Είχα περάσει στην ευτυχισμένη νιρβάνα κάθε μεταφραστή, όπου έχεις γίνει ένα με το κείμενο και φεύγει νεράκι, αβίαστα από τα δάχτυλά σου. Είναι μια κατάσταση που δεν διαρκεί βέβαια πολύ, επειδή οι εσωτερικοί έλεγχοι και συναγερμοί δεν σταματούν να ζητούν την προσοχή σου. Αυτή τη φορά είχαν αγανακτήσει με μια «αμυδρή λάμψη» που είχα γράψει, μηχανικά, αποδίδοντας ένα faint glow ή κάτι τέτοιο.
«Πώς είναι δυνατόν μια λάμψη να είναι αμυδρή;» αναρωτήθηκε η εσωτερική βάρδια που ήταν σε επιφυλακή. «Τι λέει το ΛΚΝ; Έχει τέτοιο παράδειγμα;»
«Μα το λέμε», ανταπάντησαν τα δάχτυλα με αμυδρή ανασφάλεια. «Δεν το λέμε; Να, γκούγκλισέ το να δεις.»
«Over my dead body», μπήκε στην κουβέντα αγουροξυπνημένος και, γι' αυτό, γλωσσικά ασυντόνιστος ακόμα ο εσωτερικός επιμελητής. «Να το κάνεις αμυδρό φως, αμυδρό φέγγος, κάτι τέτοιo. Όχι λάμψη. Βάναυσε λαϊκιστή...»
Οπότε ήρθα κι εγώ να ρωτήσω τη γνώμη σας. Μπορεί μια λάμψη να είναι αμυδρή;
«Πώς είναι δυνατόν μια λάμψη να είναι αμυδρή;» αναρωτήθηκε η εσωτερική βάρδια που ήταν σε επιφυλακή. «Τι λέει το ΛΚΝ; Έχει τέτοιο παράδειγμα;»
«Μα το λέμε», ανταπάντησαν τα δάχτυλα με αμυδρή ανασφάλεια. «Δεν το λέμε; Να, γκούγκλισέ το να δεις.»
«Over my dead body», μπήκε στην κουβέντα αγουροξυπνημένος και, γι' αυτό, γλωσσικά ασυντόνιστος ακόμα ο εσωτερικός επιμελητής. «Να το κάνεις αμυδρό φως, αμυδρό φέγγος, κάτι τέτοιo. Όχι λάμψη. Βάναυσε λαϊκιστή...»
Οπότε ήρθα κι εγώ να ρωτήσω τη γνώμη σας. Μπορεί μια λάμψη να είναι αμυδρή;