Πώς ο "Φύλακας στη σίκαλη" έγινε "Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης"

Χρόνια πολλά σε όλους!

Πιάστης (μπλιαχ), ξε-πιάστης, διαβάστε μαζί μια "τριλογία" μυθιστορημάτων ενηλικίωσης (bildungsroman ντε!). Καλοκαιράκι έρχεται... :)

The Catcher in the Rye - J. D. Salinger
Vernon God Little - DBC Pierre
The Brief and Wondrous Life of Oscar Wao - Junot Diaz

Καλή ανάγνωση, αν και είμαι λίγο εκτός θέματος...
 

SBE

¥
Να αλλάξεις τα σχέδιά σου και να το διαβάσεις! :)
Αυτό το περίμενα ότι θα το έλεγε κάποιος, αλλά δεν υπάρχει χρόνος για όλα. Επίσης, κοιτάζοντας τη λίστα με τα 100 βιβλία του 20ου αιώνα (από Γάλλους), βλέπω ότι έχω διαβάσει τα περισσότερα. Και θυμάμαι αμυδρά τα μισά. Επομένως δεν πειράζει ένα παραπάνω, ένα παρακάτω. Ειδικά τώρα που πέρασα την ηλικία που θα επηρέαζε το μήνυμα του έργου.
 

Earion

Moderator
Staff member
Χρήστος Χωμενίδης. Ο Χόλντεν Κώλφηλντ κι εγώ

Ο Χόλντεν Κώλφηλντ κι εγώ

Από τον Χρήστο Χωμενίδη

J. D. Salinger, Ο φύλακας στη σίκαλη, μετάφραση Τζένη Μαστοράκη, Επίκουρος, Αθήνα 1978, σελ. 255

Πρωτοδιάβασα τον Φύλακα στη σίκαλη το καλοκαίρι του 1978. Είχε μόλις κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Επίκουρος, με την ίδια ακριβώς μορφή —το ασημί εξώφυλλο και το πανομοιότυπο οπισθόφυλλο— και την ίδια μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη που κυκλοφορεί και σήμερα. Το ’κανε φύλλο και φτερό ο πατέρας μου, υπογράμμισε τις παραγράφους που τον συγκινούσαν περισσότερο κι ύστερα το ’δωσε σε μένα. Όταν το πρωτοάνοιξα, παρατηρούσε —νομίζω— με την άκρη του ματιού του τις αντιδράσεις μου.

Δεν είχα έρθει μέχρι τότε σε επαφή με τίποτα παρόμοιο. Δεν θα μπορούσα καν να φανταστώ ότι τρεις μέρες από τη ζωή ενός εφήβου (ενός σχεδόν «μεγάλου» δηλαδή για τα δικά μου δεδομένα) ήταν δυνατόν να αποτελέσουν υλικό για μυθιστόρημα. Εντάξει. Είχα διαβάσει βιβλία με ανήλικους ήρωες, όμως εκείνοι ήταν ήρωες αληθινοί και ζούσαν ζωές πιο περιπετειώδεις από του κάθε σχεδόν ενήλικου που γνώριζα: Ο Δεκαπενταετής πλοίαρχος του Ιουλίου Βερν και τα παιδιά της Οικογένειας Ελβετών Ροβινσώνων, ο Μόγλυ και ο Χωκ Φιν. Ακόμα και ο Τομ Σώγιερ —φλώρος σε σύγκριση με τον Χωκ Φιν— παρασύρεται, μπαίνει στη σχεδία και διαπλέει τον Μισισιπή...

Επίσης, είχα μαύρα μεσάνυχτα σχετικά με τον χωρόχρονο του Φύλακα στη σίκαλη, τη μεταπολεμική Νέα Υόρκη. Και ο συγγραφέας δεν καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια για να μυήσει τον αναγνώστη στο κλίμα. Τουναντίον:
Αν θέλετε λοιπόν στ’ αλήθεια να τ’ ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας πω πού γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα καταπώς στον Δαβίδ Κόπερφηλντ, όμως δεν έχω όρεξη να πιάνω τέτοιες ιστορίες. Πριν απ’ όλα, αυτά τα πράγματα τα βαριέμαι όσο δεν παίρνει...

Έτσι, επιθετικά και «αφιλόξενα», ξεκινάει η αφήγηση...

Παρ’ όλα αυτά, τον Φύλακα στη σίκαλη τον ρούφηξα κι ας μου ήταν φανερό πως τίποτα το εντυπωσιακό —ή, έστω, το απολαυστικό— δεν επρόκειτο να συμβεί στον γερο-Χόλντεν (το «γέρο» το κολλάει ο ίδιος σε όποιον αναφέρεται, ανεξαρτήτως ηλικίας), ο οποίος έχει αποβληθεί σαν σκράπας από το αριστοκρατικό σχολείο Πένσυ και βολοδέρνει στους δρόμους χριστουγεννιάτικα επειδή διστάζει να αντιμετωπίσει τους γονείς του. Το «Πένσυ» θύμιζε κάπως το Κολλέγιο Αθηνών όπου φοιτούσα εγώ, κανένας όμως απολύτως από τους δικούς μας κακούς μαθητές δεν παρουσίαζε ως προσωπικότητα το ενδιαφέρον του Χόλντεν Κώλφηλντ. Κι αν κάποιον τον πετάγανε έξω, θα καλούσαν τους γονείς του να τον παραλάβουν —δεν θα τον άφηναν επ’ ουδενί να φύγει νύχτα μοναχός του... Και η Αθήνα —συλλογιζόμουν με ζήλια— δεν είναι τόσο χαώδης ώστε να χαθείς μέσα της, δεν διαθέτει ξενοδοχεία και μπαρ που να δέχονται δεκαεξάρηδες, παιδιά του ασανσέρ που να σου στέλνουν πουτάνες στο δωμάτιο και τζαζ ορχήστρες να παίζουν για να χορεύεις. Ίσως πάλι και να ’χε κι εγώ να μην το ’ξερα...

Διάβασα για δεύτερη φορά τον Φύλακα στη σίκαλη στα δεκαέξι, στο πρωτότυπο, και κατ’ αρχήν με εντυπωσίασε το πόσο απλά ήταν τα αγγλικά του. Έμαθα και τη λέξη «phony», που η Τζένη Μαστοράκη αποδίδει στα ελληνικά ως «κάλπης», το μόνο που μου χτύπαγε πάντα άσχημα στην κατά τα άλλα υποδειγματική μετάφραση της —προσωπικά μάλλον θα προτιμούσα το «δήθεν». Το 1982 ήμουν συνομήλικος με τον Χόλντεν Κώλφηλντ και η μουντή ατμόσφαιρα που επικρατούσε γύρω μου μετά τον θάνατο του πατέρα μου μού επέτρεψε να ταυτιστώ περισσότερο μαζί του. Με εξενεύριζε βέβαια κάθε τόσο —«εγώ αν ήμουν στη θέση του», σκεφτόμουν, «θα κοίταγα να το γλεντήσω περισσότερο». Ήταν σαν να απευθύνομαι όχι σε κάποιο άλλο πρόσωπο —και μάλιστα φανταστικό—, αλλά σε ένα κομμάτι του εαυτού μου...

Στο πρώτο έτος της Νομικής, διάβασα ξανά τον Φύλακα, καθώς και τα υπόλοιπα βιβλία του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ: Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα, Φράνυ και Ζούι, Εννέα ιστορίες. Άρχισα παράλληλα να συχνάζω στα ευάριθμα αλλά θρυλικά εν Αθήναις «αμέρικαν μπαρ»: στο υπόγειο 17 της οδού Βουκουρεστίου, στο Galaxy της Σταδίου και στο Au Revoir της Πατησίων. Υπήρξαν καναδυό φορές που έβγαινα μισοπιωμένος από το Au Revoir, με τους γιακάδες του παλτού μου όρθιους και το τσιγάρο κολλημένο στα χείλια και πόζαρα —για τον εαυτό μου αποκλειστικά— σαν άλλος Χόλντεν. Αλλά στο απέναντί μου Μπρόντγουαιη έπαιζε η Κάτια Δανδουλάκη και η πλατεία Αμερικής δεν είχε ακόμα ούτε καν μαύρους...

