Αδυνατώ να πιστέψω ότι συνάνθρωπος ο οποίος «έχει κάμποσα χρόνια στην πλάτη του και τα περισσότερα τα έχει περάσει διαβάζοντας» δεν γνωρίζει τι εστί μόρσιμον ήμαρ!!
Για λόγους ευγένειας, και ουχί πολιτικής ορθότητας, δεν θα επεκταθώ, ούτε θα σχολιάσω την μόρφωσή σας και το επίπεδο των βιβλίων τα οποία διαβάζετε.
Όσο για τα συγχαρητήρια που δεχτήκατε, μην τα πολυεπικαλείστε γιατί κι εγώ είχα πάει στη Ρόδο κι έκανα παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος....
Σας ευχαριστώ για την χλεύη.
Ανδρός (και γυναικός ασφαλώς) χαρακτήρ εκ λόγου γνωρίζεται, ως γνωστόν.
να ξαναδιαβάσουμε ένα άρθρο του Γιάννη Χάρη
Καλή είναι η μετάφραση που δεν διαλαλεί το μόχθο της;
Ας το δεχτούμε ως άποψη του κ. Χάρη.
Τίποτα περισσότερο ωστόσο, από μία προσωπική άποψη.
Υποθέτω ότι ο κ. Χάρης δεν είναι ο Πάπας του ευρύτερου χώρου, ώστε να διεκδικεί το αλάθητο, ούτε κι εμείς αξίζει να μνημονεύουμε τον οποιονδήποτε εκτιμώντας την γνώμη του ως θέσφατο.
Ο Ισραηλινός συγγραφέας Έντγκαρ Κέρετ έχει πει ένα από τα διασημότερα ρητά για τη μετάφραση: Οι μεταφραστές είναι σαν νίντζα, αν τους βλέπεις, δεν είναι καλοί
Ας το δεχτούμε ως άποψη του κ. Κέρετ.
Τίποτα περισσότερο ωστόσο, από μία προσωπική άποψη, όπως ακριβώς εκείνη του κ. Χάρη.
Υποθέτω ότι και ο κ. Κέρετ δεν είναι ο Πάπας του ευρύτερου χώρου, ώστε να διεκδικεί το αλάθητο.
Το αν είναι «διάσημη» η φράση, και η κάθε λογής φράση, εξαρτάται από την ερμηνεία την οποία εμείς, ατομικά είτε πλειοψηφικά, της δίνουμε. Και εάν έχουμε την ανάγκη να δημιουργούμε θεούς και θέσφατα.
«Ο μεταφραστής είναι σαν τον διαιτητή, αν τον πρόσεξες κάποιο πρόβλημα υπάρχει».
Είστε βέβαιη ότι κάτι τέτοιο ισχύει και δεν αναπαράγετε απλώς ένα τσιτάτο της εποχής;
Στην πραγματικότητα, συμβαίνει, και οφείλει να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Με τον τρόπο διεξαγωγής των παιχνιδιών, σε ποδόσφαιρο, μπάσκετ κ.λπ., με την σκληρότητα την οποία επιδεικνύουν οι παίκτες, με το «θέατρο» που είναι επιεικώς κατάπτυστο, οι διαιτητές επιβάλλεται να είναι οι πρωταγωνιστές ενός αγώνα, εν είδει δικαστή που οφείλει να απονείμει δικαιοσύνη.
Δυστυχώς η πολιτική ορθότητα επιβάλλει να γίνεται εξαιρετικά ήπια χρήση της κίτρινης κάρτας, και μόνο εάν δούμε «πτώματα» ξεμυτίζει διστακτικά και η κόκκινη….
Όταν μάλιστα πρόκειται περί υποτίτλου, το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Ο μεταφραστής που μεταφράζει με δυσνόητες, σπάνιες και δυσεύρετες λέξεις αποκόπτει τον θεατή από το έργο που βλέπει, του στερεί τη δυνατότητα να το παρακολουθήσει, καθώς ακόμα κι αν οι λέξεις υπήρχαν στο λεξικό -που δεν υπάρχουν- δεν μπορεί κανείς, ενώ είναι απορροφημένος από την παράσταση, να σταματά κάθε τρεις και λίγο και να ψάχνει να δει τι διάβασε. .
