Άγγελος Τερζάκης, Η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ

Το βιβλίο έχει το δικό του γλωσσάρι, για τους όρους εποχής (φραγκοκρατία).

Το δικό μου αρχείο Excel (ζιπαρισμένο) δεν περιλαμβάνει τις λέξεις του γλωσσαριού του βιβλίου. Έχει λέξεις που δεν τις έχει το ΛΚΝ, εκτός από ορισμένες που τις έχει μεν το ΛΚΝ αλλά ένιωσα για τον άλφα ή βήτα λόγο ότι έπρεπε να τις περιλάβω (σημαίνονται με ένα "ΛΚΝ"). Δεν είναι όλες σπάνιες. Συνοδεύονται σχεδόν πάντοτε από το αντίστοιχο χωρίο. Τα νούμερα στην 1η στήλη είναι πρώτα ο αριθμός σελίδας της έκδοσης που χρησιμοποίησα (χ.χ., αλλά αρχές δεκαετίας 1970), και μετά ο αριθμός Μέρους (ΙΙ, ΙΙΙ —το Μέρος Ι δεν σημαίνεται) και ο αριθμός κεφαλαίου (με ελληνικούς αριθμούς), π.χ. 57 ΣΤ, 151 ΙΙ/Ζ, 503 ΙΙΙ/ΚΔ.
 

Attachments

  • Λέξεις Ιζαμπώ.zip
    41.6 KB · Views: 578

daeman

Administrator
Staff member
...
Τέτοια χάρη θέλει αντίχαρη:

13 Α|βρούχισμα|[ το φαρί ] άφησε ένα κοφτό, τρεμουλιαστό βρούχισμα και τινάχτηκε αριστερά
14 Α|φλετουρίζω| Περίμενε μια στάλα να φλετουρίσουν τα πουλιά για να τραβήξει πάλι
14 Α, 251 ΙΙ/ΙΔ|λαστιχάρω| Τα βούρλα λαστιχάρανε βιτσίζοντας τον αέρα [αφού ο καβαλάρης τα είχε σπαθίσει οργισμένα, δεξιά-ζερβά ] / Λαστιχάροντας μ' απίστευτη γοργάδα, πήδηξε ορθός
14 Α|λιανοτρέμουλος| λιανοτρέμουλη συρτή φωνή
14 Α|ριζομύτι| Τα μικρά του μάτια, πολύ ζυγωτά στο ριζομύτι
15 Α|απο[ε]σκαλώνω| Ό,τι είχα γυρίσει, που λες, κι απεσκάλωσα κομμάτι να ξαποστάσω
15 Α|τραχώνι| Εκεί-κάτω, στα χαμηλά του τραχωνιού και πίσω από το θαλασσινό τειχί τ’ Αναπλιού (επίσης: εκεί στη ράχη του ρωμέικου τραχωνιού )
16 Α|χαμόι| Μεγάλωσε σ’ ένα χαμόι
17 Α, 240 ΙΙ/ΙΔ|συμπαίχτορας| τους παλιούς του φίλους και συμπαίχτορες / Ο συμπαίχτοράς του
17 Α|σύνταχα| Η νύχτα ερχότανε σύνταχα
18 Α|στυλός| Στάθηκε λίγες στιγμές, με τις γροθιές στους γοφούς, τα πόδια στυλά, διχαλωμένα
19 Β|αναγέρνω| Ανάγερνε το κορμί του
21 Β, 491 ΙΙΙ/ΚΓ|πυξίδι| άπειρα μικροπράματα, σκόρπια πάνω στα έπιπλα, βαζάκια και κασετίνες, χτένια, μπουκαλάκια, πυξίδια… / πέταξε χάμου κ' ένα πυξίδι μπρούντζινο…
21 Β|μοσχοκαπνισμένος| μοσχοκαπνισμένη ατμοσφαίρα
22 Β|ευγενικόπουλο| το φτωχό ευγενικόπουλο
23 Β|διάτορος (ΛΚΝ)| τα πέταλα των αλόγων αντιλαλούσαν διάτορα (ΛΚΝ: για ήχο που είναι οξύς, διαπεραστικός)
23 Β, 178 ΙΙ/Θ|μάλλια (η)| Φράγκος με μάλλια διχτάτη, αλυσιδωτή, που του έσφιγγε ολάκερο το κορμί | κίτρινη μάλλια στα νευρωμένα μα στραβά ποδάρια του
23 Β|τουρέ| οχτάγωνο κάλυμμα, εκείνο που οι Φράγκοι το λέγανε "τουρέ", κάτι σαν μικρή κορόνα σχεδιασμένην απλοϊκά
23 Β|πόμολο| σαν μικρή κορόνα σχεδιασμένην απλοϊκά, δίχως γλώσσες, πόμολα και κεντίδια
24 Β|πανωσκέπι| το οικόσημο το κεντημένο…. στο πανωσκέπι της σέλλας
26 Γ|καθεμέρα (το)| τα μικροπεριστατικά τού καθεμέρα
26 Γ|πρωτοΰπνι| κουρασμένος από τον έρωτα της Γενοβέζας είχε κυλήσει στο πρωτοΰπνι
26 Γ|χοροπηδητός| στο χοροπηδητό φως του καντηλιού
28 Γ|δαγκωτός| φορούσανε λερό μαντήλι στο κεφάλι, κίτρινο ή κόκκινο, δαγκωτό πάνω στο φρύδι
29 Γ|θεωρητικός| μπορεί να μην είταν ο πιο θεωρητικός, όμως είχε φαρδειά, τεράστια στήθια κι ώμους κραταιούς
29 Γ|λάσιος| λάσια στήθια
30 Γ|βαθύπαλμος| στάλαξε βαρύς, βουερός, βαθύπαλμος, ο ήχος μιας καμπάνας
31 Γ|σύμπυκνος| σύμπυκνη καμπανοκρουσία
31 Γ|δαδόξυλο|
32 Γ, 439 ΙΙΙ/ΙΣΤ|καπνουδερός| καπνουδερές αντιφεγγιές των δαυλών (δις)
33 Γ|μισόκυκλος (ουσ.)|
34 Γ|πισωπλατίζω| Η παγανιά τούς πρόφτασε εκεί στα ριζά του κάστρου, ό,τι πισωπλάτιζαν για ν' ανηφορίσουν
35 Γ|σύγκαιρα|=ταυτόχρονα
37 Δ|πλεμάτι (ΛΚΝ)|=δίχτυ
37 Δ, 240 ΙΙ/ΙΔ|ταμπάρο| στους ώμους ταμπάρο καταμέλανο / Με τον ερχομό της άνοιξης, είχαν αφήσει τα ταμπάρα
37 Δ|πελερίνα| [φορούσε…] και μια πελερίνα γλωσσωτή γύρω
38 Δ|σπιγούνος|=σπιούνος
40 Δ, 354 ΙΙΙ/Θ|κρεβατοστρώσι| το ακούμπησε στο κρεββατοστρώσι του αρρώστου / Κρύβετε το κεφάλι σας στο κρεβατοστρώσι;