Κουβεντιάζοντας με ανθρώπους που διέθεταν άφθονη κοινωνική πείρα και αποκτώντας μέρα με τη μέρα κι εγώ τη δική μου, άρχισα βαθμιαία να συνειδητοποιώ γιατί ήταν τόσο δύσκολο να γραφτεί στα ελληνικά ένα μυθιστόρημα σαν τον Φύλακα στη σίκαλη ή τον Απατεώνα Φέλιξ Κρόουλ του Τόμας Μαν, να γυριστεί μια ταινία σαν τον Επαναστάτη χωρίς αιτία ή σαν το Ruble Fish (ελληνικός τίτλος: Ο αταίριαστος) του Κόπολα, που τόση αίσθηση είχε κάνει το 1983 όταν είχε πρωτοπροβληθεί. Όχι επειδή εδώ είχαμε αμέτρητες αιτίες για να επαναστατούμε διαρκώς (όπως επέμενε η επίσημη Αριστερά), αλλά επειδή το ντόπιο κατεστημένο ήταν —και παραμένει— τόσο σαθρό, ώστε κάθε κατά μέτωπον επίθεση εναντίον του να οδηγείται κατά κανόνα σε παρωδία.

Το ρεμπελιό του Χόλντεν Κώλφηλντ προϋποθέτει μια οικογένεια με αυστηρότατες αρχές, με αυστηρότατη —αν μη τι άλλο— τήρηση των προσχημάτων. Η διά της πλαστογραφίας ντόλτσε βίτα του Φέλιξ Κρόουλ (καθώς και του «μικρού αδελφού του» Τόμας Ρίπλεη της Πατρίτσια Χάισμιθ) προϋποθέτει μια κοινωνία όπου σχεδόν κανένας άλλος δεν πλαστογραφεί. Για να αποδομήσεις, πρέπει να υπάρχουν δομές. Όποιος χτίζει ή γκρεμίζει στην Ελλάδα οφείλει να έχει συμφιλιωθεί εκ των προτέρων με την πραγματικότητα της κινούμενης άμμου...

Διάβασα για πέμπτη φορά τον Φύλακα στη σίκαλη μετά τον θάνατο του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Απ’ την ηλικιακή απόσταση που με χωρίζει πλέον από τον ήρωα του, μπορώ —νομίζω— να αντιληφθώ ευκρινέστερα τι καθιστά το εν λόγω μυθιστόρημα μοναδικό, προορισμένο να θαυμάζεται στο διηνεκές: Ο Χόλντεν Κώλφηλντ —όπως κάθε εμβληματικός ήρωας— διαθέτει μια μοναδική ματιά πάνω στον κόσμο όλο. Είναι ο παρατηρητής που όχι απλώς αλλοιώνει το παρατηρούμενο αλλά το αφομοιώνει πλήρως και το ξαναδημιουργεί. Ο ιατροδικαστικής ακρίβειας ρεαλισμός του αποτελεί ψεύδος —οι ατέρμονες διαδρομές του δεν ενώνουν υπαρκτά σημεία του χάρτη (όπως προσπαθεί να μας πείσει χρησιμοποιώντας αληθινά τοπωνύμια), αλλά διαδραματίζονται εντός του.

«Αφού σε τρώει τέτοια νοσταλγία, αντί να ξεφουρνίζεις και να ξαναξεφουρνίζεις διηγήματα για τη Σκιάθο, γιατί δεν επιστρέφεις εκεί πέρα να ηρεμήσεις;», ρώτησε κάποτε ένας εξυπνάκιας τον Παπαδιαμάντη. «Διότι», θα ’ταν η απάντηση, «η Σκιάθος που εγώ περιγράφω δεν πλέει στις Σποράδες αλλά μέσα στην ψυχή μου...». Το ίδιο και η Νέα Υόρκη του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, στην οποία όποτε παγώνει η λίμνη του Σέντραλ Παρκ, οι πάπιες της μεταμορφώνονται σε κορίτσια με κοντές φουστίτσες και με πέδιλα του πατινάζ.

Όταν είχα πρωτοβρεθεί στη Νέα Υόρκη, το χειμώνα του 1995, ανέβηκα ένα σούρουπο την Πέμπτη Λεωφόρο —«σαράντα ένα απίθανα τετράγωνα!»— πεταρίζοντας το ρουθούνια για να εισπνεύσω αέρα Χόλντεν Κώλφηλντ. «Είσαι στα μέρη του επιτέλους», έλεγα στον εαυτό μου, «τα βήματά του ακολουθείς κι ας έχουν περάσει πενήντα χρόνια!». Του κάκου. Ίχνος δεν ένιωθα από την αναμενόμενη συγκίνηση. Αφού τουρτούρισα καλά καλά, μπήκα στο Στάρμπακς της γωνίας, κάθησα στο πάγκο μπροστά στη βιτρίνα και έβγαλα από την τσέπη μου τον Φύλακα στη σίκαλη. Τον άνοιξα σε μια τυχαία σελίδα και —σαν να είχα τρίψει το λυχνάρι του Αλαντίν— ακαριαία με περιέβαλε η σωστή, μαγική ατμόσφαιρα. Το ίδιο θαύμα θα συνέβαινε, δεν πά’ να βρισκόμουν στην Αθήνα είτε στο στρατόπεδο «Μακεδονομάχων» στην Κοζάνη... ▲

The Athens Review of Books, έτος 1, τεύχος 5 (Μάρτιος 2010), σ. 14-15.
 

Earion

Moderator
Staff member
Τζένη Μαστοράκη. Μια βαλίτσα γεμάτη στρατιωτάκια (και άλλες σημειώσεις για τον Σάλιντζερ)

Μια βαλίτσα γεμάτη στρατιωτάκια
(και άλλες σημειώσεις για τον Σάλιντζερ)

Από την Τζένη Μαστοράκη

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ TOY TZ. NT. ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτη, Αθήνα 2010
Φράνυ και Ζούι, μτφρ. Κώστας Αλάτσης, Επίκουρος, Αθήνα 1983
Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα, μτφρ. Άρης Σφακιανάκης, Γράμματα, Αθήνα 1982
Ο φύλακας στη σίκaλη, μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, Επίκουρος, Αθήνα 1978

[Ανήλικος παραβάτης του νόμου] Ήταν μια φορά ένας, που δεν ήθελε να γίνει ούτε Τζερόμ ούτε Ντέηβιντ. Τα ονόματά του δεν ήξερε τι να τα κάνει. Μάλλον ούτε κι οι γονείς του ήξεραν, κι ας του τα ’χανε διαλέξει, κι έτσι τον φώναζαν «Σάνι». (Δεν είναι τόσο χάλια σαν το γιόκας ή το κανακάρης αυτό το Sonny, αλλά δυστυχώς κάτι τέτοιο σημαίνει.) «Σάνι» μπήκε στο δημοτικό, «Σάνι» και στο γυμνάσιο ώσπου, κάπου εκεί, αποφάσισε πως θα γινόταν συγγραφέας και θα υπέγραφε «Τζέρι Σάλιντζερ». Και Τζέρι έγινε (για όλους αυτούς που τον γνώρισαν από κοντά) και συγγραφέας. Για την υπογραφή του προτίμησε όμως το J.D. Όταν τον ρωτούσαν τι σημαίνουν τα αρχικά του, έλεγε: Juvenile Delinquent.

