Τζένη Μαστοράκη. Μια βαλίτσα γεμάτη στρατιωτάκια (και άλλες σημειώσεις για τον Σάλιντζερ)
Μια βαλίτσα γεμάτη στρατιωτάκια
(και άλλες σημειώσεις για τον Σάλιντζερ)
Από την Τζένη Μαστοράκη
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ TOY TZ. NT. ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτη, Αθήνα 2010
Φράνυ και Ζούι, μτφρ. Κώστας Αλάτσης, Επίκουρος, Αθήνα 1983
Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα, μτφρ. Άρης Σφακιανάκης, Γράμματα, Αθήνα 1982
Ο φύλακας στη σίκaλη, μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, Επίκουρος, Αθήνα 1978
[Ανήλικος παραβάτης του νόμου] Ήταν μια φορά ένας, που δεν ήθελε να γίνει ούτε Τζερόμ ούτε Ντέηβιντ. Τα ονόματά του δεν ήξερε τι να τα κάνει. Μάλλον ούτε κι οι γονείς του ήξεραν, κι ας του τα ’χανε διαλέξει, κι έτσι τον φώναζαν «Σάνι». (Δεν είναι τόσο χάλια σαν το γιόκας ή το κανακάρης αυτό το Sonny, αλλά δυστυχώς κάτι τέτοιο σημαίνει.) «Σάνι» μπήκε στο δημοτικό, «Σάνι» και στο γυμνάσιο ώσπου, κάπου εκεί, αποφάσισε πως θα γινόταν συγγραφέας και θα υπέγραφε «Τζέρι Σάλιντζερ». Και Τζέρι έγινε (για όλους αυτούς που τον γνώρισαν από κοντά) και συγγραφέας. Για την υπογραφή του προτίμησε όμως το J.D. Όταν τον ρωτούσαν τι σημαίνουν τα αρχικά του, έλεγε: Juvenile Delinquent.
[Βιομηχανία Σάλιντζερ] «The Salinger industry». Ένα ιστορικό άρθρο του Τζωρτζ Στάινερ (The Nation, 1959). Όπως και να το κάνουμε, έλεγε, «ο κύριος Τζερόμ Ντέηβιντ Σάλιντζερ δεν είναι ούτε Μολιέρος ούτε Τσέχωφ, και δεν φτάνει ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του Μαρκ Τουέην. Καλή και η Εσμέ, καλός και ο Ντε Ντωμιέ-Σμιθ, καλή και η οικογένεια Γκλας. Αλλά όχι και να νομίζουμε πως ξαναγεννήθηκε ο Οίκος των Ατρειδών!»
[Γλώσσα] Διάβασα στο προπερασμένο τεύχος το έξοχο κείμενο του Χρήστου Χωμενίδη και το σχόλιό του για το δήθεν. Υπάρχουν όμως κάποιοι χρονικοί λογαριασμοί που, για μένα, κάνουν τα πράγματα λίγο πιo περίπλοκα. Τα δικά μας δήθεν και οι δηθενιές έχουν μια ηλικία, πόσων; Δέκα-δεκαπέντε χρόνων; Το phoney του Σάλιντζερ, στο στόμα ενός πιτσιρικά που είναι δεκαέξι χρονών το 1941 (βλ. λ. Εξέγερση) προέρχεται από το 1900. Το ’77 ρισκάρισα, απλώς, την πιστότερη παλιά λέξη που είχα στη διάθεσή μου. Αλλά καμιά λέξη δεν διαρκεί για πάντα. Κοντεύει χρόνος που ξαναμεταφράζω τον Φύλακα, και τώρα πια νομίζω πως η λύση βρίσκεται αλλού.
