Θεωρώ σκόπιμο να αντιγράψω τα σχόλια που κατέθεσε ο γλωσσολόγος Βασίλης Αργυρόπουλος στον προβλεπόμενο για σχόλια διαδικτυακό χώρο κάτω από το άρθρο του Χ. Γιανναρά. Ελπίζω μάλιστα να δημοσιευτούν και στην έντυπη εφημερίδα, στις επιστολές αναγνωστών:
«Με την επιβολή του μονοτονικού έχουμε ήδη κάνει το πρώτο βήμα, το μονοτονικό αποδεικνύεται ένα απλώς μεταβατικό στάδιο ως την πλήρη κατάργηση των τόνων. Και μετά το ατονικό, συνέπεια φυσική των αρχών που υπαγόρευσαν το μονοτονικό (αρχών μιας “ιδεολογίας της ευκολίας”, όπως έλεγε ο Άγγελος Ελεφάντης) θα είναι η παραδοχή της φωνητικής γραφής (“όλι ι άνθροπι ίδιι ίνε”), δηλαδή στην ουσία η διάλυση της ελληνικής γλώσσας εις τα εξ ων συνετέθη».
Ο παραπάνω συλλογισμός δεν είναι τεκμηριωμένος. Μόνο με λογικά άλματα μπορεί κανείς να μεταβεί από την καθιέρωση του μονοτονικού στην πλήρη κατάργηση των τόνων και να καταλήξει στη φωνητική γραφή. Δεν πρόκειται να καθιερωθεί ορθογραφία του τύπου “όλι ι άνθροπι ίδιι ίνε”. Δεν διαφαίνεται καμία πρόθεση εκ μέρους της πολιτείας να εφαρμοστεί ατονικό σύστημα ή φωνητική γραφή. Ακόμη όμως και αν επικρατήσει η λεγόμενη ιδεολογία της ευκολίας, και πάλι δεν θα εγκαταλειφθεί η ιστορική ορθογραφία, για τον απλούστατο λόγο ότι η παραδοσιακή ορθογραφία έχει και πρακτική αξία: Μας διευκολύνει να οργανώνουμε ένα μέρος του λεξιλογίου σε οικογένειες λέξεων, λ.χ. να διακρίνουμε τα <φίλος>, <φυλή> και <φύλλο>, κάνει πιο εύκολη τη διάκριση μεταξύ των <λυτός> και <λιτός> κ.ά. Επιπλέον, η φωνητική γραφή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην πιο εύκολη, π.χ. θα χρειαζόμασταν άλλο σύμβολο για το <γ> του <γάλα> και άλλο για το <γ> του <γύψος>.
Η πρακτική αξία της ιστορικής ορθογραφίας, που μπορεί να φανεί καλύτερα με πολλά ακόμη παραδείγματα, αποδεικνύει ότι όλα αυτά περί της δήθεν επικείμενης επιβολής του ατονικού συστήματος και της φωνητικής γραφής συνιστούν κινδυνολογία και καταστροφολογία. Συν τοις άλλοις, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι άλλο γλώσσα και άλλο γραφή, δηλαδή ακόμη και αν καθιερωθεί η φωνητική γραφή, η ασύμφορη φωνητική γραφή, και πάλι δεν πρόκειται να διαλυθεί η ελληνική γλώσσα. Καλό είναι επίσης να μη συγχέουμε ούτε να ταυτίζουμε το πολυτονικό σύστημα με την ιστορική ορθογραφία. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λεγόμενη απλοποιημένη ιστορική ορθογραφία και μονοτονικό σύστημα.
