Επέρασε πολύς καιρός, διαβήκαν δυο αιώνες
και του Ρολάνδου ο θάνατος μες στην καρδιά θεριεύει,
με θρύλο εζυμώθηκε, στα χείλη ανεβαίνει.
Οι τροβαδούροι τραγουδούν και την ψυχή ευφραίνουν.
- Ακούστε, αφέντες, να σας πω για τον τρανό Ρολάνδο
που 'γινε του Χριστού φρουρός και χάρος των απίστων.
Και στα στερνά σαν του 'στειλε η προδοσιά το τέλος
στου Ρονσεβό το πέρασμα με πλήθος Σαρακήνους,
μη δείλιασε, μη κόμπιασε, μη για βοήθεια κράζει.
Σαν λιόντας εβρυχήθηκε και τους απίστους κόβει,
το δοξασμένο το σπαθί λύπηση δεν γνωρίζει.
Βουνό σωριάζονται αυτοί, μα και πληγές τού δίδουν.
- Σάλπισε, κόμη, σάλπισε, ο Ολιβιέ τού κρένει
άμα σ' ακούσει ο βασιλιάς, οπίσω θε να στρέψει
μαζί μ' όλο τ' ανίκητο το φράγκικο φουσάτο.
- Γυναίκεια δεν εγίνηκε η μάχη η εδική μου,
από ντροπή και θάνατο το μνήμα εγώ διαλέγω.
Μόν' το σπαθί μου ο Ντουραντάλ σε άπιστους μην πέσει.
Τ' αδράχνει και με βια πολλή το έκρουσε στον βράχο,
μα το σπαθί απόμεινε κι ο βράχος εχωρίστη.
- Σάλπισε, κόμη, σάλπισε, δεν είν' για τη ζωή μας
μα ο θάνατος ο τίμιος αγδίκιωτος μη μείνει,
δεν πέσαμε οι Σαρακηνοί για να γιορτάσουν νίκη.
Και στων στερνώνε τα στερνά ο κόμητας σαλπίζει,
στις χίλιες δυο λαβωματιές τα αίματα ρυάκι.
Αγέρι αχόρταγα ρουφά το τιμημένο στήθος,
το μήνυμα επρόφταξε τον ρήγα Καρλομάγνο.
Θανάτου είναι σάλπισμα που όρθιο πεθαίνει
και στέλνει σήμα γδικιωμού κι ολέθρου των απίστων.
(Το ποιος τα εζωγράφιζε εγώ δεν το κατέχω.
Τα Κλασσικά μού θύμισε τα Εικονογραφημένα,
μα όνομα μη μου ζητάς, δεν έχω να σου δώσω).