[Δι’ αλληλογραφίας] Η μισή ερωτική ζωή του συμβαίνει μέσα σε γράμματα. Πολυσέλιδα και καθημερινά (1942) στην Ούνα, την πανέμορφη κόρη του Ευγένιου Ο’Νηλ, που τελικά βαριέται τις αλληλογραφίες, ερωτεύεται τον Τσάρλι Τσάπλιν, και ο Σάλιντζερ μαθαίνει το γάμο τους από τις εφημερίδες (1943). Με γράμματα πείθει την Κλαιρ, τη δεύτερη γυναίκα του και μάνα των παιδιών του, να παρατήσει τις σπουδές της και να τον ακολουθήσει στο Κόρνις. (Όταν πρωτογνωρίζονται, εκείνη είναι 16 κι εκείνος 31.) Κάπως έτσι έριξε και την Κολίν, την τρίτη του γυναίκα και επίσημη χήρα του. Τα γράμματά του στην πιτσιρίκα Τζόις Μέιναρντ εξελίχθηκαν σε πολύ οδυνηρή ιστορία (βλ. λ. Ρόμπα). Ένας άλλος έρως δι’ αλληλογραφίας είχε άδοξο τέλος και αυτόπτες μάρτυρες. Στα 49 του, χωρισμένος πια, βομβαρδίζει με γράμματα μια κοπελίτσα από το Εδιμβούργο, και αποφασίζει να πάει να τη βρει. Παίρνει μαζί και τα παιδιά του, που είναι 12 και 8 χρονών. Μόλις τη βλέπει από κοντά, ξενερώνει και δε θέλει τη ζωή του. Η κόρη του σχολιάζει αργότερα πως το φόρτε του ήταν οι έρωτες εξ αποστάσεως. Όσο μεγαλύτερη η απόσταση, λέει, τόσο το καλύτερο.
[Εξέγερση] Ανεπαίσθητη όμως. Το 1941 ο Χόλντεν Κώλφηλντ είναι δεκαέξι χρονών, ο Σάλιντζερ κλείνει όπου να ’ναι τα είκοσι δύο, και το διήγημα «A Slight Rebellion off Madison» προορίζεται για το χριστουγεννιάτικο τεύχος του New Yorker. Στις 7 Δεκεμβρίου οι Γιαπωνέζοι βομβαρδίζουν το Περλ Χάρμπορ, η Αμερική μπαίνει στον πόλεμο και το διήγημα, που κρίνεται «τραγικά ανεπίκαιρο», θα δημοσιευτεί πια τα Χριστούγεννα του 1946. Ένα χρόνο πριν, στο χριστουγεννιάτικο Collier’s, έχει δημοσιευτεί το «I’m Crazy». Τα δυο αυτά διηγήματα θα γίνουν τα πρώτα κεφάλαια του Φύλακα.
[Ζωή αλλού] Το 1953 αγοράζει το κτήμα στο Κόρνις του Νιου Χάμσαϊρ. Το αγροτόσπιτο είναι σε κακό χάλι. Χρόνια και χρόνια, κουβαλάει νερό απ’ το ποταμάκι και μαστορεύει τα ξεχαρβαλωμένα. Το πιο κοντινό κατοικημένο σημείο, ώς τη δεκαετία του ’60, είναι πέντε ταφόπετρες κρυμμένες στη βλάστηση. Εκεί θα μείνει για πάντα, εκεί θα κλείσει τις γυναίκες της ζωής του (για όσο αντέξουν), εκεί θα γεννηθούν και θα μεγαλώσουν τα παιδιά του. Απ’ ό,τι λένε πάντως, ο «κύριος Τζέρι» του Κόρνις δεν ήταν ούτε μισάνθρωπος ούτε ερημίτης. Μάζευε κάθε πρωί την αλληλογραφία του από το ταχυδρομείο, έπιανε κουβέντα με τα παιδάκια στο δρόμο, έκανε βράδυ τα ψώνια του στο σούπερ μάρκετ, μπαινόβγαινε στις βιβλιοθήκες (του Ντάρμουθ κυρίως). Από τη δεκαετία του ’90 άρχισε να εμφανίζεται στα ενοριακά δείπνα της Κυριακής. Έφτανε πάντα νωρίτερα, καθόταν σε μιαν άκρη κι έγραφε σ’ ένα μπλοκάκι σπιράλ. Ολόκληρο το Κόρνις τον αγαπούσε και τον προστάτευε: οι λάθος άνθρωποι που έψαχναν να βρουν το σπίτι του, έπαιρναν λάθος οδηγίες από τους ντόπιους και κατέληγαν στα όρη και στα βουνά.