Έχω ήδη απαντήσει σε αυτό, παραπάνω.
Ας μην αναλώνω τον χρόνο όλων μας σε αλυσιτελείς επαναλήψεις.
Σκοπός του μεταφραστή είναι να γίνει αόρατος. Να γίνει αόρατος σε τέτοιον βαθμό που το κείμενο να έχει την ίδια ευκολία -ή δυσκολία- για τον αναγνώστη της μετάφρασης όπως και για τον αναγνώστη του πρωτοτύπου.
Σεβαστή η δική σας άποψη.
Εικάζω ότι θα σεβαστείτε κι εσείς την αντίθετη άποψη του υπογράφοντα, η οποία έχει καταγραφεί σε προηγούμενα σχόλια.
Θα σημειώσω μόνο τούτα επιπροσθέτως.
Παρέθεσα δις άρθρο με τις παρεμβάσεις του κ. Μάρκαρη στην απόδοση του Φάουστ (και κατ’ επέκταση στον Μεφιστοφελή του Μπόιτο) ο οποίος …διόρθωσε τον ίδιο τον Γκαίτε!
Ω, ναι, ετόλμησε να επέμβει στο κείμενο, όχι μεταφράζοντας με κάποιον δικό του τρόπο, αλλά εκτιμώντας ότι μολονότι το κείμενο λέει κάτι άλλο, η σωστή ερμηνεία του κειμένου όφειλε να είναι εντελώς διαφορετική.
Και κανείς δεν το σχολίασε…
Ακόμη και ο ίδιος ο κ. Χάρης ωστόσο, στο άρθρο του το οποίο ανεφέρθηκε προηγουμένως, παραδέχεται ξακάθαρα:
««Δεν με ενδιαφέρει αν την Ηλέκτρα την έγραψε ο Σοφοκλής ή ο Ευριπίδης, αν τον Άμλετ ή τον Μάκβεθ τον έγραψε ο Σαίξπηρ. Αντιμετωπίζω πάντα μπροστά μου ένα ξένο κείμενο» έλεγε το 1997 ο Γιώργος Χειμωνάς, όταν παρουσίαζε την έκδοση με τον Μάκβεθ του, τη μετάφρασή του ή μάλλον τη δική του ματιά στο έργο του Σαίξπηρ (Τα Νέα 29.1.1997). Μια μετάφραση με κάποιες «αυθαιρεσίες», όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος, αφού «ο μεταφραστής πρέπει να στήνει ένα ομόλογο κείμενο απέναντι στο πρωτότυπο». Και για να δώσει ένα παράδειγμα, διαβάζουμε στην εφημερίδα, τόνισε την έκταση που έδωσε στο ρόλο των μαγισσών.
Ανάλογα, πρόσθεσε μια φράση, έβαλε μια δική του φράση στο στόμα της λαίδης Μάκβεθ, στην περίφημη σκηνή της υπνοβασίας, «βασιζόμενος σε ιστορικά κατατεθειμένα στοιχεία που ανέσυρε για να εξηγήσει τη στάση της». Γιατί; «Γιατί δεν ανέχομαι» είπε «να κολληθεί η ετικέτα της τρέλας στη λαίδη Μάκβεθ. Αλίμονο αν τη θεωρήσουμε μια ψυχιατρική περίπτωση».
Αν όχι Σαίξπηρ λοιπόν, αν όχι ακριβώς Σαίξπηρ, πάντως Χειμωνάς. Από αυτή πλέον την άποψη, μακάρι να μας είχε δώσει κι άλλες μεταφράσεις ο Χειμωνάς, με τόσες ή και περισσότερες αυθαιρεσίες, μεταφράσεις-προσωπικές αναγνώσεις, εννοείται πια.»