[Βιομηχανία Σάλιντζερ] «The Salinger industry». Ένα ιστορικό άρθρο του Τζωρτζ Στάινερ (The Nation, 1959). Όπως και να το κάνουμε, έλεγε, «ο κύριος Τζερόμ Ντέηβιντ Σάλιντζερ δεν είναι ούτε Μολιέρος ούτε Τσέχωφ, και δεν φτάνει ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του Μαρκ Τουέην. Καλή και η Εσμέ, καλός και ο Ντε Ντωμιέ-Σμιθ, καλή και η οικογένεια Γκλας. Αλλά όχι και να νομίζουμε πως ξαναγεννήθηκε ο Οίκος των Ατρειδών!»

[Γλώσσα] Διάβασα στο προπερασμένο τεύχος το έξοχο κείμενο του Χρήστου Χωμενίδη και το σχόλιό του για το δήθεν. Υπάρχουν όμως κάποιοι χρονικοί λογαριασμοί που, για μένα, κάνουν τα πράγματα λίγο πιo περίπλοκα. Τα δικά μας δήθεν και οι δηθενιές έχουν μια ηλικία, πόσων; Δέκα-δεκαπέντε χρόνων; Το phoney του Σάλιντζερ, στο στόμα ενός πιτσιρικά που είναι δεκαέξι χρονών το 1941 (βλ. λ. Εξέγερση) προέρχεται από το 1900. Το ’77 ρισκάρισα, απλώς, την πιστότερη παλιά λέξη που είχα στη διάθεσή μου. Αλλά καμιά λέξη δεν διαρκεί για πάντα. Κοντεύει χρόνος που ξαναμεταφράζω τον Φύλακα, και τώρα πια νομίζω πως η λύση βρίσκεται αλλού.

[Δι’ αλληλογραφίας] Η μισή ερωτική ζωή του συμβαίνει μέσα σε γράμματα. Πολυσέλιδα και καθημερινά (1942) στην Ούνα, την πανέμορφη κόρη του Ευγένιου Ο’Νηλ, που τελικά βαριέται τις αλληλογραφίες, ερωτεύεται τον Τσάρλι Τσάπλιν, και ο Σάλιντζερ μαθαίνει το γάμο τους από τις εφημερίδες (1943). Με γράμματα πείθει την Κλαιρ, τη δεύτερη γυναίκα του και μάνα των παιδιών του, να παρατήσει τις σπουδές της και να τον ακολουθήσει στο Κόρνις. (Όταν πρωτογνωρίζονται, εκείνη είναι 16 κι εκείνος 31.) Κάπως έτσι έριξε και την Κολίν, την τρίτη του γυναίκα και επίσημη χήρα του. Τα γράμματά του στην πιτσιρίκα Τζόις Μέιναρντ εξελίχθηκαν σε πολύ οδυνηρή ιστορία (βλ. λ. Ρόμπα). Ένας άλλος έρως δι’ αλληλογραφίας είχε άδοξο τέλος και αυτόπτες μάρτυρες. Στα 49 του, χωρισμένος πια, βομβαρδίζει με γράμματα μια κοπελίτσα από το Εδιμβούργο, και αποφασίζει να πάει να τη βρει. Παίρνει μαζί και τα παιδιά του, που είναι 12 και 8 χρονών. Μόλις τη βλέπει από κοντά, ξενερώνει και δε θέλει τη ζωή του. Η κόρη του σχολιάζει αργότερα πως το φόρτε του ήταν οι έρωτες εξ αποστάσεως. Όσο μεγαλύτερη η απόσταση, λέει, τόσο το καλύτερο.

[Εξέγερση] Ανεπαίσθητη όμως. Το 1941 ο Χόλντεν Κώλφηλντ είναι δεκαέξι χρονών, ο Σάλιντζερ κλείνει όπου να ’ναι τα είκοσι δύο, και το διήγημα «A Slight Rebellion off Madison» προορίζεται για το χριστουγεννιάτικο τεύχος του New Yorker. Στις 7 Δεκεμβρίου οι Γιαπωνέζοι βομβαρδίζουν το Περλ Χάρμπορ, η Αμερική μπαίνει στον πόλεμο και το διήγημα, που κρίνεται «τραγικά ανεπίκαιρο», θα δημοσιευτεί πια τα Χριστούγεννα του 1946. Ένα χρόνο πριν, στο χριστουγεννιάτικο Colliers, έχει δημοσιευτεί το «I’m Crazy». Τα δυο αυτά διηγήματα θα γίνουν τα πρώτα κεφάλαια του Φύλακα.

[Ζωή αλλού] Το 1953 αγοράζει το κτήμα στο Κόρνις του Νιου Χάμσαϊρ. Το αγροτόσπιτο είναι σε κακό χάλι. Χρόνια και χρόνια, κουβαλάει νερό απ’ το ποταμάκι και μαστορεύει τα ξεχαρβαλωμένα. Το πιο κοντινό κατοικημένο σημείο, ώς τη δεκαετία του ’60, είναι πέντε ταφόπετρες κρυμμένες στη βλάστηση. Εκεί θα μείνει για πάντα, εκεί θα κλείσει τις γυναίκες της ζωής του (για όσο αντέξουν), εκεί θα γεννηθούν και θα μεγαλώσουν τα παιδιά του. Απ’ ό,τι λένε πάντως, ο «κύριος Τζέρι» του Κόρνις δεν ήταν ούτε μισάνθρωπος ούτε ερημίτης. Μάζευε κάθε πρωί την αλληλογραφία του από το ταχυδρομείο, έπιανε κουβέντα με τα παιδάκια στο δρόμο, έκανε βράδυ τα ψώνια του στο σούπερ μάρκετ, μπαινόβγαινε στις βιβλιοθήκες (του Ντάρμουθ κυρίως). Από τη δεκαετία του ’90 άρχισε να εμφανίζεται στα ενοριακά δείπνα της Κυριακής. Έφτανε πάντα νωρίτερα, καθόταν σε μιαν άκρη κι έγραφε σ’ ένα μπλοκάκι σπιράλ. Ολόκληρο το Κόρνις τον αγαπούσε και τον προστάτευε: οι λάθος άνθρωποι που έψαχναν να βρουν το σπίτι του, έπαιρναν λάθος οδηγίες από τους ντόπιους και κατέληγαν στα όρη και στα βουνά.

[Ηθοποιός της Χρονιάς] Ο πρώτος και τελευταίος του τίτλος, το 1930, σε μια θερινή κατασκήνωση στο Μέην. Ο Σάλιντζερ είναι έντεκα χρονών. Λίγο αργότερα, όταν ο πατέρας του προσπαθεί να τον βάλει σ’ ένα μουράτο ιδιωτικό σχολείο (McBurney) και τον καλούν επιτέλους για συνέντευξη, ο Σάλιντζερ δηλώνει πως έχει δύο ενδιαφέροντα: το θέατρο και τα τροπικά ψάρια. Στο σχολείο θα μπει τελικά και θα παίξει σε δύο παραστάσεις της θεατρικής ομάδας. Γυναικείους ρόλους. Ο πατέρας του ενοχλείται, του λέει αυστηρά να μην το ξανακάνει. Έτσι κι αλλιώς, στο τέλος της δεύτερης χρονιάς παίρνει πόδι από το σχολείο.

