Διαβάζοντας τον σημερινό Μπουκάλα, σκέφτηκα να βάλω την επικαιροποίηση στους νεολογισμούς, ωστόσο και το ΛΝΕΓ την περιέχει και το ελληνοαγγλικό Κοραής.
Δεν την έχει το ΛΚΝ, αλλά κυρίως δεν την έχουν τα αγγλοελληνικά λεξικά στο update. Οπότε κατέληξε στο αγγλοελληνικό.
Η επικαιροποίηση του Μνημονίου είναι update to the Memorandum και βλέπω ότι αποτελεί μέρος των αναθεωρήσεων του μνημονίου (reviews).
επικαιροποιώ ρ. μετβ. {επικαιροποιείς... | επικαιροποίησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ημένος) 1. εκσυγχρονίζω κάτι, το ενημερώνω με νέα στοιχεία ή το μεταβάλλω, ώστε να ανταποκρίνεται στο παρόν, να συμβαδίζει με τα σύγχρονα δεδομένα: ~ το σχέδιο εκτελέσεως ενός έργου 2. (Η/Υ) καταχωρίζω νέα στοιχεία ή πληροφορίες σε ήδη υπάρχον αρχείο. — επικαιροποίηση (η). [ΕΤΥΜ Απόδ. τού αγγλ. update]. (ΛΝΕΓ)
Δεν την έχει το ΛΚΝ, αλλά κυρίως δεν την έχουν τα αγγλοελληνικά λεξικά στο update. Οπότε κατέληξε στο αγγλοελληνικό.
Η επικαιροποίηση του Μνημονίου είναι update to the Memorandum και βλέπω ότι αποτελεί μέρος των αναθεωρήσεων του μνημονίου (reviews).