Άρα, ας πάψει η καραμέλα ότι ο μεταφραστής οφείλει να είναι λογοτεχνικός παίκτης Γ’ εθνικής! Λόγον ποιεί, επιτέλους!
Όσοι είναι ικανοί και το επιθυμούν*, ας καταξιωθούν ως επιφανείς τσαμπιονσλίγκαροι!
*Η επιθυμία, συνίσταται στις αντικειμενικές δυσκολίες γραφής με τέτοιο τρόπο.
Διότι όσοι βρίσκονται στον χώρο, ειδικά των τηλεοπτικών μεταφράσεων, εικάζω ότι γνωρίζουν τα άτεγκτα deadline, τις αλλοπρόσαλλες απαιτήσεις καναλιών και εταιριών, τύπου ενίοτε «θέλω αύριο το πρωί μια ταινία 1500 υποτίτλων – κι ας έχει πάει η ώρα ήδη 18.00… και σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές αμοιβές, αν μη τι άλλο για υψηλού επιπέδου υποτιτλισμό όπερας π.χ (και όχι ευτελών χαζοσήριαλ η ταινιών χειρίστης αμερικανιάς) οι μεταφραστές δεν έχουν ιδιαίτερο κίνητρο να αποδώσουν τα μέγιστα.
Βασική αρχή του υποτιτλισμού: ο υπότιτλος δεν μπορεί να αποτελεί ξεχωριστό λογοτεχνικό έργο από το μεταφραζόμενο κείμενο/σενάριο. Ο υποτιτλιστής δεν μπορεί να χρησιμοποιεί λέξεις τόσο εξεζητημένες που ο μέσος θεατής να "σκαλώνει", και εξαιτίας αυτού να χάνει μέρος της εικόνας και τον επόμενο υπότιτλο. .
Τι εννοείται βασική αρχή;
Ποιος την όρισε;
Υπάρχει κάποιος που να διεκδικεί το αλάθητο;
Κρατείστε την παρακαλώ ως προσωπική σας άποψη και μόνο.
Και ναι, ένας ικανότατος μεταφραστής,
είναι σε θέση να υπερκεράσει το κείμενο.
Θα επαναλάβω αυτό που έγραψα σε προγενέστερο σχόλιο.
Είναι προφανές ότι
κάθε καινούργια απόδοση οποιουδήποτε έργου οφείλει να προσθέτει κάτι σε αυτό, χωρίς να ξεφεύγει από τον βασικό κορμό του.
Κι εγώ δεν αισθάνομαι ότι εξόκειλα.
Κι αν μπορεί να υπερκεράσει κιόλας το κείμενο, τόσο το καλύτερο.
Αλίμονο εάν χτυπούμε προσοχές και μόνο.
Τότε θα είμαστε διαρκώς εγκλωβισμένοι σε «κλασικές» αγκυλώσεις, ωσάν ολιγοδρανισμένα αμνοερίφια σε διατεταγμένη προβλέψιμη υπηρεσία.
Αν λοιπόν το λιμπρέτο της όπερας χρησιμοποιεί απλά, κατανοητά λόγια, ο υποτιτλιστής οφείλει να ακολουθήσει αυτή τη γραμμή. Αλλά ακόμα κι αν το κείμενο είναι γεμάτο δυσνόητες λέξεις, πάλι ο υποτιτλιστής πρέπει να εφαρμόσει τον κανόνα ότι δεν δυσκολεύουμε τον θεατή, γιατί πρέπει παράλληλα να βλέπει και εικόνες, όχι μόνο να διαβάζει μετά μανίας υποτίτλους σαν να είναι άσκηση ανάγνωσης για προχωρημένους μαθητές. .
Και πάλι τούτο αποτελεί προσωπική σας άποψη.
Μην την καταγράφετε ως απολυτότητα.