[Θυμός] (Προτιμώ ν’ αφήσω απ’ έξω το λήμμα θρησκεία. Ήταν μπερδεμένα τα θρησκευτικά του. Και λίγο βαρετά.) Ο Σάλιντζερ έξαλλος με όλους και με όλα. Τα σπάει με εκδότες, κριτικούς, δημοσιογράφους. Κόβει την καλημέρα ακόμα και στη μαθητριούλα του Κόρνις, που του πήρε συνέντευξη για το περιοδικάκι του σχολείου, αλλά την έδωσε σε κάποια τοπική εφημερίδα. Από εικοσάρης, που ονειρεύεται μια καριέρα στα μεγάλα περιοδικά της Αμερικής, οι επιμελητές είναι ο χειρότερος εχθρός του. Γίνεται θηρίο όταν του αλλάζουν τους τίτλους του (από δυο-τρεις που είδα, μόνο δίκιο είχε). Χαλάει φιλίες και για ένα κόμμα. (Λατρεύει όμως τους επιμελητές του New Yorker, που κάνουν συσκέψεις και κόντρα συσκέψεις το 1948 για ν’ αποφασίσουν αν το bananafish θα γραφτεί σαν μία ή δύο λέξεις.) Να μην ξεχάσω τις εικονογραφήσεις, που τις σιχαίνεται όσο τίποτα. Στο Colliers του ’45, ο τρελαμένος Χόλντεν του «I’m Mad» μοιάζει να βγαίνει από σαχλούτσικο παιδικό βιβλίο του παλιού καιρού. Μακριά παλτουδιά, βαλίτσες και καπελάκι-ρεπούμπλικα. Ένας μικρομέγαλος «Τοτός που ταξιδεύει».

[Ινδιάνος] Έπειτα από έναν γερό καβγά με την αδερφή του την Ντόρις, ο Σάλιντζερ ετοιμάζει όπως όπως τη βαλίτσα του και φεύγει. Ώρες αργότερα, η μητέρα τους επιστρέφει από τα ψώνια, και τον βρίσκει να κόβει βόλτες μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας. «Μαμά», της λέει, «εγώ φεύγω για πάντα, αλλά ήθελα να σου πω ένα γεια». Είναι ντυμένος όπως πρέπει για το δρόμο: με την ινδιάνικη στολή του και όλα τα φτερά. Ο Σάλιντζερ είναι τεσσάρων χρονών, και η Ντόρις δέκα. Όταν ανοίγουν τη βαλίτσα του, τη βρίσκουν γεμάτη στρατιωτάκια.

[Καημοί] Τα άπιαστα κορίτσια. Ο Σάλιντζερ μοιάζει να ερωτεύεται κυρίως αυτά. Την εποχή που προσπαθεί να ξεπεράσει την Ούνα, γράφει σ’ έναν φίλο του για να του ανακοινώσει πως ετοιμάζεται να παντρευτεί. Η νύφη, μια δεκαοχτάχρονη από τη Νέα Υόρκη, δεν έχει ιδέα και δεν θα το μάθει ποτέ. Ο Σάλιντζερ την είχε φλερτάρει μια-δυο φορές, κι από τότε, ούτε γράμμα ούτε τηλεφώνημα. Τον «σοβαρό σκοπό» τον είχε μόνο μέσα στο κεφάλι του. Ο μεγαλύτερος καημός του θα μείνει ώς το τέλος μια κοπελίτσα που είχε γνωρίσει στη Βιέννη. Σε όλα τα όνειρά του γονατίζει και της ξαναδένει τα πατίνια της στο παγοδρόμιο.

[Λευκός Οίκος] Κάτι μήνες πριν από τη δολοφονία του, τον Απρίλιο του ’63, ο Κένεντι ετοιμάζεται να δεξιωθεί «ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης». Ο Σάλιντζερ του έχει ιδιαίτερη αδυναμία, αλλά δεν απαντάει στην επίσημη πρόσκληση. Κάποια μέρα, τον παίρνει τηλέφωνο η Τζάκι. Η γνωστή μας. Του λέει, του λέει, ο Σάλιντζερ δέχεται, αλλά δεν της κάνει τη χάρη τελικά. Τι μ’ αρέσει πιο πολύ σ’ αυτή την ιστορία; Ο τριψήφιος αριθμός του τηλεφώνου του εκείνη την εποχή: 401.

[Μαντεμουαζέλ] Ο οπλίτης Σάλιντζερ στον δεύτερο παγκόσμιο. Στα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών. Στο τέλος του πολέμου καταλήγει σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο της Νυρεμβέργης με νευρικό κλονισμό. (Εκεί γνωρίζει τη Σύλβια, την πρώτη του γυναίκα, την κουβαλάει στη Νέα Υόρκη, εξηγεί στους φίλους του πως την ερωτεύτηκε γιατί οι δυο τους επικοινωνούσαν τηλεπαθητικά, αλλά ο γάμος τους τελειώνει πάνω στους οχτώ μήνες.) Χρόνια αργότερα η κόρη του τον κατηγορεί πως τη μεγάλωσε σαν νεοσυλλεκτάκι. Με σκληραγωγία και ιστορίες από τον πόλεμο. Μέχρι να πάει στο νηπιαγωγείο, λέει, όλο φανταρίστικα τραγούδια ήξερε κι ούτε ένα «αχ, κουνελάκι». Ο Σάλιντζερ την είχε γράψει στο μαγνητόφωνο να τραγουδάει, τεσσάρων χρονών, τη «Mademoiselle from Armentieres», ένα σουξέ του Πρώτου Παγκόσμιου, κατάλληλα διασκευασμένο για τα πιο προχωρημένη ήθη του Δεύτερου. (Η Μαντεμουαζέλ είναι μια σκληρά εργαζόμενη κοπέλα που «μοχθεί για το στρατό και ξενυχτά / ανάσκελα και με τα πόδια ανοιχτά».)

[Νόμος και Τάξη] Τον είπαν δικομανή, όμως η αλήθεια είναι πως, κάθε τόσο, όλο και κάτι αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει. Βιογραφίες που γράφτηκαν ερήμην του, συνεντεύξεις που δόθηκαν και δεν δόθηκαν. Σε μία περίπτωση χρειάστηκε να φρενάρει, τουλάχιστον μέσα στην Αμερική, μια ψευτο-συνέχεια του Φύλακα, που ωστόσο κυκλοφόρησε στην Αγγλία (Sixty Years Later - Coming Through the Rye). Έδωσε μεγάλες μάχες για να μη δημοσιευτούν επιστολές του που βρέθηκαν σε ακατάλληλα χέρια. (Τα ακατάλληλα χέρια προσπάθησαν να ξεγλιστρήσουν, παραφράζοντας ό,τι δεν μπορούσαν να παραθέσουν αυτούσιο.) Κάποια στιγμή, τη δεκαετία του ’60, υπαγορεύει στον ατζέντη του τις απαιτήσεις του για κάθε μελλοντική του έκδοση: όχι εξώφυλλα με ζωγραφιές, όχι βιογραφικά. Τη φωτογραφία του την έχει αποσύρει προ πολλού.

[Ξεπατικωσούρες] Μια νόστιμη ιστορία: Η δεκαοχτάχρονη Κάρολ Γκρέης είναι πολλά υποσχόμενη ηθοποιός και αρραβωνιασμένη με τον τριανταπεντάρη Γουίλιαμ Σάρογιαν. Εντυπωσιασμένη από τα γράμματα του Σάλιντζερ στην Ούνα (που είναι κολλητή της), αρχίζει να αντιγράφει αποσπάσματα και να τα βάζει στα γράμματα που στέλνει στον στρατευμένο Σάρογιαν (μιλάμε για τα χρόνια του πολέμου), για να του κάνει φιγούρα. Ο Σάρογιαν διαβάζει, μπαφιάζει, και είναι στο τσακ να διαλύσει τον αρραβώνα. Εντάξει, τελικά το πήρε το κορίτσι. Μόνο που το κορίτσι τον παράτησε, λίγα χρόνια αργότερα, για τον Γουώλτερ Ματάου.