45 E|μεγακυράτο| Ο τίτλος τούτος, που ανέβαζε το μεγακυράτο σε δουκάτο….
46 Ε|κουρβουλιασμένος| κουρβουλιασμένη περγουλιά
46 Ε|περγουλιά| κουρβουλιασμένη περγουλιά
47 Ε|μπουμπουλωμένος| Μπουμπουλωμένη, βαδίζοντας βιαστικά και σύρριζα στους τοίχους, η βάγια γύρισε στο σπίτι της
48 Ε|νεφελωτός| Πρωτοπορία νεφελωτή, τα όνειρα….
48 Ε|στρούφουλας| τα όνειρα….να του ξεσηκώσουν πάλι το νου, μέσα στο μαυλιστικό τους στρούφουλα
49 Ε |νεραϊδόπιοτο| ως που να βρει τ' αμίλητο νερό, το νεραϊδόπιοτο, και την ονειρεμένη χώρα
50 Ε|ίμερος|=πόθος [αγαπημένη λέξη του Τερζάκη. Την είχα μάθει απ' αυτόν και κέρδιζα μ' αυτήν τους συμμαθητές μου στην κρεμάλα…]
51 Ε|ταρίδα| έστειλε μια γαλέρα του χτες νύχτα… Είχε πάρει το κατόπι μια ταρίδα του θείου μου, που ερχότανε να συντύχει τον πατέρα μου στους βάλτους
53 ΣΤ, 452 ΙΙΙ/ΙΘ|γαλαζώνω| ο ουρανός, που τον γαλάζωνε πελιδνά η αυγή / Οι σκιές τους ξεκόβονταν στο γαλαζωμένο από το φεγγαρίσιο φως λιθόστρωτο…
53 ΣΤ, 104 ΙΓ|φάρσωμα| τον πήρε ο ύπνος γερμένον πάνω στο φάρσωμα / του φάνηκε πως ακούει δίπλα, πίσω από το φάρσωμα του τοίχου
54 ΣΤ|στενορρύμια|
54 ΣΤ|φτερακίζω| Σαν πουλί που φτερακίζει με την αυγή,…
55 ΣΤ, 68 Η, 432 ΙΙΙ/ΙΣΤ|κρασοβόλι| φώναξε να του φέρουν ένα κρασοβόλι / τα κρασοβόλια, ψηλά, πήλινα και χοντρά / μ' ένα κρασοβόλι κοντόγιομο δίπλα του.
55 ΣΤ|ταβερνιαρόπαιδο|
55 ΣΤ|βαρνιώτικος| βαρνιώτικο [κρασί]
55 ΣΤ|αρεζινάδο| αρεζινάδο [κρασί]
55 ΣΤ|νεροκοπημένος| τα κρασιά του Βρακοτρύπη…είναι όλα τους νεροκοπημένα
55 ΣΤ|σιδέρικος| φαρί σιδέρικο, χρυσοχάμουρο
56 ΣΤ| Λακρεμονία|=Λακεδαιμονία
56 ΣΤ, 262 ΙΙ/ΙΕ|άπλερος (ΛΚΝ)| άπλερο παιδί / σαν άπλερος που είτανε σε μάχες (ΛΚΝ: που δεν έχει διαπλαστεί ακόμα τελείως)
57 ΣΤ, 120 ΙΙ/Γ, 139 ΙΙ/Ε, 264 ΙΙ/ΙΕ|καταποδιαστός| σύννεφα καταποδιαστά, δρομαία / κύματα καταποδιαστά / Οι καταποδιαστές μπάλλες [του ζογκλάτορα] / [η θάλασσα] τα έστελνε [τα κύματα] καταποδιαστά να ξαπλωθούνε στ' ακρογιάλι
57 ΣΤ |αγριόμαλλος| κεφάλι αγριόμαλλο
59 Ζ|φρυμμένος| γη φρυμμένη από το βαρύ χνώτο του καλοκαιριού
59 Ζ|απόδακρος| με καλοσύνη χερουβική, απόδακρη
59 Ζ|λιβανωτός (επίθ.)| από τον φαρδύ κάμπο λιβανωτές ανάσες ανέβαιναν
60 Ζ, 239 ΙΙ/ΙΔ|διανεύω (ΛΚΝ)| στον αέρα διάνευε μύρο ανάλαφρο από θυμάρι / καταχνιά ανάλαφρη διάνευε στον αέρα (ΛΚΝ: κάνω νεύμα)
61 Ζ|ψυχόρμητα|=αυθόρμητα
62 Ζ|μελωτός| Στην ασάλευτη σκιά των φυλλωμάτων, τη μελωτή κι ασάλευτη σκιά του μεσημεριού
65 Η, 109 ΙΙ/Α, 304 ΙΙΙ/Δ|μουχνός| σκιά μουχνή / μουχνό βουητό / θολούρα μουχνή
66 Η|χαμοκούμπι| αν σου βρω κανένα χαμοκούμπι να πλαγιάσεις
70 Η, 167 ΙΙ/Η|χτένι| τους πλάκωσε τα ποδάρια, ίσια πάνω στο χτένι / τις γαλάζιες φλέβες που μέσ' από την άσπρη επιδερμίδα φουσκώνουν καβαλικεύοντας το χτένι
70 Η|τσοκανίζω| κατεβάζει χτύπημα πελεκητό στο κεφάλι….η λεπίδα, γλιστρώντας στη γυαλιστερή επιφάνεια [του κράνους] , τσοκάνισε τον ώμο
70 Η|ρεκάζω (ΛΚΝ)|(ΛΚΝ: κρώζω, κράζω, σκούζω)
