Στο ΛΝΕΓ θα βρούμε τους όρους:
τζιχάντ (η) (άκλ.) ιερός πόλεμος στη μουσουλμανική παράδοση κατά των «απίστων» (μη μουσουλμάνων) [< αραβ. jihad «αγώνας, πάλη»]
μουτζαχεντίν (ο) (άκλ.) ένοπλος ισλαμιστής αντάρτης, κυρ. σε μουσουλμανικές χώρες· (γενικότ.) ισλαμιστής μαχητής [< αραβ./περσ. mujāhid’n, πληθ. του mujāhid «πολεμιστής της τζιχάντ»]
Στο ODE:
jihad /dʒɪˈhɑːd/ (also jehad)
noun
(Among Muslims) a war or struggle against unbelievers: he declared a jihad against the infidels. [mass noun]: the importance of jihad as a uniting force.
mujahideen /ˌmʊdʒɑːhɪˈdiːn/ (also mujahedin, mujahidin)
noun
Guerrilla fighters in Islamic countries, especially those who are fighting against non-Muslim forces.
[from Persian and Arabic mujāhidīn, colloquial plural of mujāhid, denoting a person who fights a jihad.]
Στα αγγλικά χρησιμοποιείται συχνά ο ενικός a mujahid, στα ελληνικά λιγότερο συχνά ο ενικός ο μουτζαχίντ (σπανιότατα και στον πληθυντικό). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λέξη έχει δύο έγκυρους ενικούς (ο μουτζαχεντίν, ο μουτζαχίντ), δεν ξέρω ωστόσο αν μπορούμε να πούμε επίσης ότι έχει δύο έγκυρους πληθυντικούς.
Στην περίπτωση του πρώτου λήμματος θα πρέπει ίσως να δεχτούμε και το ουδέτερο, το τζιχάντ, μια και είναι πολύ διαδεδομένο. Επειδή κάπου θα πρέπει να τραβήξουμε τη γραμμή και επειδή ο Τζιχάντ είναι και όνομα, ας θεωρήσουμε ότι το αρσενικό «ο τζιχάντ» (επηρεασμένο ίσως από το «πόλεμος») θα ήταν καλύτερο να το διορθώνουμε.
Δεν έχουν μπει στα λεξικά τα τζιχαντισμός, τζιχαντιστής, τζιχαντιστικός.
Ο τζιχαντισμός είναι η ιδεολογία και το κίνημα του ένοπλου αγώνα εναντίον των μη μουσουλμάνων, συχνά με τρομοκρατικές μεθόδους. Ας δούμε κάποια από τα ερμηνευτικά σημεία του λήμματος στη Wikipedia:
Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποια διαφορά στη χρήση (στα ελληνικά) μεταξύ μουτζαχεντίν και τζιχαντιστών αυτή τη στιγμή; Ή προκύπτει απλώς από τη μετάφραση των ξένων όρων στα δελτία;
τζιχάντ (η) (άκλ.) ιερός πόλεμος στη μουσουλμανική παράδοση κατά των «απίστων» (μη μουσουλμάνων) [< αραβ. jihad «αγώνας, πάλη»]
μουτζαχεντίν (ο) (άκλ.) ένοπλος ισλαμιστής αντάρτης, κυρ. σε μουσουλμανικές χώρες· (γενικότ.) ισλαμιστής μαχητής [< αραβ./περσ. mujāhid’n, πληθ. του mujāhid «πολεμιστής της τζιχάντ»]
Στο ODE:
jihad /dʒɪˈhɑːd/ (also jehad)
noun
(Among Muslims) a war or struggle against unbelievers: he declared a jihad against the infidels. [mass noun]: the importance of jihad as a uniting force.
mujahideen /ˌmʊdʒɑːhɪˈdiːn/ (also mujahedin, mujahidin)
noun
Guerrilla fighters in Islamic countries, especially those who are fighting against non-Muslim forces.
[from Persian and Arabic mujāhidīn, colloquial plural of mujāhid, denoting a person who fights a jihad.]
Στα αγγλικά χρησιμοποιείται συχνά ο ενικός a mujahid, στα ελληνικά λιγότερο συχνά ο ενικός ο μουτζαχίντ (σπανιότατα και στον πληθυντικό). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λέξη έχει δύο έγκυρους ενικούς (ο μουτζαχεντίν, ο μουτζαχίντ), δεν ξέρω ωστόσο αν μπορούμε να πούμε επίσης ότι έχει δύο έγκυρους πληθυντικούς.
Στην περίπτωση του πρώτου λήμματος θα πρέπει ίσως να δεχτούμε και το ουδέτερο, το τζιχάντ, μια και είναι πολύ διαδεδομένο. Επειδή κάπου θα πρέπει να τραβήξουμε τη γραμμή και επειδή ο Τζιχάντ είναι και όνομα, ας θεωρήσουμε ότι το αρσενικό «ο τζιχάντ» (επηρεασμένο ίσως από το «πόλεμος») θα ήταν καλύτερο να το διορθώνουμε.
Δεν έχουν μπει στα λεξικά τα τζιχαντισμός, τζιχαντιστής, τζιχαντιστικός.
Ο τζιχαντισμός είναι η ιδεολογία και το κίνημα του ένοπλου αγώνα εναντίον των μη μουσουλμάνων, συχνά με τρομοκρατικές μεθόδους. Ας δούμε κάποια από τα ερμηνευτικά σημεία του λήμματος στη Wikipedia:
- Jihadism (also jihadist extremism, jihadist movement, jihadi movement or militant jihadism) is used to refer to armed jihad in Islamic fundamentalism. This has been a major meaning of the term since the later 20th century, but with a continuous history reaching back to the early 19th century.
- "Jihadism" in this sense covers both Mujahideen guerilla warfare and Islamic terrorism with an international scope as it arose from the 1980s, since the 1990s substantially represented by the al-Qaeda network.
- Muslims have argued that press use of the term Jihadism to denote terrorist activities has helped the recruiting of terrorists, but the term Jihadism is viewed positively by Muslims, and is understood to mean the fundamental struggle for good against evil.
- Generally the term jihadism denotes Sunni Islamist armed struggle.
Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποια διαφορά στη χρήση (στα ελληνικά) μεταξύ μουτζαχεντίν και τζιχαντιστών αυτή τη στιγμή; Ή προκύπτει απλώς από τη μετάφραση των ξένων όρων στα δελτία;