[Οχυρωματικά έργα] Άφησα απ’ έξω την οργόνη και την ομοιοπαθητική, τις μακρο-βιοτικές του μανίες. Και μ’ αυτά, και χωρίς αυτά, ο Σάλιντζερ έπιασε τα 91, τι νόημα έχουν πια; Διάλεξα τον «απόρθητο φράχτη» που συναντούσαν οι παρείσακτοι γύρω απ’ το σπιτάκι του Κόρνις, και τη μαρτυρία της κόρης του: Ο φράχτης ήταν πάντα εκείνος ο σανιδένιος, που φαίνεται στην παιδική της φωτογραφία με τον πατέρα της. Και τον σκαρφάλωνε άνετα από πολύ μικρή. Οι φήμες όμως επιμένουν. Μιλούν για χειρόγραφα κρυμμένα σε χρηματοκιβώτια μεγάλα σαν δωμάτια. Για δεκάδες μυθιστορήματα και διηγήματα. (Άλλα μαρκαρισμένα με κόκκινο, που θα πει πως είναι έτοιμα για το τυπογραφείο. Άλλα με μπλε, που θα πει πως θέλουν δουλειά.) Μιλούν ακόμη για το «γραφείο» του, ένα τσιμεντένιο καταφύγιο, πολεμικού τύπου, μέσα στο δάσος. Η κόρη του περιγράφει ένα μικρό παράσπιτο, μ’ έναν μεγάλο φεγγίτη στη σκεπή και τοίχους γεμάτους παιδικές ζωγραφιές. Ο Σάλιντζερ δούλευε κάτω απ’ το φεγγίτη, με τη γραφομηχανή του ακουμπισμένη πάνω σ’ ένα κούτσουρο. Η καρέκλα του ήταν ένα παμπάλαιο κάθισμα αυτοκινήτου.

[Παιδιά] Η Μάργκαρετ-Ανν (χαϊδευτικά Πέγκι) και ο Ματ. Η κόρη τον κάνει φετάκια σ’ ένα καλογραμμένο βιβλίο. Ναι, της αρέσει που την πήγαινε βόλτες μόνο στη Νέα Υόρκη του Χόλντεν. Όχι, δεν της αρέσει που ήθελε να τη βγάλει Φοίβη, σαν τη αδερφή του Χόλντεν. (Για το όνομα επικράτησε τελικά η άποψη της μαμάς της, αλλά ναι, τον θεωρεί δεσποτικό σύζυγο.) Πολύ αργότερα, ο Σάλιντζερ είπε στα παιδιά του πως λογάριαζε να τα αφήσει αβάφτιστα μέχρι τα δώδεκα, για να διαλέξουν μόνα τους όνομα. «Κατάλαβα!» σχολιάζει η κόρη. «Σαν τις γάτες του, που τις φωνάζει Γάτα-Ένα, Γάτα-Δύο και Γάτα-Τρία». Λέει κι άλλα φαρμακερά, αλλά μπορεί και να τον αγαπάει. Ο γιος είναι ηθοποιός. Έχει πρωταγωνιστήσει στην ταινία Κάπταιν Αμέρικα (μεταφορά του παλιού αμερικάνικου κόμικ στον κινηματογράφο), περνάει καμιά φορά από τις σειρές 24 και Νόμος και Τάξη, αλλά κυρίως ασχολείται με το θέατρο. Είχε πάντα καλές σχέσεις με τον πατέρα του, και όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο της Μάργκαρετ δήλωσε: «Φαίνεται πως σε άλλο σπίτι μεγάλωσε η αδερφή μου και σε άλλο εγώ».

[Ρόμπα] Το 1972 μια πιτσιρίκα φιγουράρει στο εξώφυλλο του New York Times Magazine. Σαν Αλίκη χωρίς Θαύματα, αλλά με κάπως γουρλωτά μάτια. Είναι η δεκαεννιάχρονη Τζόις Μέιναρντ, πρωτοετής στο Γέηλ, που κάνει τον απολογισμό της γενιάς της μ’ ένα αβανταδόρικο κείμενο («An 18-Year-Old Looks Back on Life»). Ο Σάλιντζερ (53 χρονών τότε) της στέλνει ένα ενθουσιώδες γράμμα (μάλλον για τη φωτογραφία του εξωφύλλου, λένε). Εκείνη (που ορκίζεται πως δεν τον είχε ούτε ακουστά!) του απαντάει, και με το γράψε γράψε την πείθει να παρατήσει τις σπουδές της και να εγκατασταθεί μαζί του στο Κόρνις. Ο δεσμός διαλύεται έπειτα από συμβίωση εννέα μηνών, και η Μέιναρντ αναγκάζεται να δώσει τον όρκο της σιωπής. Πολύ αργότερα (1999) αποφασίζει να τον κάνει ρόμπα σ’ ένα βιβλίο που το ξέρω μόνο αποσπασματικά. Μιλάει για τις διατροφικές παραξενιές του και για τα σεξουαλικά του, παρεμπιπτόντως και για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια. Στο μεταξύ, έχει κάνει συγγραφική καριέρα «ξεπουλώντας κομμάτι κομμάτι τη ζωή της» (όπως την κατηγορούν) σε βιβλία και στήλες περιοδικών: γάμους, διαζύγια, παιδιά, το στήθος της, που πρώτα το μεγάλωσε κι έπειτα το ξαναμικραίνει. Ρόμπα την κάνει σε συντριπτικό ποσοστό και η κριτική. Βδέλλα την ανεβάζει, βδέλλα την κατεβάζει. Το ωραιότερο θάψιμο που διάβασα, λέει: «Μόνο μ’ έναν τρόπο θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση από τον Σάλιντζερ η κυρία Μέιναρντ: αν έγραφε ένα αριστούργημα». Το βιβλίο μοσχοπουλάει, όμως η Μέιναρντ έχει και παιδιά να σπουδάσει. Την ίδια χρονιά (1999) βγάζει τα 14 γράμματα του Σάλιντζερ στο σφυρί. Ο καλός κύριος Νόρτον, ο μεγιστάνας των antivirus, σκάει 156.500 δολάρια, αγοράζει τα γράμματα και τα ξαναστέλνει στον Σάλιντζερ. Χωρίς να τους ρίξει, λέει, ούτε μια ματιά.

[Σχολεία και σφαγεία] Ο Σολ Σάλιντζερ, μεγαλοεισαγωγέας αλλαντικών, ονειρεύεται το γιο του δικηγόρο, γιατρό, κάτι τέτοιο. Όμως από το δημοτικό κιόλας ο «Σάνι» αρχίζει να πατώνει συστηματικά μέχρι και στα τεστ νοημοσύνης. Όταν τον διώχνουν από το McBurney (βλ. λ. Ηθοποιός της χρονιάς), τα σχόλια στο ενδεικτικό του λένε: «Προσωπικότητα: πάσχει από εφηβεία βαρύτατης μορφής. Ικανότητες: πάμπολλες. Επιδόσεις: η λέξη επιμέλεια τού είναι άγνωστη». Ο Σάλιντζερ παίρνει μετεγγραφή για τη στρατιωτική ακαδημία του Valley Forge. Εκεί τα πάει καλά, όπως αργότερα και στο στρατό. (Όσο και να μας τη σπάει αυτό, έτσι είναι.) Τελειώνει το ’36, δεν έχει όρεξη για σπουδές, και το ’37 ο πατέρας του αποφασίζει να τον βάλει στην επιχείρηση. Πρώτα όμως θα πρέπει να του δείξει πώς βγαίνει το ψωμί, και τον στέλνει στην Πολωνία, να δουλέψει βοηθός στα σφαγεία. Το ταξίδι είναι μάλλον τουριστικό. Σε λίγο ο Σάλιντζερ κατηφορίζει προς τη Βιέννη και «τελειοποιεί τα γερμανικά του» με ειδύλλια στις πίστες του πατινάζ.