71 Η|| της πριγκηπέσσας Ιζαμπώ (sic)
72 Θ|Πελαγηνιά|=Πελαγονία ( μάχη της Πελαγηνιάς )
72 Θ|συνομνύω| Συνώμοσε με τέσσερις γυναίκες
73 Θ|δυναμάρι| ο Γουλιέλμος Βιλλαρδουΐνος…για να θεμελιώσει κραταιό δυναμάρι (λέξη του Χρονικού του Μορέως για το κάστρο του Μυστρά)
74 Θ, 113 II/B|λίζιος* (Γλωσσάρι)| Ο πρίγκιπας Φλωρέντιος, που από καιρό ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στην Ανάπολη για να επισκεφτεί το λίζιό του βασιλέα της Κάρολο / μπροστά στο λίζιο αφέντη του
75 Θ|φιλόνομος| Κ' η ευχή του η φιλόνομη είταν δίκαιο και σωστό να πιάσει
76 Θ|μίνσωρας| οι συναγμένοι αντικένσωρες, οι μίνσωρες κ' οι δουκατόροι
78 Ι|δαρτός| η βροχή…έπεφτε δαρτή
78 Ι|καλντεριμώνω| Στον καλντεριμωμένο δρόμο
79 Ι|άκουρος (ΛΚΝ)| μαλλιά και γένια άκουρα, θρασεμένα
79 Ι, 249 ΙΙ/ΙΔ|κλαδώνομαι| θαλπωρή γλυκειά κλαδωνότανε στον αέρα (από το τζάκι) / (η φωνή του) ανέβηκε αργά, κλαδώθηκε αδιόρατα
81 Ι, 161 ΙΙ/Ζ|μυρμηδίζω| κι ο απαυδημός που μυρμήδιζε στα τσακισμένα μέλη του οδοιπόρου | οι χυμοί μυρμήδισαν στους αρμούς του
81 Ι|κονταυγή| Εκεί κατά την κονταυγή
83 ΙΑ|σαλπίγγι| τα βούκινα και τα σαλπίγγια
83 ΙΑ|αγκωνή| Πίσω, στην αγκωνή του δρόμου
84 ΙΑ|φιδολυγίζω| στην αγκωνή του δρόμου που φιδολύγιζε κατηφορίζοντας
84 ΙΑ|στρουφίζω| και τα μαλλιά του…στρουφίζανε γυαλίζοντας πάνω στον άσπρο σβέρκο
86 ΙΑ|πουλακίδα| Οι κυράδες…κακαρίζανε σαν πουλακίδες
91 ΙΒ, 418 ΙΙΙ/ΙΕ|ακουμπιστήρι (ΛΚΝ)|[του θρονιού]
93 ΙΒ|Μεσαρέα| τα ψηλά και λεβέντικα βουνά της Μεσαρέας (θέα από τ' Ανάπλι)
95 ΙΒ|άγνωρος (ΛΚΝ)| Η ώρα της νύχτας ήταν άγνωρη
102 ΙΓ|γαλανιάζω| είδε την αυγή να γαλανιάζει στον ορίζοντα
102 ΙΓ|τουφωτός| σύννεφα τεράστια, τουφωτά
103 ΙΓ|φουσκή| Ο βρεμένος σανός, η φουσκή, η καπνιά, πύκνωναν τον αέρα
104 ΙΓ, 307 ΙΙΙ/Ε|πυρομάχι| τα σύννεφα της καπνιάς που σούρωναν από το πυρομάχι / τα πρόσωπα…γύρισαν πάλι να κοιτάζουν οκνά το πυρομάχι (μέσα στο σιδεράδικο)
104 ΙΓ|κρουνέλιασμα| στο κρουνέλιασμα της βροχής απέξω
107 ΙΙ/Α|λαδίκι| πάνω στις φασκιές μεταξωτό λαδίκι με κεντημένο το οικόσημο του πριγκηπάτου
108 ΙΙ/Α|ξεματώνω| τα μακρουλά της δάχτυλα, που φέγγιζαν ξεματωμένα
108 ΙΙ/Α|λαμπαδοστάτης| Στους λαμπαδοστάτες οι φλόγες στέκονταν ασάλευτες
108 ΙΙ/Α|λιγόθυμος (επιθ.)| ο κάμπος έστελνε….λιγόθυμο μύρο μελισσόχορτου
108 ΙΙ/Α|γαλακτώνω| Στον γαλακτωμένο αέρα οι επάλξεις ξεκόβονταν μαύρες
109 ΙΙ/Α, 260 ΙΙ/ΙΕ|άλαμπος (ΛΚΝ)| με θωριά άλαμπη και βλέμμα θαμπό / Στην άλαμπη θολούρα
109 ΙΙ/Α, 111 ΙΙ/Α|πλήθιος| πλήθιο κουβεντολόι / πλήθιο τιτίβισμα
109 ΙΙ/Α, 181 ΙΙ/Θ|μουράγιο| τα ψηλά και στενά παραθύρια με το χοντρό μουράγιο / Το μουράγιο εδώ είταν χοντρό…Ίσαμε τέσσερες σπιθαμές πάχος
111 ΙΙ/Α, 203 ΙΙ/ΙΑ, 418 ΙΙΙ/ΙΕ|αηδονώ| τα νιάτα τους….αηδονούσανε στο διαμαντένιο αέρα με τιτίβισμα πλήθιο, παλαβό / ο διάφανος αέρας, αηδονούσε ολούθε από κρουσταλλένια κουδουνίσματα / αηδονούσαν κρούοντας…η μια πάνω στην άλλη οι αρματωσιές.