[Ηθοποιός της Χρονιάς] Ο πρώτος και τελευταίος του τίτλος, το 1930, σε μια θερινή κατασκήνωση στο Μέην. Ο Σάλιντζερ είναι έντεκα χρονών. Λίγο αργότερα, όταν ο πατέρας του προσπαθεί να τον βάλει σ’ ένα μουράτο ιδιωτικό σχολείο (McBurney) και τον καλούν επιτέλους για συνέντευξη, ο Σάλιντζερ δηλώνει πως έχει δύο ενδιαφέροντα: το θέατρο και τα τροπικά ψάρια. Στο σχολείο θα μπει τελικά και θα παίξει σε δύο παραστάσεις της θεατρικής ομάδας. Γυναικείους ρόλους. Ο πατέρας του ενοχλείται, του λέει αυστηρά να μην το ξανακάνει. Έτσι κι αλλιώς, στο τέλος της δεύτερης χρονιάς παίρνει πόδι από το σχολείο.
[Θυμός] (Προτιμώ ν’ αφήσω απ’ έξω το λήμμα θρησκεία. Ήταν μπερδεμένα τα θρησκευτικά του. Και λίγο βαρετά.) Ο Σάλιντζερ έξαλλος με όλους και με όλα. Τα σπάει με εκδότες, κριτικούς, δημοσιογράφους. Κόβει την καλημέρα ακόμα και στη μαθητριούλα του Κόρνις, που του πήρε συνέντευξη για το περιοδικάκι του σχολείου, αλλά την έδωσε σε κάποια τοπική εφημερίδα. Από εικοσάρης, που ονειρεύεται μια καριέρα στα μεγάλα περιοδικά της Αμερικής, οι επιμελητές είναι ο χειρότερος εχθρός του. Γίνεται θηρίο όταν του αλλάζουν τους τίτλους του (από δυο-τρεις που είδα, μόνο δίκιο είχε). Χαλάει φιλίες και για ένα κόμμα. (Λατρεύει όμως τους επιμελητές του New Yorker, που κάνουν συσκέψεις και κόντρα συσκέψεις το 1948 για ν’ αποφασίσουν αν το bananafish θα γραφτεί σαν μία ή δύο λέξεις.) Να μην ξεχάσω τις εικονογραφήσεις, που τις σιχαίνεται όσο τίποτα. Στο Collier’s του ’45, ο τρελαμένος Χόλντεν του «I’m Mad» μοιάζει να βγαίνει από σαχλούτσικο παιδικό βιβλίο του παλιού καιρού. Μακριά παλτουδιά, βαλίτσες και καπελάκι-ρεπούμπλικα. Ένας μικρομέγαλος «Τοτός που ταξιδεύει».
[Ινδιάνος] Έπειτα από έναν γερό καβγά με την αδερφή του την Ντόρις, ο Σάλιντζερ ετοιμάζει όπως όπως τη βαλίτσα του και φεύγει. Ώρες αργότερα, η μητέρα τους επιστρέφει από τα ψώνια, και τον βρίσκει να κόβει βόλτες μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας. «Μαμά», της λέει, «εγώ φεύγω για πάντα, αλλά ήθελα να σου πω ένα γεια». Είναι ντυμένος όπως πρέπει για το δρόμο: με την ινδιάνικη στολή του και όλα τα φτερά. Ο Σάλιντζερ είναι τεσσάρων χρονών, και η Ντόρις δέκα. Όταν ανοίγουν τη βαλίτσα του, τη βρίσκουν γεμάτη στρατιωτάκια.