[Τσάρλι Τσάπλιν] Ο αντίζηλος. Ο Σάλιντζερ τον εκδικείται κομψά σ’ ένα διήγημα, δεν θυμάμαι ποιο. Ο ήρωάς του μπαίνει στο σινεμά που παίζει μια ταινία του Σαρλό, αλλά στα δέκα πρώτα λεπτά βγαίνει έξω. Δεν αντέχει να βλέπει «μια σταλιά ανθρωπάκι, να το κυνηγάνε οι νταγκλαράδες και να τρώει χυλόπιτες απ’ τα κορίτσια».

[Υπερωκεάνιο] To «Kungsholm», που έκανε κρουαζιέρες στην Καραϊβική. Εκεί μπαρκάρει για λίγο ο Σάλιντζερ, το 1937 ή το 1942 (οι πηγές δεν συμφωνούν). Ειδικότητα: «διασκεδαστής». Είναι ψηλόλιγνος και χορευταράς. Σ’ εκείνη την παλιά φωτογραφία του είναι και λίγο σαν ηθοποιός, φαντάζομαι πως θα άρεσε στις γυναίκες της εποχής. Όσες όμως τον γνώρισαν τότε έλεγαν πως δεν είχε καθόλου χιούμορ κι έμοιαζε τυλιγμένος σε «μια κατάμαυρη αύρα».

[Φανταστικά αδερφάκια] Ένας από τους τρυφερότερους χαρακτηρισμούς που έχω διαβάσει για τον Σάλιντζερ: «Είναι σαν το μοναχοπαίδι που σκαρώνει φανταστικά αδερφάκια για να παίζει: τους Κώλφηλντ και τους Γκλας». Ο Σάλιντζερ ήταν άγρια κτητικός με τους ήρωές του, και θεωρούσε «δολοφονία» οτιδήποτε γραφόταν γι’ αυτούς. Στην επίσημη ανακοίνωση που εκδόθηκε για το θάνατό του, ο ατζέντης του και ο γιος του λένε πως ο Σάλιντζερ έσβησε ειρηνικά, από φυσικά αίτια, στις 27 Ιανουαρίου, και τώρα αναπαύεται μαζί μ’ αυτούς που είχε αγαπήσει όσο ζούσε: μορφές θρησκευτικές, μορφές λογοτεχνικές, και όλα τα πλάσματα που είχε γεννήσει η φαντασία του. Οι πολυπληθείς θαυμαστές του παρακαλούνται τον αφήσουν στην ησυχία του. Νεκρώσιμος ακολουθία δεν θα ψαλεί.

[Χόλυγουντ] Στα είκοσι πέντε του γράφει διηγήματα και ονειρεύεται ταινίες. Στα τριάντα του έχει την πρώτη του ευκαιρία. To «Uncle Wiggily in Connecticut» (o ελληνικός τίτλος θα χρειαζόταν μια μεγάλη σημείωση για το στραμπουλιγμένο ποδαράκι της ηρωίδας και για τον ηλικιωμένο λαγό με το δεκανίκι, αλλά πού να χωρέσει;) γίνεται δακρύβρεχτη ταινία (My Foolish Heart). Από τότε (1949) ο Σάλιντζερ παίρνει όρκο να μην ξαναμπλέξει. Μέχρι το τέλος αντιστέκεται στους σκηνοθέτες που του ζητάνε τον Χόλντεν. Η λίστα είναι μακριά. Και τον Καζάν έχει και τον Μπίλι Γουάιλντερ και τον Σπίλμπεργκ. Στο Ίντερνετ κυκλοφορεί μια δακτυλογραφημένη επιστολή του από το 1959, σε κάποιον «κύριο Χέρμπερτ», παραγωγό. Δεν τη μεταφράζω, γιατί τα πάντα έχουν πνευματικά δικαιώματα. Μη με παρεξηγείτε, του λέει, αν σας τα πω κάπως ανόρεχτα, αλλά το ’χω βαρεθεί αυτό το τροπάρι. Το ξέρω, το βιβλίο έχει έτοιμες σκηνές. Αλλά πώς θα χωρέσετε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε μια διασκευή; Ο Χόλντεν Κώλφηλντ είναι αυτά που σκέφτεται. Κι αυτά που σκέφτεται, τι θα τα κάνετε; Και τέλος, το σπουδαιότερο: ποιος θα τον παίξει; Επαγγελματίας ηθοποιός; Ούτε συζήτηση. Κι αν πάλι βρεθεί ένα νέο παιδί που να έχει «αυτό το κάτι άλλο», φοβάμαι πως λόγω ηλικίας δεν θα καταφέρει να το δείξει. Αφήστε που δεν υπάρχει ούτε ένας σκηνοθέτης που να ξέρει πώς να του το βγάλει. Κατά την ταπεινή μου και άκρως προκατειλημμένη γνώμη, ο Χόλντεν Κώλφηλντ δεν παίζεται: Holden Caulfield is unactable. (H Μέιναρντ τον είχε ακούσει να δηλώνει: «Μόνο ένας μπορεί να παίξει τον Χόλντεν Κώλφηλντ: ο Τζέρι Σάλιντζερ».)

[Ψαράκια] Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’30, ο καλός μπαμπάς Σολ Σάλιντζερ πηγαίνει την οικογένεια διακοπές και μαθαίνει κολύμπι στα δυο μικρά, την Ντόρις και τον «Σάνι». Τα κρατάει μπρούμυτα στο νερό, μια παλάμη σε κάθε κοιλίτσα, και κάθε τόσο τους φωνάζει: «Τα μάτια σας τέσσερα μήπως φανεί κανένα μπανανόψαρο!»

[Ώντρεϋ Χέπμπορν] (Με την κλασική της ορθογραφία, γιατί χρειάζομαι κι ένα ωμέγα.) Η Χέπμπορν και η Λέσλι Καρόν ήταν οι ιδεώδεις του γυναίκες στο πανί, κι έψαχνε να τις βρει σε όλες τις κοπελίτσες που ερωτευόταν. Από πολύ παλιά είχε στο σπίτι μηχανή προβολής και οθόνη, και νοίκιαζε ή δανειζόταν από τις βιβλιοθήκες ταινίες σε μπομπίνες. Έβλεπε και ξανάβλεπε κάποιες ταινίες του Χίτσκοκ, οι πιο πολυπαιγμένες του ταινίες ήταν όμως το Πρόγευμα στο Τίφανις και η Ζιζί. Ο Σάλιντζερ ταίριαζε σε όλα με τον Χόλντεν Κώλφηλντ, εκτός από ένα: ήταν παθιασμένος σινεφίλ. ▲

The Athens Review of Books έτος 1, τεύχ. 7 (Μάιος 2010), σ. 10-13.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Περί τίτλων και άλλων δαιμονίων...
ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


Ο αλησμόνητος ποιητής και μεταφραστής Κλείτος Κύρου είχε μια εμμονή με τις μεταφράσεις του Ελιοτ από τον Γιώργο Σεφέρη. Θεωρούσε τις περισσότερες γεμάτες λάθη που πρόδιδαν και το ύφος και το νόημα του πρωτοτύπου. Αγαπημένο του όμως πεδίο κριτικής ήταν οι τίτλοι των συλλογών. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Οπισθοδρομήσεις» σημειώνει μεταξύ άλλων: «Από το 1947 ο Ελιοτ άρχισε να τραβά το ενδιαφέρον μου. Με τον καιρό, το ενδιαφέρον μου μεταλλάχθηκε κυριολεκτικά σε πάθος. Κι αυτό το πάθος συνεχίστηκε ασίγαστο μέχρι το 1990 όταν κυκλοφόρησε η “Waste Land (Ερημη χώρα)" με τον ριζοσπαστικό τίτλο που επέλεξα και πιστεύω ακράδαντα πως είναι ο σωστός, “Ρημαγμένη Γη”...».

