Τέλος, δεν καταλαβαίνω γιατί τόση απαισιοδοξία για το σχολείο.
Εγώ πάντως τη δική σου αισιοδοξία την καταλαβαίνω. Φαίνεται να απορρέει από δύο γεγονότα:
α. ότι πέτυχες κάποια πράγματα στη ζωή σου που σε ικανοποιούν, και
β. ότι έφυγες από το ελληνικό σχολείο χωρίς να γυρίσεις πίσω.
Κι εγώ πάνω κάτω τα ίδια έλεγα μέχρι τα 29 μου, όταν επέστρεψα στο ελληνικό σχολείο από θέση διδάσκοντα. Έκτοτε έχω αλλάξει άποψη σε πολλά πράγματα.
Επίσης, έχω να σχολιάσω ότι συνέχεια μεταφέρεις τη συζήτηση σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα που φαίνεται προσωπικά να σε ενδιαφέρει (την ποιότητα μιας συγκεκριμένης εξέτασης), αγνοώντας πλήρως τη διάσταση που προσπαθώ από την αρχή να αναδείξω (την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας). Συμφωνώ μαζί σου σε πολλά από αυτά που γράφεις για τις πανελλαδικές. Η βασική μου ένσταση με τις πανελλαδικές αφορά τον
κατευθυνόμενο τρόπο διατύπωσης των θεμάτων της έκθεσης, πίσω από τον οποίον κρύβεται ένας τυποποιημένος τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος της έκθεσης, που προάγει την παπαγαλία.
Το γεγονός όμως ότι η εκπαιδευτική διαδικασία δεν καλλιεργεί κριτικές δεξιότητες γίνεται πιστεύω φανερό σε όποιον την παρατήρησει από τα μέσα. Αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από την αποτυχία των ελληνόπαιδων στους διεθνείς διαγωνισμούς της PISA που γίνονται κάθε τρία χρόνια. Η αποτυχία οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι τα ερωτήματα σε αυτούς τους διαγωνισμούς τίθενται με έναν μη τυποποιημένο τρόπο, με τον οποίον τα παιδιά δεν είναι εξοικειωμένα, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν τι να κάνουν.
Για παράδειγμα, ένα θέμα που θυμάμαι από διαγωνισμό της PISA έδειχνε έναν χάρτη της Ανταρκτικής υπό κλίμακα και ζητούνταν από τους μαθητές να υπολογίσουν την έκτασή της. Το σχήμα της Ανταρκτικής είναι συν-πλην κυκλικό, οπότε για να απαντήσει στο ερώτημα ο μαθητής έπρεπε να κάνει τα εξής:
α. να αντιληφθεί ότι στην πραγματικότητα καλείται να υπολογίσει το εμβαδόν ενός κύκλου
β. να υπολογίσει την ακτίνα του κύκλου από τον χάρτη με βάση την κλίμακα, και
γ. να εφαρμόσει τον τύπο Ε = π · R^2
Το α. απαιτεί την κριτική αποτίμηση του ερωτήματος, το β. την εφαρμογή μιας δεξιότητας που βασίζεται σε ανάκληση προϋπάρχουσας γνώσης και το γ. την ανάκληση προϋπάρχουσας γνώσης και την πραγματοποίηση απλών μαθηματικών πράξεων. Στο ελληνικό σχολείο, τα παιδιά ασκούνται πολύ στο γ, λιγότερο στο β και ακόμη λιγότερο στο α.
Η αποτυχία σε αυτό το ερώτημα ήταν παταγώδης. Αν θυμάμαι καλά από μια σχετική παρουσίαση που μας είχε κάνει ο σύμβουλος, είχε απαντήσει ορθά μόλις το 15% περίπου. Βάζω όμως στοίχημα ότι αν ζητούσες από τα ίδια παιδιά να υπολογίσουν το εμβαδόν ενός κύκλου ή να υπολογίσουν μια απόσταση σε έναν χάρτη υπό κλίμακα, θα το κατάφερναν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
Γράφεις παραπάνω ότι στη φυσική και τα μαθηματικά δεν μπορείς να λύσεις άσκηση αν δεν έχεις κριτική ικανότητα. Γενικά ισχύει αυτό, με εξαίρεση την περίπτωση που η άσκηση είναι εντελώς τυποποιημένη και εσύ έχεις εξασκηθεί στην επίλυση τέτοιων ακριβώς ασκήσεων. Και δυστυχώς, το ελληνικό σχολείο λειτουργεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό έτσι, δηλαδή υπάρχει ένα διδακτικό συμβόλαιο που λέει ότι θα σου διδάξω ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα και μετά θα σε εξετάσω πάνω σε αυτό το πολύ συγκεκριμένο πράγμα. Η διδασκαλία δηλαδή εστιάζεται περισσότερο στην αφομοίωση γνώσεων και λιγότερο στην αφομοίωση της
μεθόδου. Αλλά για να είμαι δίκαιος με το σινάφι μου, το πρόβλημα το εντοπίζω λιγότερο στις θετικές επιστήμες και πολύ περισσότερο στις θεωρητικές.
Τι συμβαίνει όμως τελικά; Βγαίνουν τα παιδιά μας από το σχολείο χαζά, ανίκανα να επικοινωνήσουν επαρκώς με τους γύρω τους ή να κατανοήσουν το περιεχόμενο ενός κειμένου; Πιστεύω πως όχι. Η πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου ασκεί κατ' ανάγκην την κριτική ικανότητα των ανθρώπων, από μικρή ηλικία κιόλας. Τα ελληνόπαιδα αναπτύσσουν κριτική ικανότητα, στον δικό του βαθμό το καθένα. Δεν την αναπτύσσουν όμως χάρη στις προσπάθειες του ελληνικού σχολείου αλλά
παρά τις προσπάθειες του ελληνικού σχολείου.