[Καημοί] Τα άπιαστα κορίτσια. Ο Σάλιντζερ μοιάζει να ερωτεύεται κυρίως αυτά. Την εποχή που προσπαθεί να ξεπεράσει την Ούνα, γράφει σ’ έναν φίλο του για να του ανακοινώσει πως ετοιμάζεται να παντρευτεί. Η νύφη, μια δεκαοχτάχρονη από τη Νέα Υόρκη, δεν έχει ιδέα και δεν θα το μάθει ποτέ. Ο Σάλιντζερ την είχε φλερτάρει μια-δυο φορές, κι από τότε, ούτε γράμμα ούτε τηλεφώνημα. Τον «σοβαρό σκοπό» τον είχε μόνο μέσα στο κεφάλι του. Ο μεγαλύτερος καημός του θα μείνει ώς το τέλος μια κοπελίτσα που είχε γνωρίσει στη Βιέννη. Σε όλα τα όνειρά του γονατίζει και της ξαναδένει τα πατίνια της στο παγοδρόμιο.
[Λευκός Οίκος] Κάτι μήνες πριν από τη δολοφονία του, τον Απρίλιο του ’63, ο Κένεντι ετοιμάζεται να δεξιωθεί «ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης». Ο Σάλιντζερ του έχει ιδιαίτερη αδυναμία, αλλά δεν απαντάει στην επίσημη πρόσκληση. Κάποια μέρα, τον παίρνει τηλέφωνο η Τζάκι. Η γνωστή μας. Του λέει, του λέει, ο Σάλιντζερ δέχεται, αλλά δεν της κάνει τη χάρη τελικά. Τι μ’ αρέσει πιο πολύ σ’ αυτή την ιστορία; Ο τριψήφιος αριθμός του τηλεφώνου του εκείνη την εποχή: 401.
[Μαντεμουαζέλ] Ο οπλίτης Σάλιντζερ στον δεύτερο παγκόσμιο. Στα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών. Στο τέλος του πολέμου καταλήγει σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο της Νυρεμβέργης με νευρικό κλονισμό. (Εκεί γνωρίζει τη Σύλβια, την πρώτη του γυναίκα, την κουβαλάει στη Νέα Υόρκη, εξηγεί στους φίλους του πως την ερωτεύτηκε γιατί οι δυο τους επικοινωνούσαν τηλεπαθητικά, αλλά ο γάμος τους τελειώνει πάνω στους οχτώ μήνες.) Χρόνια αργότερα η κόρη του τον κατηγορεί πως τη μεγάλωσε σαν νεοσυλλεκτάκι. Με σκληραγωγία και ιστορίες από τον πόλεμο. Μέχρι να πάει στο νηπιαγωγείο, λέει, όλο φανταρίστικα τραγούδια ήξερε κι ούτε ένα «αχ, κουνελάκι». Ο Σάλιντζερ την είχε γράψει στο μαγνητόφωνο να τραγουδάει, τεσσάρων χρονών, τη «Mademoiselle from Armentieres», ένα σουξέ του Πρώτου Παγκόσμιου, κατάλληλα διασκευασμένο για τα πιο προχωρημένη ήθη του Δεύτερου. (Η Μαντεμουαζέλ είναι μια σκληρά εργαζόμενη κοπέλα που «μοχθεί για το στρατό και ξενυχτά / ανάσκελα και με τα πόδια ανοιχτά».)
[Νόμος και Τάξη] Τον είπαν δικομανή, όμως η αλήθεια είναι πως, κάθε τόσο, όλο και κάτι αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει. Βιογραφίες που γράφτηκαν ερήμην του, συνεντεύξεις που δόθηκαν και δεν δόθηκαν. Σε μία περίπτωση χρειάστηκε να φρενάρει, τουλάχιστον μέσα στην Αμερική, μια ψευτο-συνέχεια του Φύλακα, που ωστόσο κυκλοφόρησε στην Αγγλία (Sixty Years Later - Coming Through the Rye). Έδωσε μεγάλες μάχες για να μη δημοσιευτούν επιστολές του που βρέθηκαν σε ακατάλληλα χέρια. (Τα ακατάλληλα χέρια προσπάθησαν να ξεγλιστρήσουν, παραφράζοντας ό,τι δεν μπορούσαν να παραθέσουν αυτούσιο.) Κάποια στιγμή, τη δεκαετία του ’60, υπαγορεύει στον ατζέντη του τις απαιτήσεις του για κάθε μελλοντική του έκδοση: όχι εξώφυλλα με ζωγραφιές, όχι βιογραφικά. Τη φωτογραφία του την έχει αποσύρει προ πολλού.