Μάλιστα, σε μια συνάντησή μας το 1988, μου είχε τονίσει πως ήταν βαθύτατα πεπεισμένος ότι στο μέλλον ο τίτλος του Σεφέρη θα πάψει να χρησιμοποιείται και θα καθιερωθεί στην ελληνική βιβλιογραφία ο δικός του. Δυστυχώς ή ευτυχώς η προφητεία του δεν επαληθεύτηκε. Το έργο του Ελιοτ –για ειδικούς και μη– εξακολουθεί να φέρει στη γλώσσα μας τον τίτλο «Ερημη χώρα».

Δεν ξέρω αν είναι ο σωστότερος, πάντως είναι πιο εύηχος.

Κάτι ανάλογο συνέβη και με το θεατρικό έργο του Αγγλου ποιητή «Φονικό στην εκκλησιά». «Φόνος στη μητρόπολη» μεταφράζει κάποιος οπαδός της ακρίβειας, και ακολουθεί έτερος με τη νουάρ απόδοση «Δολοφονία στον καθεδρικό ναό», λες και πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο πλαίσιο της ευγενούς άμιλλας των μεταφραστών πολλά μπορούν να συγχωρεθούν και να κατανοηθούν, όμως προσωπικά δεν μπορώ να κατανοήσω την αλλαγή τίτλου από τον ίδιο μεταφραστή, έστω κι αν πρόκειται για την ταλαντούχα μεταφράστρια και εξαίρετη ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη (συστάσεις δεν χρειάζονται, νομίζω).

Η φίλη Τζένη Μαστοράκη κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση το εμβληματικό έργο του Σάλιντζερ «The Catcher in the rye», όχι με τον τίτλο που του έδωσε το 1973, «Ο φύλακας στη σίκαλη», μα με το λεκτικό τρενάκι «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης»! Τρεις λέξεις στην σειρά, που παραπέμπουν στο γνωστό ποίημα του Ρόμπερτ Μπέρνς, όπως το προσλαμβάνει και το παραφράζει ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος (βλ. σ. 221 της νέας έκδοσης).

Το βασικό πρόβλημα με τον αγγλικό τίτλο είναι βέβαια με την πρώτη λέξη του, που αποτελεί αθλητικό όρο, για την ακρίβεια θέση παίκτη στο μπέιζμπολ. Αν αναζητούσαμε κάτι παραπλήσιο σε αθλήματα γνωστά στην Ευρώπη, όπως το ποδόσφαιρο ή η υδατοσφαίριση, θα αναφέραμε τη θέση του τερματοφύλακα, αλλά ένας τίτλος «Τερματοφύλακας στη σίκαλη» θα ήταν αστείος. Η επιλογή της λέξης «φύλακας» στην πρώτη έκδοση δεν ήταν και η καλύτερη, αλλά ήταν επαρκής ως προς τον ρυθμό και το νόημα. Ο τίτλος πέρασε εύκολα στο αναγνωστικό κοινό, αγαπήθηκε εξίσου με το περιεχόμενο, καθιερώθηκε στη βιβλιογραφία και τις φιλολογικές σπουδές και τώρα η αλλαγή του ξενίζει. Και ξενίζει ακόμη περισσότερο αφού η νέα εκδοχή δεν λύνει το μεταφραστικό πρόβλημα του αθλητικού όρου. Το εύρημα της Μαστοράκη στη νέα έκδοση είναι ποιητικής καταγωγής. Η ρηξικέλευθη πρότασή της «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» μπορεί να ηχεί μελωδικά (αν και δεν ξέρω ελληνική λέξη «πιάστης»), όμως δεν εντυπώνεται με την πρώτη ματιά και δεν μπορεί να καλύψει την παλιά, απέριττη εκδοχή. Βάζω στοίχημα πως δύσκολα θα καθιερωθεί. Απόδειξη; Προ ημερών, σε κεντρικό βιβλιοπωλείο, μια κοπέλα απευθύνθηκε στον πωλητή λέγοντας το εξής αμίμητο: «Μου δίνετε τον καινούργιο φύλακα στα στάχια;»

Ας ευχηθούμε, καινούργιος ή παλιός, ο Catcher του Σάλιντζερ να αγαπηθεί από μια νέα γενιά αναγνωστών, στην οποία προφανώς και απευθύνεται η αναθεωρημένη έκδοση.



 

nickel

Administrator
Staff member
Μια σεβαστή διαφορετική άποψη που θεώρησα σκόπιμο να φιλοξενείται και σ' αυτό το νήμα:

Σεβαστές οι απόψεις, αλλά εγώ με τον παλιό τίτλο φανταζόμουν έναν φύλακα του χωραφιού. Γι' αυτό τον ονόμασα παραπλανητικό. Ο πιάστης έχει το καλό ότι σε αφήνει με την απορία, δεν ξέρεις τι να υποθέσεις, ενώ ο φύλακας μου δημιουργεί μια παρανόηση από το πρώτο λεπτό. Αυτά.
 
Σεβαστή η άποψη του Κώστα, αλλά όσο διαβάζω τόσο πιο αστείο θεωρώ τον καινούριο τίτλο. Και από εμπορική άποψη να το παίρναμε, ποιος από τους δύο τίτλους θα μας τραβούσε να αγοράσουμε το βιβλίο;

Εντάξει, ρε παιδιά, μερικές φορές κάποια πράγματα δεν έχουν δικαιολογία, όσο και να τα εκλογικεύουμε (λέγοντας ότι δεν είναι ακριβής η μετάφραση ή ότι είναι παραπλανητική)... είναι απλώς κακές επιλογές. Αυτά.
 

Earion

Moderator
Staff member
Hurlemont, I thought, browsing some years ago in a French bookshop, “that sounds interesting.” It turned out to be a translation of Wuthering Heights. Might it not have been better to leave such a distinctive title in English? Some titles defy easy translation. Penguin Classics have a long record of encouraging bold translation of titles, and according to Christine Donougher, it was they who insisted that her translation of Les Miserables should be called The Wretched. The sense is accurate enough, but ever since the book was first translated during Victor Hugo’s own lifetime it has been known in English by its French title. Although the cover explains that this is a new translation of the more familiar title, it is hard not to think that the unfamiliarity will dent sales.


Victor Hugo
THE WRETCHED
Translated by Christine Donougher
1,415 pp. Penguin. £18.99.
ISBN 978 0 141 39359 9

This would be a pity, because Donougher’s translation is a magnificent achievement. It reads easily, sometimes racily, and Hugo’s narrative power is never let down. His frequent philosophizing asides, often pages long, are less easy to sustain in English, but then French conceptual writing often is. In English it can seem ridiculously overblown. One finds oneself skimming these pages in the same way that one flicks through the more obvious passages of padding in Dickens or Trollope. Throughout the novel there is a vast amount of contemporary allusion and classical citation, while there is an abundance of references to historical events and figures that any educated French contemporary of Hugo would have instantly recognized. The translator invariably picks them up and explains them in footnotes, and 110 pages of endnotes which clear up every imaginable doubt or query. Donougher is particularly impressive in dealing with the chapters where Hugo introduces the slang of the streets (far more uncompromising than that of Dickens) and his translation of it in his own footnotes for more educated compatriots who, as they still are today when discussing patois, were reluctant to regard it as French at all. In addition there is a chronology of Hugo’s life, an authoritative historical introduction by Robert Tombs, and a useful and up-to-date guide to background reading. All that is missing is perhaps a map or maps of Paris, since street and district names abound. Even for a reader familiar with the city, many of these streets have disappeared since Les Halles were razed in the mid-twentieth century, so it would be good to be reminded where they were. Even a map of the sewers would be welcome in order to understand Jean Valjean’s epic flight from the barricades.

