Θωράκιον
-- [Ναυτ.]
Θωράκιον ή
καρχήσιον (η κόφα, la hune) καλείται εσχάρα εκ ξύλων εστρογγυλευμένη προς πρώραν διά την ελευθέραν λειτουργίαν των ιστίων· τηρείται επί των ζυγίδων και των σκελών διά γόμφων μετά περικοχλίου. Το θωράκιον χρησιμεύει επί των ιστιοφόρων πλοίων, όπως παρέχη κατάλληλον κλίσιν εις τους επιτόνους των επιστυλίων και ως τόπος συγκεντρώσεως και αναψυχής κατά τους χειρισμούς διά τους θωρακίτας, επίσης δε και προς εναπόθεσιν των αντικειμένων άτινα δέον να ώσι πρόχειρα προς εξυπηρέτησιν της ανωτέρας εξαρτίας. ... [Δ]ιακρίνομεν εις το μέσον αυτού τέσσαρας ορθογωνίους οπάς, τας Α, Α΄, καλουμένας
οπάς του θωρακίου (τρύπες της κόφας, trous du chat) ... δι’ ων ανέρχονται οι άνδρες επί του θωρακίου· την οπήν Β, δι’ ής διέρχεται η κορυφή της στύλης· και την οπήν C, καλουμένην
όπαιον του επιστηλίου (τρύπα του τσιμπουκιού, cheminée), εν η εναρμόζεται η έδρα του επιστηλίου. Επί πλέον το θωράκιον εις το πρωραίον μέρος του, το εστρογγυλευμένον, φέρει τρεις οπάς διά την διάβασιν της αρτάνης και διά τα ενώτια των τροχίλων των υπερών της κατωτέρας κεραίας.
Πλην του καθαρώς ναυτικού σκοπού, ον εξεπλήρου το θωράκιον από της εποχής του κωπήρους ναυτικού, εχρησιμοποιείτο διά πολεμικούς σκοπούς, καθ’ όσον είτε μόνιμα είτε αφαιρετά θωράκια ηλούντο επί των ιστών, ... όπως επ’ αυτών ανέρχονται πολεμισταί κατά την ώραν της μάχης. Βραδύτερον, κατά την εποχήν του ιστιοφόρου ναυτικού εχρησιμοποιείτο επίσης και διά πολεμικούς σκοπούς, ανερχομένων επί των θωρακίων κατά την μάχην ενωμοτιών εκλεκτών σκοπευτών.
Σημειούμεν ότι ο Άγγλος ναύαρχος Οράτιος Νέλσων επληγώθη θανασίμως υπό σφαίρας ριφθείσης εκ του θωρακίου του ιστού του επιδρόμου του γαλλικού δικρότου Rédoutable, μεθ’ ου συνεπλέκετο η ναυαρχίς του Νέλσωνος Victory (κυβερνήτης του γαλλικού δικρότου ήτο ο Έλλην την καταγωγήν πλοίαρχος Lucas).
Γ. Ν. ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ
Πηγή:
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
καρχήσιον mast-head of a ship, through which the halyards worked (LSJ).
Πρώτη σημασία:
a drinking-cup narrower in the middle than at the top and bottom. Εξ ου και ο συμφυρμός με το κοφίνι.
Οι Βυζαντινοί το έλεγαν και
ξυλόκαστρον.
Όποιος μπορέσει να βρει άκρη στον κυκεώνα της ναυτικής ορολογίας (τι είναι, για πέστε μου, οι ζυγίδες, τι είναι οι επίτονοι των επιστυλίων, και τι τα ενώτια των τροχίλων των υπερών της κατωτέρας κεραίας), θα του αποστείλω δωράκι.