111 ΙΙ/Α|σιδεράρματα| να ξεκουραστούν οι ιππότες όταν ξεντύνονταν τα σιδεράρματα
113 ΙΙ/Β|αφροκοπώ| μια θάλασσα ταραγμένη, που βροντούσε αφροκοπώντας τα τορνεμένα πλευρά των καραβιών
115 ΙΙ/Β|ταυραία| με μια συντροφιά παράφορη, βουερή, σαλπίγγια, βούκινα, ταυραίες
117 ΙΙ/Β, 206 ΙΙ/ΙΑ|τρεμίζω|[Τα μάτια του]…. τρέμιζαν σαν πέταλα λουλουδιού / Σα να τρέμισε τώρα το υγρό της βλέμμα
120 ΙΙ/Γ|πρωτόλουδος| είχε πλέξει γύρω της ένα θρύλο καλλονής πρωτόλουδης και κατατρεγμένης από άσπλαχνη μοίρα
120 ΙΙ/Γ|πρωτόχνουδος| Παλληκάρια πρωτόχνουδα
120 ΙΙ/Γ|απόγευση| Η πικρή απόγευση της ερημιάς σιγά-σιγά στέρευε κάθε ενδιαφέρον στην ψυχή της
120 ΙΙ/Γ|φιλοδοξώ κπ.| Δεν την ποθούσαν πια· την ονειρεύονταν ή τη φιλοδοξούσαν
127 ΙΙ/Δ|προεδρεύω +αιτιατ.| η πριγκιπέσσα, τυπικά, προέδρευε η ίδια τη Μεγάλη Κούρτη
127 ΙΙ/Δ|μολυβωτός| το φως του δειλινού αντιφέγγιζε μολυβωτό στο πλακόστρωτο χάμου
128 ΙΙ/Δ|ρογεύω| εξήντα γενοβέζικα κάτεργα, ρογεμένα από τον Παλαιολόγο
129 ΙΙ/Δ|μελόχυτος| τ' όμορφο, μελόχυτο κορμί του
130 ΙΙ/Δ, 239 ΙΙ/ΙΔ|λυχνανάματα| Εκεί κατά τα λυχνανάματα
131 ΙΙ/Δ, 161 ΙΙ/Ζ|διαπλατώνω| ανάμεσα στα σπίτια που διαπλατώνανε βιαστικά τα παραθυρόφυλλά τους / Άνοιξε την πόρτα, τη διαπλάτωσε
131 ΙΙ/Δ, 143 ΙΙ/Ε|κρουνελιάζω| κρουνέλιασε η λαμπρή συνοδία με ποδοβολητό σύμπυκνο / κρουνελιαστά γένεια
131 ΙΙ/Δ|περιπολεύω|=περιπολώ
132 ΙΙ/Δ, 215 ΙΙ/ΙΒ|φουρφουλίζω /-ομαι| οι γυναίκες, φουρφουλίζοντας σαν πουλακίδες / [το περιστέρι] φουρφουλίστηκε
132 ΙΙ/Δ, 205 ΙΙ/ΙΑ|ποιος να ζει;| Ε! ποιος να ζει; Κράζει ο γερακάρης βάζοντας χωνί τις παλάμες του στο στόμα (qui vive) / Ποιος να ζει; Ρώτησε αγριωπά, ξαφνιασμένος
133 ΙΙ/Δ|λείβω| Ένιωθε κι ο γέρος βαρώνος τις δυνάμεις του να του λείβονται
135 ΙΙ/Ε|φρούμασμα (ΛΚΝ)| ακούγοντας φρουμάσματα στο παχνί
137 ΙΙ/Ε|πλατανιάς| Είταν πλατανιάς σύμπυκνος εδώ, βαθύς
137 ΙΙ/Ε|λαμπυρίδα| Μέσα στο χορτάρι, η λαμπυρίδα ανάβει και σβήνει, σημάδια μαγικά
137 ΙΙ/Ε|αχνοδάχτυλος| χέρια απαλά, αχνοδάχτυλα
137 ΙΙ/Ε|αστραπόματος| μαύρο αστραπόματο φαρί
138 ΙΙ/Ε|άχνινος| πίσω από την άχνινη μαγγανεία του φεγγαριού
138 ΙΙ/Ε|αεροζύγιασμα| το κάστρο [της Καλαμάτας]… δεν είχε το όλο φοβέρα αεροζύγιασμα της Βελιγοστής
138 ΙΙ/Ε, 250 ΙΙ/ΙΔ|σερπετός| Μέσα στους σερπετούς δρόμους…έχασε γρήγορα την κατεύθυνσή του / περιγράφοντας με σερπετή μαστοριά