[Ξεπατικωσούρες] Μια νόστιμη ιστορία: Η δεκαοχτάχρονη Κάρολ Γκρέης είναι πολλά υποσχόμενη ηθοποιός και αρραβωνιασμένη με τον τριανταπεντάρη Γουίλιαμ Σάρογιαν. Εντυπωσιασμένη από τα γράμματα του Σάλιντζερ στην Ούνα (που είναι κολλητή της), αρχίζει να αντιγράφει αποσπάσματα και να τα βάζει στα γράμματα που στέλνει στον στρατευμένο Σάρογιαν (μιλάμε για τα χρόνια του πολέμου), για να του κάνει φιγούρα. Ο Σάρογιαν διαβάζει, μπαφιάζει, και είναι στο τσακ να διαλύσει τον αρραβώνα. Εντάξει, τελικά το πήρε το κορίτσι. Μόνο που το κορίτσι τον παράτησε, λίγα χρόνια αργότερα, για τον Γουώλτερ Ματάου.
[Οχυρωματικά έργα] Άφησα απ’ έξω την οργόνη και την ομοιοπαθητική, τις μακρο-βιοτικές του μανίες. Και μ’ αυτά, και χωρίς αυτά, ο Σάλιντζερ έπιασε τα 91, τι νόημα έχουν πια; Διάλεξα τον «απόρθητο φράχτη» που συναντούσαν οι παρείσακτοι γύρω απ’ το σπιτάκι του Κόρνις, και τη μαρτυρία της κόρης του: Ο φράχτης ήταν πάντα εκείνος ο σανιδένιος, που φαίνεται στην παιδική της φωτογραφία με τον πατέρα της. Και τον σκαρφάλωνε άνετα από πολύ μικρή. Οι φήμες όμως επιμένουν. Μιλούν για χειρόγραφα κρυμμένα σε χρηματοκιβώτια μεγάλα σαν δωμάτια. Για δεκάδες μυθιστορήματα και διηγήματα. (Άλλα μαρκαρισμένα με κόκκινο, που θα πει πως είναι έτοιμα για το τυπογραφείο. Άλλα με μπλε, που θα πει πως θέλουν δουλειά.) Μιλούν ακόμη για το «γραφείο» του, ένα τσιμεντένιο καταφύγιο, πολεμικού τύπου, μέσα στο δάσος. Η κόρη του περιγράφει ένα μικρό παράσπιτο, μ’ έναν μεγάλο φεγγίτη στη σκεπή και τοίχους γεμάτους παιδικές ζωγραφιές. Ο Σάλιντζερ δούλευε κάτω απ’ το φεγγίτη, με τη γραφομηχανή του ακουμπισμένη πάνω σ’ ένα κούτσουρο. Η καρέκλα του ήταν ένα παμπάλαιο κάθισμα αυτοκινήτου.