Εμένα μου αρκεί ότι οι γλωσσολόγοι θα απέφευγαν να συγκρίνουν την καθιέρωση του μονοτονικού με τη Μικρασιατική Καταστροφή, και μάλιστα να υποστηρίξουν ότι το μονοτονικό προκάλεσε μεγαλύτερες καταστροφές. Τέτοιοι ισχυρισμοί δεν είναι σε καμιά περίπτωση ρεαλιστικοί ούτε ψύχραιμοι. Δεν αρκεί κανείς να πει ότι μιλάει ρεαλιστικά ή ψύχραιμα. Αυτά θα κριθούν. Και επαναλαμβάνω ότι κανείς γλωσσολόγος δεν θα διατύπωνε τέτοιους ισχυρισμούς, πράγμα που καλό είναι να μας προβληματίσει. Ούτε με το μονοτονικό ούτε με τη νεοελληνική ή δημοτική χάνεται η συνέχεια της γλώσσας. Με το μονοτονικό δεν χάνεται η συνέχεια, γιατί η συνέχεια δεν κρίνεται από τους τόνους και τα πνεύματα, που άλλωστε δεν υπήρχαν καν στην αρχαιότητα. Με αυτή τη λογική, και η καθιέρωση της μικρογράμματης γραφής έναντι της κεφαλαιογράμματης διασπά τη συνέχεια της γλώσσας. Για όποιον ασχολείται με την ιστορική γλωσσολογία, η συνέχεια υπάρχει σε επίπεδο λεξιλογίου, σύνταξης κτλ. Όσο για μας, η έμπρακτη συνέχεια της ελληνικής είναι η νέα ελληνική, γιατί αυτή προέρχεται από τις προηγούμενες φάσεις της ελληνικής. Βιβλία όπως η υποδειγματική μελέτη «Νεοελληνική ορθογραφία» του Γ. Παπαναστασίου και ο κλασικός πλέον τόμος 7 από τα «Άπαντα» του Μ. Τριανταφυλλίδη αποκαλύπτουν πόσο σύνθετο θέμα είναι η νεοελληνική ορθογραφία, αλλά και πόσο ευρύ προβληματισμό έχουν αναπτύξει οι ειδικοί για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ορθογραφικών προβλημάτων. Τέτοια βιβλία δείχνουν έμμεσα ότι η κινδυνολογία και η καταστροφολογία που συνδέεται με την ορθογραφία της νέας ελληνικής και το μονοτονικό είναι αντιεπιστημονική — ούτε ρεαλιστική ούτε ψύχραιμη.
Πέρα όμως από τα συγκεκριμένα βιβλία, όταν αρθρογραφούμε για θέματα γλώσσας, καλό είναι να έχουμε συμβουλευθεί και άλλα εγχειρίδια, όπως μερικά εκλαϊκευμένα εισαγωγικά βιβλία γλωσσολογίας που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια. Εκεί μπορεί κανείς να δει μεταξύ άλλων αυτό που προανέφερα, ότι άλλο γλώσσα και άλλο γραφή, και να μην τα συγχέει μεταξύ τους. Καθώς διαβάζω το αρχικό κείμενο, διαπιστώνω ότι τέτοια σύγχυση υπάρχει και σε αυτό το σημείο:
«Για να κατανοήσει, τώρα πια, ένας Ελλαδίτης τα κείμενα της κλασικής αρχαιότητας ή της “κοινής” ελληνικής (ή τον Παπαδιαμάντη, τον Ροΐδη, το “Τη υπερμάχω”), πρέπει να εισαχθεί εξ υπαρχής στη γραπτή σημαντική μιας άλλης γλωσσικής λογικής (σύνταξης, γραμματικής, ετυμολογίας) – σε μιαν άλλη, ξένη γι’ αυτόν γλώσσα».
Άλλο γλώσσα και άλλο γραφή, όπως είπαμε. Οι διαφορές λ.χ. στη σύνταξη αφορούν τη γλώσσα. Η γραφή αποτελεί διαφορετικό θέμα. Και βέβαια, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η δυσκολία που έχει κάποιος να καταλάβει τον Παπαδιαμάντη οφείλεται στην αποκοπή του από το πολυτονικό.