CoastalFog
New member
Recently seen here (no names, please):
[...] αποφάσισα ότι έχουμε ασυμφωνία χαρακτήρων.
[...] αποφάσισα ότι πρέπει να έχουμε ένα νήμα που να
[...] αποφάσισα ότι θέλω να ξαναμπώ με άλλο όνομα
«Εδώ, πρόκειται για αποφάσεις;[...] ή απλώς κρίσεις;»
asked Ioanna Papazafeiri, long before she mailed me a signed copy of her book to the US--Λάθη στη χρήση της γλώσσας μας (Τόμ. Β΄ σ.14, Σμίλη, Αθήνα 1997)
I don’t get it:
(a) Is this a Greek neologism?
(b) A common malapropism of quasi-official status, much like the American irregardless?
(c) Or is it a “genuine imitation” of its US English equivalent?
(d) What is it?
Because if it’s (c), the verb decide does have more than one sense in English and is traditionally followed by to, that, on, or nothing. But is that true for Greek too? Never seen it used with ότι in dictionaries.
I believe the malapropism here is using αποφασίζω instead of αποφαίνομαι ότι, κρίνω ότι, βεβαιώνομαι ότι, διαπιστώνω ότι, συνειδητοποιώ ότι, συμπεραίνω ότι, etc, etc.
ΛΝΕΓ: αποφαίνομαι
με το οποίο το δικαστικό συμβούλιο είτε αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία, [...] ΦΡ. (α) το παίρνω απόφαση, συμφιλιώνομαι με την ιδέα, αποδέχομαι μια κατάσταση (συνήθ. δυσάρεστη): To πήρε απόφαση ότι δεν τον ήθελε και σταμάτησε να την ενοχλεί.
[...] αποφάσισα ότι έχουμε ασυμφωνία χαρακτήρων.
[...] αποφάσισα ότι πρέπει να έχουμε ένα νήμα που να
[...] αποφάσισα ότι θέλω να ξαναμπώ με άλλο όνομα
«Εδώ, πρόκειται για αποφάσεις;[...] ή απλώς κρίσεις;»
asked Ioanna Papazafeiri, long before she mailed me a signed copy of her book to the US--Λάθη στη χρήση της γλώσσας μας (Τόμ. Β΄ σ.14, Σμίλη, Αθήνα 1997)
I don’t get it:
(a) Is this a Greek neologism?
(b) A common malapropism of quasi-official status, much like the American irregardless?
(c) Or is it a “genuine imitation” of its US English equivalent?
(d) What is it?
Because if it’s (c), the verb decide does have more than one sense in English and is traditionally followed by to, that, on, or nothing. But is that true for Greek too? Never seen it used with ότι in dictionaries.
I believe the malapropism here is using αποφασίζω instead of αποφαίνομαι ότι, κρίνω ότι, βεβαιώνομαι ότι, διαπιστώνω ότι, συνειδητοποιώ ότι, συμπεραίνω ότι, etc, etc.
ΛΝΕΓ: αποφαίνομαι
με το οποίο το δικαστικό συμβούλιο είτε αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία, [...] ΦΡ. (α) το παίρνω απόφαση, συμφιλιώνομαι με την ιδέα, αποδέχομαι μια κατάσταση (συνήθ. δυσάρεστη): To πήρε απόφαση ότι δεν τον ήθελε και σταμάτησε να την ενοχλεί.