Ας δούμε πρώτα τι δίνει το ΛΚΝ:
έκτοτε [éktote] επίρρ. χρον. : (λόγ.) από εκείνη τη χρονική στιγμή κατά την οποία έγινε ό,τι μόλις αναφέρθηκε, και έπειτα· από τότε: Tον συνάντησα την περασμένη Δευτέρα, ~ όμως δεν είχα κανένα νέο του. Tελευταία φορά τον θυμάμαι στο Παρίσι· ~ αγνοείται η τύχη του.
[λόγ. < ελνστ. ἔκτοτε]
και:
Η απορία μου είναι η εξής: στη χρήση του έκτοτε, εννοείται ότι η χρονική αφετηρία είναι πάντα στο παρελθόν (όπως υπονοείται από τη χρήση παρελθοντικών χρόνων στον ορισμό) ή μπορεί να είναι και στο μέλλον; Με άλλα λόγια, πώς σας φαίνεται η χρήση του έκτοτε στο επόμενο( φτιαχτό, το τονίζω) παράδειγμα, ουσιαστικό σαν συνώνυμο του μετά ή του έπειτα;
Ελπίζω ότι ο προπονητής θα μου εμπιστευτεί μια θέση στην ομάδα και έκτοτε δεν θα ξαναχάσω τη θέση μου στην ενδεκάδα.
(Δεν είναι θεωρητική συζήτηση, μού προέκυψε σε κείμενο που επιμελούμαι.)
έκτοτε [éktote] επίρρ. χρον. : (λόγ.) από εκείνη τη χρονική στιγμή κατά την οποία έγινε ό,τι μόλις αναφέρθηκε, και έπειτα· από τότε: Tον συνάντησα την περασμένη Δευτέρα, ~ όμως δεν είχα κανένα νέο του. Tελευταία φορά τον θυμάμαι στο Παρίσι· ~ αγνοείται η τύχη του.
[λόγ. < ελνστ. ἔκτοτε]
και:
Η απορία μου είναι η εξής: στη χρήση του έκτοτε, εννοείται ότι η χρονική αφετηρία είναι πάντα στο παρελθόν (όπως υπονοείται από τη χρήση παρελθοντικών χρόνων στον ορισμό) ή μπορεί να είναι και στο μέλλον; Με άλλα λόγια, πώς σας φαίνεται η χρήση του έκτοτε στο επόμενο( φτιαχτό, το τονίζω) παράδειγμα, ουσιαστικό σαν συνώνυμο του μετά ή του έπειτα;
Ελπίζω ότι ο προπονητής θα μου εμπιστευτεί μια θέση στην ομάδα και έκτοτε δεν θα ξαναχάσω τη θέση μου στην ενδεκάδα.
(Δεν είναι θεωρητική συζήτηση, μού προέκυψε σε κείμενο που επιμελούμαι.)