[Παιδιά] Η Μάργκαρετ-Ανν (χαϊδευτικά Πέγκι) και ο Ματ. Η κόρη τον κάνει φετάκια σ’ ένα καλογραμμένο βιβλίο. Ναι, της αρέσει που την πήγαινε βόλτες μόνο στη Νέα Υόρκη του Χόλντεν. Όχι, δεν της αρέσει που ήθελε να τη βγάλει Φοίβη, σαν τη αδερφή του Χόλντεν. (Για το όνομα επικράτησε τελικά η άποψη της μαμάς της, αλλά ναι, τον θεωρεί δεσποτικό σύζυγο.) Πολύ αργότερα, ο Σάλιντζερ είπε στα παιδιά του πως λογάριαζε να τα αφήσει αβάφτιστα μέχρι τα δώδεκα, για να διαλέξουν μόνα τους όνομα. «Κατάλαβα!» σχολιάζει η κόρη. «Σαν τις γάτες του, που τις φωνάζει Γάτα-Ένα, Γάτα-Δύο και Γάτα-Τρία». Λέει κι άλλα φαρμακερά, αλλά μπορεί και να τον αγαπάει. Ο γιος είναι ηθοποιός. Έχει πρωταγωνιστήσει στην ταινία Κάπταιν Αμέρικα (μεταφορά του παλιού αμερικάνικου κόμικ στον κινηματογράφο), περνάει καμιά φορά από τις σειρές 24 και Νόμος και Τάξη, αλλά κυρίως ασχολείται με το θέατρο. Είχε πάντα καλές σχέσεις με τον πατέρα του, και όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο της Μάργκαρετ δήλωσε: «Φαίνεται πως σε άλλο σπίτι μεγάλωσε η αδερφή μου και σε άλλο εγώ».
[Ρόμπα] Το 1972 μια πιτσιρίκα φιγουράρει στο εξώφυλλο του New York Times Magazine. Σαν Αλίκη χωρίς Θαύματα, αλλά με κάπως γουρλωτά μάτια. Είναι η δεκαεννιάχρονη Τζόις Μέιναρντ, πρωτοετής στο Γέηλ, που κάνει τον απολογισμό της γενιάς της μ’ ένα αβανταδόρικο κείμενο («An 18-Year-Old Looks Back on Life»). Ο Σάλιντζερ (53 χρονών τότε) της στέλνει ένα ενθουσιώδες γράμμα (μάλλον για τη φωτογραφία του εξωφύλλου, λένε). Εκείνη (που ορκίζεται πως δεν τον είχε ούτε ακουστά!) του απαντάει, και με το γράψε γράψε την πείθει να παρατήσει τις σπουδές της και να εγκατασταθεί μαζί του στο Κόρνις. Ο δεσμός διαλύεται έπειτα από συμβίωση εννέα μηνών, και η Μέιναρντ αναγκάζεται να δώσει τον όρκο της σιωπής. Πολύ αργότερα (1999) αποφασίζει να τον κάνει ρόμπα σ’ ένα βιβλίο που το ξέρω μόνο αποσπασματικά. Μιλάει για τις διατροφικές παραξενιές του και για τα σεξουαλικά του, παρεμπιπτόντως και για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια. Στο μεταξύ, έχει κάνει συγγραφική καριέρα «ξεπουλώντας κομμάτι κομμάτι τη ζωή της» (όπως την κατηγορούν) σε βιβλία και στήλες περιοδικών: γάμους, διαζύγια, παιδιά, το στήθος της, που πρώτα το μεγάλωσε κι έπειτα το ξαναμικραίνει. Ρόμπα την κάνει σε συντριπτικό ποσοστό και η κριτική. Βδέλλα την ανεβάζει, βδέλλα την κατεβάζει. Το ωραιότερο θάψιμο που διάβασα, λέει: «Μόνο μ’ έναν τρόπο θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση από τον Σάλιντζερ η κυρία Μέιναρντ: αν έγραφε ένα αριστούργημα». Το βιβλίο μοσχοπουλάει, όμως η Μέιναρντ έχει και παιδιά να σπουδάσει. Την ίδια χρονιά (1999) βγάζει τα 14 γράμματα του Σάλιντζερ στο σφυρί. Ο καλός κύριος Νόρτον, ο μεγιστάνας των antivirus, σκάει 156.500 δολάρια, αγοράζει τα γράμματα και τα ξαναστέλνει στον Σάλιντζερ. Χωρίς να τους ρίξει, λέει, ούτε μια ματιά.
