και σε αοριστία
Σε πιο χαλαρό context, αν δεν απαριθμούμε δηλαδή λόγους απόρριψης αγωγικών αιτημάτων, το frivolous νομίζω ότι μπορεί να αποδοθεί "χωρίς πιθανότητα ευδοκίμησης" . Αν δεις και τα αποτελέσματα για "νομω και ουσία αβάσιμο" + ευδοκίμηση θα δεις ότι χρησιμοποιείται από πολλές και σοβαρές πηγές.
 

cougr

¥
Palavra, a term which comes to mind which is perhaps relevant - though I'm not totally certain about, is νόμω αβάσιμη. Perhaps you could check it out.

Edit: cross-posted with Ollie.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Σας ευχαριστώ για τις απαντήσεις σας. Ωστόσο, δεν είναι νόμω αβάσιμο εδώ. Όχι μόνο επειδή δεν συμπίπτει το πραγματολογικό περιεχόμενο, αλλά και επειδή ακριβώς από κάτω έχω ακόμα μία ενότητα για το lack of legal foundation. :)
 
Τότε θα επέλεγα το χωρίς πιθανότητες ευδοκίμησης (frivolous). Πες μου όμως τι διαφορά έχει το lack of legal foundation που λέει το κείμενό σου από το lack of legal basis or legal merit που λέει το Black's. :p
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Δεν ξέρω σε ποιο λήμμα αναφέρεσαι, όμως δεν είναι το ίδιο. Από το ίδιο λεξικό, meritorious (δηλαδή having legal merit): meriting a legal victory; having legal worth.
Το κακό είναι ότι το Black's, αν και πολύ καλό λεξικό, δεν δίνει και παραδείγματα για να καταλαβαίνουμε καλύτερα τι γίνεται.
 
Όπως και το merits μόνο του σημαίνει η ουσία, τα πραγματικά περιστατικά. Όλα εξαρτώνται από το συγκείμενο. Πχ, στην περίπτωσή σου, αν το frivolous/ lacking legal merit/ litigation/lawsuit κτλ αναφέρεται σε γενικό συγκείμενο, πχ από έναν δικηγόρο προς τον πελάτη του ότι δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας η υπόθεσή του, ή ως γενικό συμπέρασμα, πχ ότι ασκούνται πολλές τέτοιες αγωγές στην τάδε χώρα και έχουν πήξει τα δικαστήρια, τότε ΟΚ, μια χαρά.

Όταν όμως ένα δικαστήριο κρίνει αν θα κάνει παραδεκτά ή όχι τα αγωγικά αιτήματα, τότε εκεί θα μιλήσουμε για βάσιμο ή αβάσιμο της αγωγής. Πχ στους ορισμούς που παρέθεσες, έλεγε ότι

Merit is a term subject to various meanings, but in the legal context, merit refers to a claim which has a valid basis, setting forth sufficient facts from which the court could find a valid claim of deprivation of a legal right. Meritorious claims usually cite legal authorities, such as statutory laws or case law, to support their arguments.

Δηλαδή ότι η αγωγή, ή έστω ένα εκ των αγωγικών αιτημάτων, έχει βάση, νομική (statutory laws, case law ανάλογα τις πηγές δικαίου στην εκάστοτε έννομη τάξη) και ουσιαστική, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά αιτιολογούν το αίτημα, πχ υπάρχει ζημία.

A ‘frivolous’ claim is, according to Black’s Law Dictionary, a claim which is ‘lacking a legal basis or legal merit’, ‘not serious’ or ‘not reasonably purposeful’. Domestic legal systems have developed mechanisms to allow courts to dismiss or strike out, on an expedited basis, such frivolous claims, and similar rules are not unknown also in the procedures of international courts and tribunals.
Δηλαδή ότι προβλέπονται δικονομικές διαδικασίες για την απόρριψη τέτοιων αβάσιμων αγωγών.

