Λίγες σκέψεις και από μένα.
Προσωπικά, όταν ακούω έναν πολιτικό να λέει ότι το τοπίο της ενημέρωσης θέλει ρύθμιση, ανατριχιάζω. Σε μια δυτική δημοκρατία, δεν είναι δουλειά των πολιτικών να ρυθμίζουν την ενημέρωση. Αυτά ταιριάζουν σε αυταρχικά καθεστώτα. Σε μια δυτική δημοκρατία, η ενημέρωση οφείλει να είναι ελεύθερη. Οπότε ναι, καλύτερα το τηλεοπτικό τοπίο να είναι αρρύθμιστο —ελεύθερες άδειες, να εκπέμπει όποιος θέλει ό,τι θέλει— παρά ρυθμισμένο από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία. Αν δεχθούμε ότι το τηλεοπτικό τοπίο θέλει ρύθμιση, τότε αυτονόητα οφείλουμε να δεχθούμε ότι και το ραδιοφωνικό τοπίο θέλει ρύθμιση. Πόσες άδειες χωρούν άραγε εκεί; Πόση είναι η πίτα; Σε πόσα ίσα κομμάτια να την κόψουμε; Και μετά βεβαίως θα πρέπει να ρυθμίσουμε και το τοπίο της έντυπης ενημέρωσης. Πόσες εφημερίδες χωρούν στην αγορά; Πόσα περιοδικά; Σε πόσα ίσα κομμάτια να κόψουμε την πίτα; Αν δέχεστε ότι η κυβέρνηση οφείλει να ορίζει πόσα τηλεοπτικά κανάλια μπορούν να εκπέμπουν με γνώμονα το μέγεθος της διαφημιστικής πίτας, τότε πρέπει να δεχθείτε ότι οφείλει να ορίζει και πόσους ραδιοφωνικούς σταθμούς, πόσες εφημερίδες και πόσα περιοδικά χωράει η αγορά. Αν σας φαίνεται παράλογο το δεύτερο, τότε δεν μπορείτε να δέχεστε το πρώτο.
Το σύνηθες αντεπιχείρημα κατά της εξομοίωσης των τηλεοπτικών καναλιών με τις εφημερίδες (αλλά όχι τους ραδιοφωνικούς σταθμούς) είναι ότι τα κανάλια εκμεταλλεύονται δημόσιες συχνότητες. Κάποτε —και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις οι οποίες στην πραγματικότητα ουδέποτε ίσχυσαν— μπορεί το επιχείρημα αυτό να έστεκε, αλλά σήμερα, σόρι, δεν στέκει ούτε κατά διάνοια. Θα έστεκε μόνο εφόσον η ζήτηση για τις συχνότητες ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά των συχνοτήτων. Σε τέτοια περίπτωση, θα είχε νόημα να μπουν περιορισμοί στο ποιος θα εκπέμπει, διότι δεν θα μπορούσαν να εκπέμψουν όλοι. Σήμερα, με τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας, το φάσμα των συχνοτήτων είναι πρακτικά ανεξάντλητο: μπορούν να εκπέμψουν χιλιάδες κανάλια. Υπό τις σημερινές συνθήκες, οι δημόσιες συχνότητες είναι κάτι σαν τον αέρα —μπορούμε όλοι να τον αναπνεύσουμε χωρίς να τον στερούμε από τους άλλους, οπότε δεν έχει νόημα να μπουν περιορισμοί στην ποσότητα του αέρα που καταναλώνουμε ή στο πόσοι τον καταναλώνουμε, ούτε φυσικά έχει νόημα να μπει κάποιο τίμημα στην κατανάλωσή του.
