Philology. Θέλει προσοχή.
Π.χ., όπως λέει η Britannica:
a term now rarely used but once applied to the study of language and literature. Nowadays a distinction is usually made between literary and linguistic scholarship, and the term
philology, where used, means the study of language—i.e.,
linguistics (q.v.). It survives in the titles of a few learned journals that date to the 19th century.
Comparative philology was a former name for what is now called
comparative linguistics (q.v.).
Το
comparative philology πρέπει να μεταφραστεί
συγκριτική γλωσσολογία, και ελπίζω τα
Συγκριτική φιλολογία στο δίκτυο να είναι όλα
Comparative literature (αν και πολλοί λένε και «Συγκριτική λογοτεχνία», όπως και κάποιοι «σπουδάζουν λογοτεχνία»).
Στο
Philology της Wikipedia λέει:
In British English usage, and in British academia, "philology" remains largely synonymous with "historical linguistics", while in US English, and US academia, the wider meaning of "study of a language's grammar, history and literary tradition" remains more widespread.
Στο Καποδιστριακό:
Το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής :
Faculty of Philology
Το Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας :
Faculty of English Studies
Μια από τα ίδια και στο
Αριστοτέλειο:
Τμήμα Φιλολογίας = School of Philology
Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας = School of English Language and Literature
Λέτε να μπερδεύονται οι Εγγλέζοι;