138 ΙΙ/Ε|τζουμπές| τους Εβραίους με τους μακρυούς τζουμπέδες τους
138 ΙΙ/Ε|κοράκι| Μουλάρια σταματημένα μπροστά σε πόρτες, δεμένα πρόχειρα στα κοράκια των τοίχων
139 ΙΙ/Ε, 296 ΙΙΙ/Γ|χασκαρίζω| Οι θεατές χασκάριζαν, την πειράζανε [τη μαϊμού]
140 ΙΙ/Ε|παιζογυαλίζω| είχε ιδεί να παιζογυαλίζουν οι λόγχες
141 ΙΙ/Ε|αθαλώνω| ένας άντρας θεόρατος, με πρόσωπο αθαλωμένο
142 ΙΙ/Ε|πλακουδός| μύτη πλακουδή
143 ΙΙ/Ε, 322 ΙΙΙ/Στ, 371 ΙΙΙ/ΙΑ|αεροζυγιάζομαι| Το χοντρό σύμπλεγμα των δύο ανθρώπων, του ζωντανού και του νεκρού, που αεροζυγιάζονταν καβαλικεμένοι σα χτήνη [πάνω στην κρεμάλα] / είχε δουλέψει στ' άρμενα και στ' αμπάρια, είχε αεροζυγιαστεί πάνω στο τσιμπούκι σε ώρες που το κύμα πηδάει αφρίζοντας σα σκύκλος λυσσασμένος να σ' αρπάξει / λεπίδα που αεροζυγιάζεται, τρεμίζει από λαχτάρα κρυφή κι άπληστη
144 ΙΙ/Στ|σκουτέλι (ΛΚΝ)|=μικρή γαβάθα· δυο άδεια σκουτέλια
144 ΙΙ/Στ|βλακωμένος| ένα βλακωμένο χαμόγελο στα χείλη
145 ΙΙ/Στ, 304 ΙΙΙ/Δ, 391 ΙΙΙ/ΙΓ|απονύχτερος| σε ώρα απονύχτερη, κοντά τα χαράματα / οσμίστηκε τ' αγέρι που το πρίκραινε κιόλας μύρο απονύχτερο / Αέρας απονύχτερος είχε αρχίσει να φυσάει.
145 ΙΙ/Στ|μεσημεριάτης| ο μεσημεριάτης ήλιος
146 ΙΙ/Στ, 383 ΙΙΙ/ΙΒ|αδιαφόρετος (ΛΚΝ)|= (ΛΚΝ) άχρηστος, που δε φέρνει διάφορο, κέρδος· Η περιέργεια του μαγαζάτορα είταν αδιαφόρετη, έβλεπες πως ρωτούσε μόνο και μόνο για να δένει την κουβέντα / Μονάχα ξένοι περνούσαν, αδιαφόρετοι.
148 ΙΙ/Στ|τετραπερασμένος|=τετραπέρατος
150 ΙΙ/Στ|θρασίμι (ΛΚΝ)|=άχρηστος, ανίκανος και τεμπέλης· (κυριολ.) ψοφίμι
151 ΙΙ/Ζ|υπέρλογος| μια υπέρλογη πεποίθηση…πως γνωρίζονταν από πάντα
151 ΙΙ/Ζ|κρυφοδάγκωτος| ειρωνεία κρυφοδάγκωτη
151 ΙΙ/Ζ|φρένα (τα)| δίψα χαλασμού τού συνεπαίρνει τα φρένα
152 ΙΙ/Ζ, 498 ΙΙΙ/ΚΔ|λοχεύω| λόχευε στις γωνιές / αγρίμι που λοχεύει στο βουνό, πίσω από τις βατομουριές και τους βράχους…
153 ΙΙ/Ζ|σφελιδιάζω| τα όρνια τον σφελιδιάσαν
155 ΙΙ/Ζ|κρυερός| ο κρυερός βοριάς
156 ΙΙ/Ζ|μπουμπάρι (ΛΚΝ)|=παχύ έντερο σφαχτού που παραγεμίζεται με κρέας· Σύννεφα τεράστια κυλιόντανε στον ουρανό βιαστικά…σκαλώνανε στις βουνοκορφές, μπουμπάρια
156 ΙΙ/Ζ, 235 ΙΙ/ΙΔ, 448 ΙΙΙ/ΙΘ|σμυριδώνω| το ιδρωμένο μέτωπό του…είχε σμυριδωθεί από τον κουρνιαχτό / ψιλός-ψιλός ιδρώτας τής σμυρίδωνε το φουσκωτό της μέτωπο / πάχνη σμυρίδωνε τις πέτρες.