[Σχολεία και σφαγεία] Ο Σολ Σάλιντζερ, μεγαλοεισαγωγέας αλλαντικών, ονειρεύεται το γιο του δικηγόρο, γιατρό, κάτι τέτοιο. Όμως από το δημοτικό κιόλας ο «Σάνι» αρχίζει να πατώνει συστηματικά μέχρι και στα τεστ νοημοσύνης. Όταν τον διώχνουν από το McBurney (βλ. λ. Ηθοποιός της χρονιάς), τα σχόλια στο ενδεικτικό του λένε: «Προσωπικότητα: πάσχει από εφηβεία βαρύτατης μορφής. Ικανότητες: πάμπολλες. Επιδόσεις: η λέξη επιμέλεια τού είναι άγνωστη». Ο Σάλιντζερ παίρνει μετεγγραφή για τη στρατιωτική ακαδημία του Valley Forge. Εκεί τα πάει καλά, όπως αργότερα και στο στρατό. (Όσο και να μας τη σπάει αυτό, έτσι είναι.) Τελειώνει το ’36, δεν έχει όρεξη για σπουδές, και το ’37 ο πατέρας του αποφασίζει να τον βάλει στην επιχείρηση. Πρώτα όμως θα πρέπει να του δείξει πώς βγαίνει το ψωμί, και τον στέλνει στην Πολωνία, να δουλέψει βοηθός στα σφαγεία. Το ταξίδι είναι μάλλον τουριστικό. Σε λίγο ο Σάλιντζερ κατηφορίζει προς τη Βιέννη και «τελειοποιεί τα γερμανικά του» με ειδύλλια στις πίστες του πατινάζ.
[Τσάρλι Τσάπλιν] Ο αντίζηλος. Ο Σάλιντζερ τον εκδικείται κομψά σ’ ένα διήγημα, δεν θυμάμαι ποιο. Ο ήρωάς του μπαίνει στο σινεμά που παίζει μια ταινία του Σαρλό, αλλά στα δέκα πρώτα λεπτά βγαίνει έξω. Δεν αντέχει να βλέπει «μια σταλιά ανθρωπάκι, να το κυνηγάνε οι νταγκλαράδες και να τρώει χυλόπιτες απ’ τα κορίτσια».
[Υπερωκεάνιο] To «Kungsholm», που έκανε κρουαζιέρες στην Καραϊβική. Εκεί μπαρκάρει για λίγο ο Σάλιντζερ, το 1937 ή το 1942 (οι πηγές δεν συμφωνούν). Ειδικότητα: «διασκεδαστής». Είναι ψηλόλιγνος και χορευταράς. Σ’ εκείνη την παλιά φωτογραφία του είναι και λίγο σαν ηθοποιός, φαντάζομαι πως θα άρεσε στις γυναίκες της εποχής. Όσες όμως τον γνώρισαν τότε έλεγαν πως δεν είχε καθόλου χιούμορ κι έμοιαζε τυλιγμένος σε «μια κατάμαυρη αύρα».
[Φανταστικά αδερφάκια] Ένας από τους τρυφερότερους χαρακτηρισμούς που έχω διαβάσει για τον Σάλιντζερ: «Είναι σαν το μοναχοπαίδι που σκαρώνει φανταστικά αδερφάκια για να παίζει: τους Κώλφηλντ και τους Γκλας». Ο Σάλιντζερ ήταν άγρια κτητικός με τους ήρωές του, και θεωρούσε «δολοφονία» οτιδήποτε γραφόταν γι’ αυτούς. Στην επίσημη ανακοίνωση που εκδόθηκε για το θάνατό του, ο ατζέντης του και ο γιος του λένε πως ο Σάλιντζερ έσβησε ειρηνικά, από φυσικά αίτια, στις 27 Ιανουαρίου, και τώρα αναπαύεται μαζί μ’ αυτούς που είχε αγαπήσει όσο ζούσε: μορφές θρησκευτικές, μορφές λογοτεχνικές, και όλα τα πλάσματα που είχε γεννήσει η φαντασία του. Οι πολυπληθείς θαυμαστές του παρακαλούνται τον αφήσουν στην ησυχία του. Νεκρώσιμος ακολουθία δεν θα ψαλεί.