Ή όπως είπες κι εσύ
[...]υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια χωρίς να έχουν καμιά ελπίδα να κερδηθούν επειδή προβάλλουν εξωφρενικούς νομικούς ισχυρισμούς, ζητούν υπέρογκες αποζημιώσεις για δυσανάλογη βλάβη, κ.τλ.
Δηλαδή:
είτε τα πραγματικά περιστατικά, αν υποτεθούν αληθινά, δεν είναι ικανά να στηρίξουν το αίτημά της, γιατί σε τέτοια περιστατικά ο νόμος δεν προσνέμει την έννομη συνέπεια που ζητείται με την αγωγή,είτε τα πραγματικά περιστατικά δεν είναι αληθινά, πράγμα το οποίο προκύπτει μετά τη διεξαγωγή αποδείξεων

Εννοείται ότι πραγματολογικά δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ διαφορετικών έννομων τάξεων, ωστόσο θεωρώ ότι (όχι όπως το χρησιμοποιεί ο συντάκτης στο κείμενό σου) για το το lack of legal merit σε γενικές γραμμές η απόδοση "αβάσιμος" είναι ορθή, με την επιφύλαξη ειδικής χρήσης στο κείμενο.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Φυσικά, όλα πρέπει να εξετάζονται με ανάλογα με το είδος του κειμένου, τη μητρική γλώσσα του συντάκτη κ.λπ. Δεν αποκλείω να μπορεί σε κάποιο άλλο κείμενο και ανάλογα με το συγκείμενο να μπορούμε να αποδώσουμε το legal merit ως νομική βάση.

Κάτι άλλο που ίσως ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι το νόμω αβάσιμο έχει πραγματολογικό περιεχόμενο που αφορά ειδικά την Ελλάδα, οπότε ακόμα κι εκεί ενδεχομένως χρειάζεται μια άλλη διατύπωση που να μην παραπέμπει ειδικά σε αυτό εκτός αν μιλάμε ειδικά υπόθεση που θα παραπεμφθεί σε ελληνικό δικαστήριο.

Το πρόβλημα που έχω είναι ότι δεν με βοηθάει η παραπάνω ανάλυση των ανά περίπτωση περιπτώσεων να απορριφθεί αγωγή κλπ, διότι ανάλογα με τις περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης, στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε νόμω ή ουσία αβάσιμο ή απαράδεκτο ή κάτι άλλο, τέλος πάντων. Επίσης, το κείμενο που μεταφράζω δεν αφορά διαφορές ιδιωτών.

Μια ακόμα διευκρίνηση, μήπως βοηθήσω λίγο ακόμα: lack of legal merit μπορεί να περιλαμβάνει και αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, ή να αναφέρεται σε υπόθεση που σκοπός της είναι να παρενοχλήσει τον αντίδικο ή αναφέρεται σε επουσιώδη ζητήματα.
 
Αν μιλάμε για αναρμοδιότητα δικαστηρίου, τότε είμαστε σε προγενέστερο στάδιο από αυτό της εξέτασης του βάσιμου ή μη μιας υπόθεσης. Συγκεκριμένα για την αναρμοδιότητα μού σφύριξαν ότι είναι έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης και άρα μιλάμε για απαράδεκτο. Τα υπόλοιπα που αναφέρεις εξετάζονται σε επόμενο στάδιο, αφού καταρχάς εξετάζεται αν συντρέχει η δικαιοδοσία/αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Γενικά όσο μπαίνουν κι άλλα στοιχεία στο παιχνίδι, τόσο κλίνω προς μια γενικόλογη απόδοση.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Δεν μιλάμε για αναρμοδιότητα δικαστηρίου, μιλάμε για όλα τα παραπάνω που ανέφερα, που εμπίπτουν όλα στην ίδια ομπρέλα του lack of legal merit.
 
Καλέ, εσύ δεν είπες :
[...]