159 ΙΙ/Ζ|παραγώνι (ΛΚΝ)|=ο χώρος μπροστά στο τζάκι
161 ΙΙ/Ζ, 318 ΙΙΙ/Στ|ανακλαδίζομαι| Ανακλαδίστηκε ηδονικά, οι χυμοί μυρμήδισαν στους αρμούς του / μια δούλα... παράτησε χάμου τον κουβά που κρατούσε κι ανακλαδιζότανε
163 ΙΙ/Ζ|φεγγαροβραδιά|
164 II/H|γυροβολή| Μην πεις ποτέ πως η ζωή σταμάτησε τη γυροβολή της
167 II/H|κλαδωτός| σφούγγισε τα δάχτυλά του στην αιώνια κλαδωτή πετσέτα
169 II/H|τσιροπούλι| Κάποια πουλιά, τσιροπούλια
169 II/H|βαρύαχος| Αντιλαλώντας βαρύαχο, κυματερό, το σάλπισμα…
170 II/H, 243 ΙΙ/ΙΔ|λιθομάργαρος| τα λιθομάργαρα στελοχάμουρα* / με τις ραφές του λιθομάργαρες
170 II/H|στελοχάμουρα* (τα)|=σελλοχάμουρα (βλ. 187 ΙΙ/Ι)
171 II/H, 202 ΙΙ/ΙΑ|αμπόδεμα| Ξάφνου, σα να είχε κοπεί το αμπόδεμα, εκείνη αλαφροτινάζει κατά πίσω το κεφάλι / Δε μπόρεσε να σαλέψει το παιδάριο, δε μπόρεσε να σπάσει το αμπόδεμα που το κάρφωνε στη θέση του
177 ΙΙ/Θ|σκυλόμαγκος| Οι σκυλόμαγκοι, κρατώντας γερά στη γροθιά, μάτσο, τ' αχτιδωτά λουριά, σύρανε τα…λαγωνικά τις κλούβες
181 ΙΙ/Θ|γιασεμιά (η)| μια γιασεμιά με φυλλαράκια δροσερά
186 ΙΙ/Ι, 439 ΙΙΙ/ΙΣΤ|πεταλόκρουσμα| κουδουνίσματα, πεταλόκρουσμα πλήθιο, βαβούρα παρέας χαροκόπων που πορεύεται / το πεταλόκρουσμα των φαριών
186 ΙΙ/Ι|χρυσοχάμουρος| άλογα χρυσοχάμουρα
186 ΙΙ/Ι|ασημοκούδουνος| ασημοκούδουνα μουλάρια
186 ΙΙ/Ι|ολόπρωτος| Μπροστά, ολόπρωτοι…πήγαιναν δυο εράλδοι κρατώντας μακρουλά σαλπίγγια
186 ΙΙ/Ι, 354 ΙΙΙ/Θ|χαλκόχυτος| άλογα με χαλκόχυτα λεβέντικα κορμιά / τα μπράτσα τα χαλκόχυτα και τ' αντρίκια
186 ΙΙ/Ι, 410 ΙΙΙ/ΙΕ|αγυιόπαιδο| τα ξυπόλητα αγυιόπαιδα / τους διαβάτες , τα αγυιόπαιδα
187 ΙΙ/Ι|σελλοχάμουρα (τα)| Μπερδεύεται [ο μανδύας] στα σελλοχάμουρα και θα με ρίξει / βλ. και 170 ΙΙ/Η: στελοχάμουρα*
188 ΙΙ/Ι, 259 ΙΙ/ΙΕ|περικοπά (επίρρ.)| αποκλείστηκε ο στενός δρόμος που ανέβαζε περικοπά, με στοές και σκαλοπάτια, στο καθαυτό καστέλλι / Ζύγωσε περικοπά, κάνοντας τον αδιάφορο, και είδε.
189 ΙΙ/Ι|Εστίβα| Θα κατέβω στην Ανδραβίδα, ύστερα θα ταξιδέψω στην Εστίβα
190 ΙΙ/Ι|άβρα| έγνεψε στις άβρες ν' ακολουθήσουν την κυρά τους
192 ΙΙ/Ι|σουσουρίζω| ανέβαινε πρώτη, σηκώνοντας με τα δυο δάχτυλα το φαρδύ φουστάνι της, που σουσούριζε
195 ΙΙ/Ι|αδικοβάζω| Τώρα ποιος θα τον πείσει το μισσέρ Φλωράν πως σ' είχε αδικοβάλει;
201 ΙΙ/ΙΑ|πιπερίζω (ΛΚΝ)| Πιπέριζε στα ρουθούνια ο αέρας
201 ΙΙ/ΙΑ|χαμοπέταμα| το βουβό χαμοπέταμα του όρνιου
202 ΙΙ/ΙΑ, 272 ΙΙΙ/Α|ανοιξιάτης| ανάσαινε βαθιά…τον κοφτερό ανοιξιάτη αέρα / στον ασάλευτο ανοιξιάτη αέρα
203 ΙΙ/ΙΑ|μεσαυλή| στα τειχιά, στις μεσαυλές, στα λιακωτά και στα χαγιάτια
204 ΙΙ/ΙΑ|πουλακιδένιος| Ο Ρωμιός καλόγερος…έσκυβε τον πουλακιδένιο λαιμό του μπροστά
204 ΙΙ/ΙΑ, 233 ΙΙ/ΙΓ|ανασειέμαι| Ανασείστηκε μ' ένα συναίσθημα ακαθόριστης δυσαρέσκειας / Ανασείσου…Πορεύεσαι σε βάλτο και σε ρουφάει. Σηκώσου όρθιος, έλα να πάμε!
204 ΙΙ/ΙΑ|λιακαδερός| τις λιακαδερές ημέρες
215 ΙΙ/ΙΒ|κάνω φτερό|[το περιστέρι] σεργιάνισε δυο-τρία βήματα καμαρωτά κ' έκανε φτερό πάλι
217 ΙΙ/ΙΒ|εξαιτίας+ονομαστική| Φύτρωναν εκεί-πέρα, αχαμνά εξαιτίας το φτωχό χώμα του βράχου, …
221 ΙΙ/ΙΓ|θεριακή (ΛΚΝ)| θεριακή, ασκάδι και ξύδι (γιατροσόφι)
221 ΙΙ/ΙΓ|ασκάδι| θεριακή, ασκάδι και ξύδι (γιατροσόφι)
221 ΙΙ/ΙΓ|υπερτάφιος|πέρα απ' τον τάφο: θαρούσε πως τ' όνειρο του πυρετού του συνεχίζεται και τώρα πλέει σ' άγνωστη, υπερτάφια πλάση.