[Χόλυγουντ] Στα είκοσι πέντε του γράφει διηγήματα και ονειρεύεται ταινίες. Στα τριάντα του έχει την πρώτη του ευκαιρία. To «Uncle Wiggily in Connecticut» (o ελληνικός τίτλος θα χρειαζόταν μια μεγάλη σημείωση για το στραμπουλιγμένο ποδαράκι της ηρωίδας και για τον ηλικιωμένο λαγό με το δεκανίκι, αλλά πού να χωρέσει;) γίνεται δακρύβρεχτη ταινία (My Foolish Heart). Από τότε (1949) ο Σάλιντζερ παίρνει όρκο να μην ξαναμπλέξει. Μέχρι το τέλος αντιστέκεται στους σκηνοθέτες που του ζητάνε τον Χόλντεν. Η λίστα είναι μακριά. Και τον Καζάν έχει και τον Μπίλι Γουάιλντερ και τον Σπίλμπεργκ. Στο Ίντερνετ κυκλοφορεί μια δακτυλογραφημένη επιστολή του από το 1959, σε κάποιον «κύριο Χέρμπερτ», παραγωγό. Δεν τη μεταφράζω, γιατί τα πάντα έχουν πνευματικά δικαιώματα. Μη με παρεξηγείτε, του λέει, αν σας τα πω κάπως ανόρεχτα, αλλά το ’χω βαρεθεί αυτό το τροπάρι. Το ξέρω, το βιβλίο έχει έτοιμες σκηνές. Αλλά πώς θα χωρέσετε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε μια διασκευή; Ο Χόλντεν Κώλφηλντ είναι αυτά που σκέφτεται. Κι αυτά που σκέφτεται, τι θα τα κάνετε; Και τέλος, το σπουδαιότερο: ποιος θα τον παίξει; Επαγγελματίας ηθοποιός; Ούτε συζήτηση. Κι αν πάλι βρεθεί ένα νέο παιδί που να έχει «αυτό το κάτι άλλο», φοβάμαι πως λόγω ηλικίας δεν θα καταφέρει να το δείξει. Αφήστε που δεν υπάρχει ούτε ένας σκηνοθέτης που να ξέρει πώς να του το βγάλει. Κατά την ταπεινή μου και άκρως προκατειλημμένη γνώμη, ο Χόλντεν Κώλφηλντ δεν παίζεται: Holden Caulfield is unactable. (H Μέιναρντ τον είχε ακούσει να δηλώνει: «Μόνο ένας μπορεί να παίξει τον Χόλντεν Κώλφηλντ: ο Τζέρι Σάλιντζερ».)
[Ψαράκια] Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’30, ο καλός μπαμπάς Σολ Σάλιντζερ πηγαίνει την οικογένεια διακοπές και μαθαίνει κολύμπι στα δυο μικρά, την Ντόρις και τον «Σάνι». Τα κρατάει μπρούμυτα στο νερό, μια παλάμη σε κάθε κοιλίτσα, και κάθε τόσο τους φωνάζει: «Τα μάτια σας τέσσερα μήπως φανεί κανένα μπανανόψαρο!»
[Ώντρεϋ Χέπμπορν] (Με την κλασική της ορθογραφία, γιατί χρειάζομαι κι ένα ωμέγα.) Η Χέπμπορν και η Λέσλι Καρόν ήταν οι ιδεώδεις του γυναίκες στο πανί, κι έψαχνε να τις βρει σε όλες τις κοπελίτσες που ερωτευόταν. Από πολύ παλιά είχε στο σπίτι μηχανή προβολής και οθόνη, και νοίκιαζε ή δανειζόταν από τις βιβλιοθήκες ταινίες σε μπομπίνες. Έβλεπε και ξανάβλεπε κάποιες ταινίες του Χίτσκοκ, οι πιο πολυπαιγμένες του ταινίες ήταν όμως το Πρόγευμα στο Τίφανις και η Ζιζί. Ο Σάλιντζερ ταίριαζε σε όλα με τον Χόλντεν Κώλφηλντ, εκτός από ένα: ήταν παθιασμένος σινεφίλ. ▲
The Athens Review of Books έτος 1, τεύχ. 7 (Μάιος 2010), σ. 10-13.