Μια ακόμα διευκρίνηση, μήπως βοηθήσω λίγο ακόμα: lack of legal merit μπορεί να περιλαμβάνει και αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, ή να αναφέρεται σε υπόθεση που σκοπός της είναι να παρενοχλήσει τον αντίδικο ή αναφέρεται σε επουσιώδη ζητήματα.
Μη μας αποσυντονίζεις καλιέεε!
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Γιατί σας αποσυντονίζω; Στην ομπρέλα του lack of legal merit που ψάχνω στο κείμενό μου περιλαμβάνονται διάφορες υποπεριπτώσεις για τις οποίες μπορεί να απορριφθεί η υπόθεση, π.χ. αναρμοδιότητα, κατάχρηση κλπ, ό,τι ανέφερα πιο πάνω.
 
Βρε κορίτσι μου, τώρα δεν απάντησες ότι "Δεν μιλάμε για αναρμοδιότητα δικαστηρίου"; Τέλοσπάντων, δες αν σε εξυπηρετεί κάτι along the lines of
"καταχρηστική αγωγή" ή ακόμα και "Άσκοπη άσκηση διαδικαστικών πράξεων" από εδώ

Άσκοπη (και γι' αυτό καταχρηστική) είναι η κρίσιμη συμπεριφορά του διαδίκου, στις περιπτώσεις που δέν πρόκειται να πετύχει το σκοπό, στον οποίο αποβλέπει, ακόμη και άν γίνει δεκτή, ως παραδεκτή και βάσιμη, η διαδικαστική πράξη που ασκεί. Παράδειγμα: όταν ο ενάγων ασκεί έφεση και, με βάση τα λάθη της προσβαλλόμενης απόφασης που επικαλείται, ζητάει να εξαφανιστεί, σε περίπτωση που είναι πρόδηλο οτι, και άν γίνει δεκτή η έφεση, όμως η αγωγή θα απορριφθεί, γιατι η αξίωση του δανειστή έχει παραγραφεί. Η νομολογία, στην περίπτωση αυτή, μιλάει για έλλειψη έννομου συμφέροντος. Όμως δεν ακριβολογεί.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Δεν το διατύπωσα σωστά στο #12, εννοούσα ότι δεν μιλάμε μόνο για αναρμοδιότητα δικαστηρίου, αλλά μιλάμε για αναρμοδιότητα αλλά και για όλα τα παραπάνω που ανέφερα. Εσύ δηλαδή προσπαθείς να μου βρεις μια απόδοση προσπαθώντας να μαντέψεις για ποια επιμέρους περίπτωση μιλάμε (και ευχαριστώ πολύ!), αλλά δεν έχω επιμέρους περίπτωση στην οποία θα μπορούσα να αντιστοιχίσω τον σχετικό όρο της ελληνικής δικονομίας. Έχω έναν όρο που θα περιλαμβάνει και θα καλύπτει όλα τα παραπάνω παραδείγματα.

Μάλλον κακώς ανέβασα το ερώτημα, πάντως, γιατί φαίνεται τελικά πως πρόκειται για πολύ ειδική περίπτωση και οι ερμηνείες για τον συγκεκριμένο όρο στα αγγλικά είναι ελάχιστες και πολύ συγκεκριμένες. Θα δω τι θα κάνω. Σε κάθε περίπτωση, σας ευχαριστώ όλους για τη βοήθεια :)
 
ΟΚ, πρόκειται σαφώς για σύναψη του κοινοδίκαιου (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), αλλά θα σε χάλαγε, Παλ, να πεις ότι κάτι "στερείται νομικού ερείσματος" (κι ο Θεός ας ξεχωρίσει τους δικούς του από τους υπόλοιπους, :) );
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Χαχαχαχαχα! Συνόψισες το πρόβλημα στο άψε σβήσε! Θα ταίριαζε, ίσως. Θα σας πω τελικά τι χρησιμοποιήθηκε μόλις ολοκληρωθεί το κείμενο. Και πάλι ευχαριστώ :)
 
Top