Μπράβο, ήταν μια πετυχημένη μετάφραση επειδή δεν είχε λάθη, επειδή ήταν τόσο φυσική όσο η γλώσσα που μιλάμε όλοι μας,
Τι εννοείτε «όλοι μας»;
Επειδή δηλαδή η πλειοψηφία των φραπελλήνων, η μάζα, ο χύδην όχλος, δεν γνωρίζει την γλώσσα μας, αλλά χρησιμοποιεί 500-1000 λέξεις, ο σοβαρός μεταφραστής και άριστος γνώστης της γλώσσας μας οφείλει να τους κάνει τον υπηρέτη; Να τους κάνει το χατήρι να κατεβάσει τα επίπεδο σε επίπεδα δημοτικού;
Σοβαρολογείτε;
Επί της ταμπακιέρας πάντως, δύο παρατηρήσεις.
1) ουκ ολίγοι λάτρεις της όπερας, ενδεχομένως και οι γνησιότεροι θιασώτες της, γνωρίζουν την Ελληνικήν αρκετά έως πολύ καλά. Άρα, ας μην τους υποτιμούμε.
2) η ίδια η όπερα χρήζει μετάφρασης πλέον προσεγμένης, αντισυμβατικής, λυρικής ή επικής κ.ο.κ. και σίγουρα με μια sui generis ματιά.
Αν μετά το τέλος του θεάματος, οι θεατές εκφράζουν γνώμες που κυμαίνονται από την απορία και τον εκνευρισμό μέχρι τη θυμηδία, ο μεταφραστής έχει αποτύχει παταγωδώς.
Θα έχει αποτύχει; Και δη παταγωδώς;
Και δεν θα έχουν «αποτύχει» οι θεατές με την άγνοιά τους;
Κρέσσων γαρ οικτιρμού φθόνος. :)
Όταν κάνουμε επώνυμη κριτική, δηλαδή αναφέρουμε το όνομα έργου όπου εντοπίστηκε λάθος ή δημιουργού ή μεταφραστή, τότε θα είναι πιο σωστό να κοινοποιούμε την κριτική μας με κάποιον τρόπο σε κάποιον υπεύθυνο, για να μπορεί και ο υπεύθυνος για το πρόβλημα να παρουσιάσει τη δική του άποψη. Να δίνουμε δηλαδή την ευκαιρία να ακουστεί και η altera pars. Δεν είναι πάντα εύκολο αυτό: δίπλα στα ονόματα των δημιουργών ή των μεταφραστών δεν υπάρχουν και στοιχεία επικοινωνίας. Σ' αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να απευθυνθούμε στο κανάλι της Βουλής ζητώντας να κοινοποιήσουν τη συζήτηση στον υποτιτλιστή. Τι λέτε;
Θα έπρεπε και μολαταύτα δεν το πράξατε.
Στοιχειώδης δεοντολογία, γαρ.
Δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεθούν τα στοιχεία του οποιουδήποτε. Ένα τηλέφωνο ή μέιλ στο κανάλι, και κείνο θα παραπέμψει τον ενδιαφερόμενο στην μεταφραστική εταιρεία, η οποία θα δώσει όλα τα στοιχεία.
Έτσι έγινε και στην ημετέρα περίπτωση, ουχί με κήνσορες, αλλά με απόλυτα ικανοποιημένους θεατές, και έκπληκτους ταυτόχρονα από τον πλούτο της γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε «για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση» όπως κάποιοι είπαν (για τον Μεφιστοφελή αρχικώς) όσο και τον τρόπο με τον οποίο μετουσιώθηκε στην δομή της μετάφρασης, και οι οποίοι θεώρησαν ήσσονος σημασίας το ότι δεν «απόλαυσαν» συμβατικώς μια ακόμη παράσταση όπερας, εστιάζοντας στα μείζονα…
Ορθότατη η παρατήρησή σας, πάντως.
Ευελπιστώ να την εφαρμόσετε στον …επόμενο παντέκλερο κακορίμαλο