οι ονοματοκλήτορες
Το ΛΝΕΓ έχει πλούσιο λήμμα για τη
νομενκλατούρα και την προέλευση της λέξης:
νομενκλατούρα (η) {χωρ. γεν. πληθ.} 1. (παλαιότ.) ο κατάλογος των ηγετικών θέσεων στα όργανα του (κομουνιστικού) κόμματος και του κράτους, στις οικονομικές μονάδες και τις κοινωνικές οργανώσεις, καθώς επίσης και των προσώπων που είναι κατάλληλα να καταλάβουν τις θέσεις αυτές, όπως καθορίστηκε από το Σοβιετικό Κομουνιστικό Κόμμα, αλλά και τα όμοια κόμματα των άλλων λεγομένων σοσιαλιστικών χωρών 2. (κακόσ.) η προνομιούχος κοινωνική τάξη των κρατικών και οικονομικών αξιωματούχων στο πλαίσιο ολοκληρωτικού καθεστώτος, κυρ. κομουνιστικού, αλλά και σε δημοκρατικά καθεστώτα: η νομενκλατούρα του κόμματος (τα πρόσωπα που κατέχουν τις σημαντικότερες θέσεις στον κομματικό μηχανισμό).
[ΕΤΥΜ. < λατ. nomenclatura «κατάλογος ονομάτων» < nomen-clator < nomen «όνομα» + -clator < calo «καλώ, ονομάζω», o nomenclator στην αρχαία Ρώμη ήταν ένας δούλος επιφορτισμένος με την ευθύνη να συνοδεύει τον κύριο του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, προκειμένου να του κατονομάζει τα σπουδαία πρόσωπα που συναντούσε και να τηρεί ονομαστικό αρχείο αυτών των προσώπων].
Στην κυριακάτικη Καθημερινή ο Τάκης Θεοδορώπουλος αναφέρει κι αυτός την προέλευση της νομενκλατούρας και χρησιμοποιεί τη μεταγραφή
νομενκλάτορες ακόμα και στον τίτλο του άρθρου: Αριστεροί και νομενκλάτορες
http://www.kathimerini.gr/826722/opinion/epikairothta/politikh/aristeroi-kai-nomenklatores
Δεν είναι ο πρώτος που μεταγράφει μοντερνικά τη λατινική λέξη. Ήθελα μόνο να προσθέσω ότι υπάρχει παλιότερη μεταγραφή κλασικής τεχνικής (από τον Θεόφιλο της Αντιοχείας) —
νομεγκλάτωρ:
εἰ γάρ τις βούλεται μαθεῖν, ἐκ τῶν ἀναγραφῶν εὑρήσει ὧν ἀνέγραψεν Χρύσερως ὁ νομεγκλάτωρ, ἀπελεύθερος γενόμενος Μ. Αὐρηλίου Οὐήρου, ὃς ἀπὸ κτίσεως Ῥώμης μέχρι τελευτῆς τοῦ ἰδίου πάτρωνος αὐτοκράτορος Οὐήρου σαφῶς πάντα ἀνέγραψεν καὶ τὰ ὀνόματα καὶ τοὺς χρόνους.
Στο λεξικό του Κουμανούδη βρίσκουμε και ελληνικά αντίστοιχα:
ονομακλήτορες και
ονοματοκλήτορες. Στους
Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου διαβάζουμε για τους ονομακλήτορες:
μετὰ ταῦτα ἀναστάντες κατεκλίνθημεν ὡς ἕκαστος ἤθελε, οὐ περιμείναντες ὀνομακλήτορα τὸν τῶν δείπνων ταξίαρχον.
Αυτοί οι ταξίαρχοι των δείπνων ήταν οι υπηρέτες που κατά την προσέλευση των προσκεκλημένων σε συμπόσιο τοποθετούσαν τον κάθε συνδαιτυμόνα στο ανάκλιντρο που είχε προκαθοριστεί ανάλογα με την κοινωνική του θέση, κοντά ή μακριά από τον οικοδεσπότη. Δεν ξέρω αν ανακοίνωναν δυνατά και το όνομα του κάθε προσερχόμενου, όπως έχουμε δει να κάνουν σε επίσημες εκδηλώσεις στις αυλές της Δύσης.
Ο
ονοματοκλήτωρ/-ορας είναι πιο κοντά στον
nomenclator.