222 ΙΙ/ΙΓ|ξεκορμίζω| Ο μενεστρέλος, που είχε…τραβηχτεί σε μια γωνιά και σώπαινε, ξεκόρμισε από τον τοίχο…
222 ΙΙ/ΙΓ|αμποδένω| Σ' έχουνε γι' αμποδεμένον…. Όμως τα μάτια που ξόρκισαν, τίποτα δε φελάνε…
222 ΙΙ/ΙΓ|αναπαλιάζω| Γλύκα μαλθακή αναπάλιαζε την ψυχή του
226 ΙΙ/ΙΓ|αντικάμαρα| Μπορεί και να βαρέθηκε την εύσχημη αντικάμαρα που της έκανε η αδερφή της
227 ΙΙ/ΙΓ|κλαρώνω|[Τα χέρια της,] αφημένα πάνω στην ποδιά, μοιάζανε σα δυο άσπρα περιστέρια που κλάρωσαν με το βράδυ, απλοϊκά.
229 ΙΙ/ΙΓ, 296 ΙΙΙ/Γ, 308 ΙΙΙ/Ε|μωρώχνω;| Έκλυση γλυκειά, ευτυχία κι οδύνη, κατέβηκαν στην καρδιά της, τη μώρωξαν. / ένα κλάμα μωρού ξέσπαγε και πάλι μώρωνε / μια φωνή γυναίκεια που πασχίζει μουρμουριστά να μωρώξει κάποιο βυζασταρούδι.
233 ΙΙ/ΙΓ|λιγνεύω| Το τραγούδι του βιγλάτορα ανεβαίνει, λιγνεύει, κάνει να πετάξει πέρα και πάλι πέφτει…
234 ΙΙ/ΙΔ|μαργαρώνω| ξύπνησε έχοντας τα χείλη της μαργαρωμένα ακόμα από τη μυστική του γλύκα (του ονείρου)
235 ΙΙ/ΙΔ|προσηκώνομαι| Προσηκώθηκαν οι κοπέλλες (καθώς μπήκε στην κάμαρα η βαρωνέσσα)
236 ΙΙ/ΙΔ|Ματάγριφος| τα φίε (φέουδα) του Ματάγριφου
239 ΙΙ/ΙΔ|κρεββάτα| το πάτωμα έκανε δόντι κι ανέβαινε με τέσσερα σκαλοπάτια στην κρεββάτα
239 ΙΙ/ΙΔ|Νέδος|(ο ποταμός Νέδων)
240 ΙΙ/ΙΔ|λίππια| μελισσόχορτα και λυγαριές, λίππιες και λεβάντες.
240 ΙΙ/ΙΔ, 250 ΙΙ/ΙΔ|μαυλίζω (ΛΚΝ)| στήσανε τα ζατρίκια….κ' οι άλλοι, όρθιοι, γύρω, θωρούσανε το παιχνίδι, στοιχημάτιζαν, γελούσαν, μαυλίζανε τους παίχτες… / Μαύλισε τις κυράδες περιγράφοντας με σερπετή μαστοριά…
240 ΙΙ/ΙΔ|δεσπόζω + αιτιατική| Το γέλιο του,… δεσπόζοντας τις άλλες τις φωνές
240 ΙΙ/ΙΔ|Φλαμαντέζος|
241 ΙΙ/ΙΔ, 411 ΙΙΙ/ΙΕ|παραμάντεμα| Οι πιο θαρετοί, οι ευνοημένοι, τόλμησαν και σκανταλιάρικα παραμαντέματα / Όχι, όχι, δε θέλω παραμαντέματα…Τα δαιμόνια είναι φθονερά…κι αγαπάνε να σκανταλίζουν τους ανθρώπους
241 ΙΙ/ΙΔ, 326 ΙΙΙ/Ζ|πιστεύω + αιτιατική| Δεν πίστευε τα μάτια της. / σα να μην πίστευε τα μάτια του.
241 ΙΙ/ΙΔ|λαμπαδίζω (= -διάζω;)| Μέσα στο σκοτάδι του διαδρόμου, λαμπάδισαν κόκκινες οι δάδες. (τυπογραφικό;)
241 ΙΙ/ΙΔ|Εστίβα| από ιριδιστό μετάξι της Εστίβας.
242 ΙΙ/ΙΔ|κορδελλιέρα| Κρατούσε με τ' αριστερό της χέρι την κορδελλιέρα που έδενε πίσω από τους ώμους τη βαρειά κάπα.
243 ΙΙ/ΙΔ|καπερούνι| Κι από μένα τότε ένα καπερούνι, άσπρο, δερμάτινο (για το ωραίο γεράκι)
244 ΙΙ/ΙΔ|δαφνόλαδο| με μαλλιά γυαλιστερά από το δαφνόλαδο
244 ΙΙ/ΙΔ|ροΐνα-μητέρα| Είτανε ροΐνα-μητέρα της Φράντσιας (=βασιλομήτωρ)
245 ΙΙ/ΙΔ|σκάλα| Η μια μετά την άλλη συγκρούστηκαν οι "σκάλες". (σε τορνέο)
245 ΙΙ/ΙΔ|λαμπαδιάζω| έβλεπες άλογα να τρέχουν…αστραπές από σπάθες που γυρίζανε μύλο, πανωσκέπια…και χιτώνες…και παντιέρες…να λαμπαδιάζουν.