Για μένα, είναι προφανές ότι ο στόχος της κυβέρνησης στο ζήτημα των αδειών ήταν διττός. Αφένος ήθελε να βάλει χέρι στην ενημέρωση και αφετέρου ήθελε να δείξει στο εκλογικό της ακροατήριο ότι πολεμά τους κακούς καναλάρχες και την κακιά διαπλοκή. Ως προς το πρώτο, της ξέφυγε μεν ο ΣΚΑΪ και έχασε και τον Κοντομηνά αλλά κατάφερε να μπουν στο τοπίο δύο δικοί της (στους οποίους αναμφίβολα θα βρει στέγη και ο Λαζόπουλος, μην ανησυχείτε), και ταυτόχρονα να περιορίσει τα ιδιωτικά κανάλια σε τέσσερα. Συνολικά, από τα οκτώ πανελλαδικής εμβέλειας κανάλια (τέσσερα δημόσια, τέσσερα ιδιωτικά) τα έξι θα είναι φιλικά διακείμενα απέναντι στην κυβέρνηση. Έξι στα οκτώ. Δεν το λες και άσχημα. Μεταξύ μας, ακόμη και η υποτιθέμενη «νίκη» του Αλαφούζου βολεύει την κυβέρνηση, και μάλιστα πολύ. Από τη μία θα μπορούν τα φερέφωνά της να παρουσιάζουν το γεγονός ότι πήρε άδεια ο αντιπολιτευόμενος ΣΚΑΪ ως δείγμα της δήθεν κυβερνητικής αμεροληψίας (και θα το κάνουν κατά κόρον, ad nauseam —ήδη το έχουν ξεκινήσει) και από την άλλη θα συνεχίζει να υπάρχει ο κακός και εξόχως απαραίτητος εχθρός που η καλή μας κυβέρνηση διαρκώς θα πολεμά. Ως προς το δεύτερο, η επιτυχία της ήταν ομολογουμένως απόλυτη. Μετέτρεψε τη διαδικασία αδειοδότησης σε ένα ανεπανάληπτο σόου. Έκλεισε ταπεινωτικά τους κακούς καναλάρχες σε μια ιδιότυπη φυλακή επί τρεις ημέρες και τους απέσπασε και 250 εκατομμύρια από πάνω, τα οποία ο καλός πρωθυπουργός μας, ως άλλος Ρομπέν των Δασών, θα μοιράσει στους αναξιοπαθούντες της κοινωνίας μας —δείχνοντας για πολλοστή φορά ότι τον νοιάζουν οι εντυπώσεις και όχι η ουσία, διότι θα έπρεπε να γνωρίζει ότι τα λεφτά αυτά θα έπιαναν πολύ καλύτερο τόπο αν τα επένδυε στη δημιουργία θέσεων εργασίας παρά αν τα μοιράσει εφ άπαξ, όπως δήλωσε ότι θα κάνει. (Κάποτε, σε μια συνέντευξή του, ο Τσίπρας είχε μνημονεύσει ένα παλιό, σοφό ρητό: «Αν θέλεις να βοηθήσεις κάποιον, μην του χαρίσεις ένα ψάρι. Μάθε του να ψαρεύει». Το είχε βέβαια αποδώσει εσφαλμένα στον Μάο, αλλά δεν πειράζει, σημασία έχει η ουσία του ρητού. Τώρα λοιπόν που καλείται να το εφαρμόσει, ο Τσίπρας το ξεχνάει παντελώς και διαλέγει αντιθέτως να μοιράσει ψάρια, γνωρίζοντας ότι έτσι θα αλιεύσει περισσότερες ψήφους και θα σκοράρει περισσότερους πόντους στην εκλογική πελατεία του).