Critical apparatus of this sort is invaluable ...


WILLIAM DOYLE

TLS, August 13, 2014
 

SBE

¥
Might it not have been better to leave such a distinctive title in English?

Όχι. Αφού τα Ανεμοδαρμένα Ύψη (ο πύργος της οικογένειας, δηλαδή) έχουν σημαντικό ρόλο στην πλοκή του μυθιστορήματος και αφού πρόκειται για πύργο στο ύψωμα που έχει συνέχεια κακοκαιρία.
Στα ελληνικά το είχα δει παλιά με τον τίτλο Ο πύργος των καταιγίδων.
 
...από την αρχή θα μπορούσε να γίνει «Ο φύλακας στα στάχια» (τι χρειάζεται η σίκαλη; )....

Αυτό θα μού άρεσε περισσότερο.
Τα στάχια φέρνουν αμέσως στο μυαλό την εικόνα του αγρού (συμφωνώ πως αν είναι σίκαλη, σιτάρι, ή κριθάρι λίγη σημασία έχει) και ο φύλακας μού έφερε στο μυαλό ή την εικόνα του αγροφύλακα (εντελώς ατυχής αυτή η σύνδεση με το νόημα) ή του φύλακα-άγγελου (που είναι όντως μέσα στο νόημα).
 
Πολλοί εξέφρασαν ενστάσεις για τη λέξη «μαβλακεία» της νέας μετάφρασης και άλλες. Όμως, κι η λέξη “crap” δεν θα ήταν αυτή που ξέρουμε αν δεν τη χρησιμοποιούσε εξ αρχής ο Salinger λεξιπλαστικά ως την χρησιμοποίησε στον Catcher.
Η λέξη "μαβλακεία" δεν υπήρξε ποτέ ούτε χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική γλώσσα, ενώ το crap υπήρχε στην αγγλική γλώσσα πριν τον Σάλιντζερ χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον μετά. Δεν την έπλασε ο Σάλιντζερ την λέξη, έλεος.
Αυτό που δεν ξέρω κατά πόσον ισχύει είναι αν μετά τον Σάλιντζερ η χρήση της λέξης άλλαξε, επηρεασμένη από τον τρόπο που την χρησιμοποίησε αυτός. Ξέρει κανείς κάτι;
Προσωπικά πολύ αμφιβάλλω, αλλά άντε πες και επηρεάστηκε λίγο ή ακόμη και πολύ. Και πάλι, δεν έκανε λεξιπλασία ο Σάλιντζερ. Η λέξη υπήρχε. Οπότε δεν δικαιολογείται λεξιπλασία στη μετάφραση κτγμ.
Νομίζω ότι γενικά ο αρθρογράφος προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και ομολογώ ότι δεν μου κάνει και την καλύτερη εντύπωση αυτό. Το μόνο στο οποίο συμφωνώ μαζί του είναι ότι δεν θα πρέπει να αποφεύγουμε να διαβάσουμε τη νέα μετάφραση μόνο και μόνο από προσκόλληση στην παλιά. (Μπορούμε όμως να αποφασίσουμε να μην την διαβάσουμε επειδή μας έκανε κακή εντύπωση ο νέος τίτλος - αυτό δεν δείχνει προσκόλληση αλλά βασίζεται στην κριτική μας θεώρηση του τίτλου).
 

nickel

Administrator
Staff member
Ολόκληρο το άρθρο του Donald P. Costello, “The Language of The Catcher in the Rye, έχει ενδιαφέρον, αλλά αντιγράφω εδώ την παράγραφο για το crap.

Holden’s speech is also typical in his use of slang. I have catalogued over a hundred slang terms used by Holden, and every one of these is in widespread use. Although Holden’s slang is rich and colorful, it, of course, being slang, often fails at precise communication. Thus, Holden’s crap is used in seven different ways. It can mean foolishness, as ‘all that David Copperfield kind of crap,’ or messy matter, as ‘I spilled some crap all over my gray flannel,’ or merely miscellaneous matter, as ‘I was putting on my galoshes and crap.’ It can also carry its basic meaning, animal excreta, as ‘there didn’t look like there was anything in the park except dog crap,’ and it can be used as an adjective meaning anything generally unfavorable, as ‘The show was on the crappy side.’ Holden uses the phrases to be a lot of crap and to shoot the crap and to chuck the crap all to mean ‘to be untrue,’ but he can also use to shoot the crap to mean simply ‘to chat,’ with no connotation of untruth, as in ‘I certainly wouldn’t have minded shooting the crap with old Phoebe for a while.’
https://books.google.gr/books?id=KT0TvZYnjWUC&pg=PA15#v=onepage&q&f=false

Όλες αυτές οι σημασίες προϋπήρχαν και η διάδοσή τους ήταν εξασφαλισμένη για λόγους πιο σοβαρούς από τη δημοφιλία του μυθιστορήματος. Η μαβλακεία είναι μια ωραία και ευρηματική λεξιπλασία αλλά με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί γλωσσολογικό ή μεταφραστικό αντίστοιχο.
 
Θα είναι ενδιαφέρουσα η σύγκριση μεταξύ της πρώτης και της μεταγενέστερης μετάφρασης μια και έγινε από το ίδιο άτομο. Πιστεύω πως θα αναδείξει διαφορετικές προσεγγίσεις και επιλογές που θα οφείλονται στη γλώσσα της κάθε εποχής.

Για τη μαβλακεία τα είπατε όλα, ας μην προσθέσω κι εγώ τις δικές μου μαβλακείες... :)
 
Η λέξη "μαβλακεία" δεν υπήρξε ποτέ ούτε χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική γλώσσα, ενώ το crap υπήρχε στην αγγλική γλώσσα πριν τον Σάλιντζερ χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον μετά. Δεν την έπλασε ο Σάλιντζερ την λέξη, έλεος.
Κι όμως, στην παρέα μου λέγαμε συχνά «μαβλακεία» όταν ήμασταν μικροί, για να αποφύγουμε να πούμε την κακιά λέξη :-) Μπορεί η μεταφράστρια να την είχε ακούσει και να τη θεώρησε αργκό, όχι λεξιπλασία.
 
I stand corrected. Και χάνω άλλον έναν πόντο, επειδή όχι μόνο δεν ήξερα, αλλά νόμιζα ότι ήξερα και δεν έψαξα.

Να αποτολμήσω να επισημάνω ότι η μαβλακεία μάλλον δεν είναι τόσο συνηθισμένη στα ελληνικά όσο το crap στα αγγλικά; Σίγουρα πάντως ανύπαρκτη φαίνεται πως δεν είναι.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Να αποτολμήσω να επισημάνω ότι η μαβλακεία μάλλον δεν είναι τόσο συνηθισμένη στα ελληνικά όσο το crap στα αγγλικά;

Καμία σχέση συχνότητας ή ύφους. Η «μαβλακεία» είναι μια ευφημιστική παρεΐστικη λεξιπλασία που οι περισσότεροι ελληνόφωνοι δεν ξέρουν (όσο διαφανής κι ευνόητη κι αν είναι), ενώ οι φράσεις με το crap σ' αυτή τη σημασία είναι καθημερινές για τους αγγλόφωνους, ευρύτατα διαδεδομένες, καθιερωμένες και λεξικογραφημένες [π.χ. όπως το bullshit (AmE) ή το bollocks (BrE), κι ακόμη περισσότερο].
 
Top