Τι μας λες λοιπόν; Ήσουν ικανοποιημένος από το τηλεοπτικό τοπίο; Ήσουν ικανοποιημένος από την ποιότητα της τηλεόρασης; Υπήρχε αντικειμενικότητα στη μετάδοση των ειδήσεων;
Όχι, δεν ήμουν ικανοποιημένος. Αλλά δεν είναι δουλειά της κυβέρνησης να τα εξασφαλίσει αυτά. Ακόμη και αν δεχθώ ότι θέλει να τα εξασφαλίσει, δεν μπορεί. Η ποιότητα της τηλεόρασης είναι συνάρτηση δύο πραγμάτων: των τηλεοπτικών παραγωγών και των τηλεθεατών. Αν οι τηλεοπτικοί παραγωγοί είναι χαμηλού επιπέδου και —κυρίως— αν οι τηλεθεατές τούς επιβραβεύουν μέσω του τηλεκοντρόλ τους, τότε το επίπεδο θα είναι χαμηλό. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό πράγματι συμβαίνει. Το χαμηλό επίπεδο της τηλεόρασης είναι, πολύ απλά, αντανάκλαση του χαμηλού επιπέδου της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά ανάμεσα στα σκουπίδια υπάρχουν και διαμάντια, και ευτυχώς υπάρχουν και αρκετοί τηλεθεατές που επιβραβεύουν τα διαμάντια. Αν στο μέλλον οι τηλεθεατές αυτοί αυξηθούν, τότε θα αυξηθούν και τα διαμάντια. Αν μειωθούν, τότε θα αυξηθούν τα σκουπίδια.
Το ζήτημα της αντικειμενικότητας είναι ακόμη πιο φευγαλέο. Για μένα, είναι εξαρχής ανέφικτος στόχος. Δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει αντικειμενική ενημέρωση. Η ενημέρωση αναπόφευκτα χρωματίζεται και πάντοτε θα χρωματίζεται από τις απόψεις του φορέα που τη μεταδίδει. Δεν υπάρχουν και ποτέ δεν θα υπάρξουν αντικειμενικοί δημοσιογράφοι. Υπάρχει βέβαια απόσταση ανάμεσα στον υποκειμενισμό ενός καλοπροαίρετου δημοσιογράφου που προσπαθεί ενσυνείδητα να κάνει τη δουλειά του και ενός στυγνού απατεώνα που παραχαράσσει και διαστρεβλώνει συνειδητά την είδηση, αλλά και εδώ είναι δουλειά του τηλεθεατή να επιβραβεύσει τον πρώτο και να τιμωρήσει τον δεύτερο. Αν ο τηλεθεατής επιβραβεύει τον Τράγκα, θα γεμίσουμε δυστυχώς με Τράγκες.
Αν λοιπόν η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε την αντικειμενικότητα ούτε την ποιότητα των καναλιών, τότε τι μπορεί να κάνει; Να κάτσει με σταυρωμένα χέρια; Όχι, έχει δύο πολύ σημαντικά πράγματα να κάνει.
Πρώτον, να διασφαλίσει τον πλουραλισμό, επιτρέποντας σε όποιον θέλει και μπορεί να ανοίξει κανάλι χωρίς περιορισμούς, χωρίς τέλη, χωρίς τίποτε. «Αφήστε εκατό λουλούδια να ανθίσουν», που έλεγε (όντως, αυτή τη φορά) ο σύντροφος Μάο (λίγο προτού εξαπολύσει ένα κύμα καταστολής κατά των λουλουδιών που είχαν το θράσος να τολμήσουν να ανθίσουν). Ας ανθίσουν λοιπόν τα κανάλια, και στη συνέχεια, εμείς, οι τηλεθεατές, θα κρίνουμε ποια θα επιβιώσουν και ποια όχι.
Δεύτερον, να διασφαλίσει ότι τα κανάλια θα σέβονται τους νόμους του κράτους: ότι δεν θα διακινούν μαύρο χρήμα, δεν θα εκβιάζουν κλπ κλπ. Αυτό είναι ομολογουμένως πολύ πιο δύσκολο, αλλά για αυτές τις δύσκολες δουλειές υπάρχουν οι κυβερνήσεις.
Αυτά πρέπει να κάνει η κυβέρνηση και όχι, στο όνομα της «ρύθμισης» του τηλεοπτικού τοπίου, να δημιουργήσει ένα τεχνητό ολιγοπώλιο που περιορίζει τις επιλογές του τηλεθεατή.