245 ΙΙ/ΙΔ, 458 ΙΙΙ/ΙΘ|λοΐδι| Ένας ιππότης μεσόκοπος, με κολλητά στα μελίγγια του λοΐδια κορακάτα / ο άλλος είχε το δεξί του μάγουλο αφανισμένο, τ' αυτί του κρεμότανε πάνω στο λαιμό από ένα λοΐδι κρέας.
245 ΙΙ/ΙΔ|χαρωπή γνώση| Η πριγκηπέσσα να παίρνει το μέρος της χαρωπής γνώσης! (gai savoir)
245 ΙΙ/ΙΔ|μαλβουαζία| κερνώντας…τη μαλβουαζία
245 ΙΙ/ΙΔ, 290 ΙΙΙ/Γ|σύσμιχτος| πλήθαινε σύσμιχτο το κουβεντολόι / σύσμιχτη βουή από το στόμα των πεινασμένων
246 ΙΙ/ΙΔ|Ζόγκλο| ο Ντελιούρια πόδισε στο Ζόγκλο (σημερ. Ναβαρίνο)
249 ΙΙ/ΙΔ|απόλουτρος| Η δροσάτη ανασεμιά της νύχτας, άχνα κορμιού απόλουτρου
249 ΙΙ/ΙΔ|διάνεμα| Η αυλή με την άσπρη πλάκα είχε στοιχειώσει στο διάνεμα του φεγγαριού.
249 ΙΙ/ΙΔ|Στρογγυλή Τάβλα| των ιπποτών της Στρογγυλής Τάβλας
249 ΙΙ/ΙΔ|μισάζω| Οι χρωματιστές λαμπάδες είχανε μισάσει, πήξανε δάκρυα χοντρά.
250 ΙΙ/ΙΔ|ευλαβητικός| Το κέφι του κρασιού χαλάρωσε την ευλαβητική διάκριση που του χρωστούσαν.
251 ΙΙ/ΙΔ|ναβάχα| η μακρουλή λεπίδα της ναβάχας
257 ΙΙ/ΙΕ, 301 ΙΙΙ/Δ|αντίλαμπο| Το κράνος του ανάδινε αντίλαμπα γαλάζια, σπιθάτα κ' υγρά. (μες στη νύχτα) / Το φέγγος της ημέρας που απλωνόταν ίσαμε τώρα σταχτί και κρύο, σα σιδερένιο αντίλαμπο…
258 ΙΙ/ΙΕ|σύνταχος| το κροτάλισμα των οπλών αντιβούιξε σύνταχο, κεραυνωτό
258 ΙΙ/ΙΕ|κεραυνωτός| το κροτάλισμα των οπλών αντιβούιξε σύνταχο, κεραυνωτό
258 ΙΙ/ΙΕ|ατσαλόχυτος| Κατηφόρισαν ανάμεσα στα βουβά σπίτια, μακρύ, ατσαλόχυτο ρυάκι
258 ΙΙ/ΙΕ|Νησί|=η σημερινή Μεσσήνη
259 ΙΙ/ΙΕ|σερπετά (επίρρ.)| Το μακρουλό σα φίδι κορμί της (της καβαλαρίας) σερνόταν σερπετά στο βουνήσιο στρατί
260 ΙΙ/ΙΕ|μπάζο|[η κεφαλή της καβαλαρίας σταμάτησε·] σπρωγμένη από το πλήθος που ακολουθούσε, ογκώθηκε, ξεχείλισε στα μπάζα του δρόμου.
260 ΙΙ/ΙΕ|ψυχόρμητος|=αυθόρμητος. Από ψυχόρμητη στον άνθρωπο κοινωνικότητα
263 ΙΙ/ΙΕ|Μονζουά κι άγιος Διονύσης|πολεμική κραυγή των Γάλλων
264 ΙΙ/ΙΕ, 267 ΙΙ/ΙΕ|ξαμώνω (ΛΚΝ)| κοντάρια να θερίζονται που ξαμώνανε κατά το στήθος / Σα στενές γλώσσες φιδιών λαστιχάροντας ξαμώνανε οι λόγχες γύρωθε και τον κεντούσαν. (ΛΚΝ: πλησιάζω)
271 ΙΙΙ/Α|ξαντό| πλένανε με κρασί τις λαβωματιές, φτιάνανε ξαντό, άλλαζαν επιδέσμους.
273 ΙΙΙ/Α, 469 ΙΙΙ/Κ|πλευτικό| αυτόπτες που είχανε δει τα πλευτικά του ν' αρμενίζουν κοπαδιαστά, κι ανάμεσά τους…την κόκκινη γαλέρα, τη δική του. / είχε νικήσει στη θάλασσα, βούλιαξε τα πλευτικά μας.
274 ΙΙΙ/Α, 409 ΙΙΙ/ΙΕ|κεφαλάς| Θα βγούμε μαζί με τον κοντόσταβλο του πριγκηπάτου μας και τους κεφαλάδες της Αχαΐας / κεφαλάδες δυσκολοθώρητοι μα που για να ευχαριστήσουν τον πρίγκηπα δείχνανε τώρα προθυμία
275 ΙΙΙ/Α, 297 ΙΙΙ/Γ, 487 ΙΙΙ/ΚΒ|προβαδίζω| ρυθμίζανε το βαρύ βήμα των φαριών τους με το ανάλαφρο κ' ήρεμο του άσπρου φαριού που σήκωνε αβρά στη ράχη του την κυρά τους, και προβάδιζε. / προβαδίζανε με τις δάδες / Κοιτάζοντας πέρα από τις φλόγες των πυρσών που προβάδιζαν, πορευότανε σα να ονειρεύεται.
275 ΙΙΙ/Α|χαλινώνομαι| Στ' ακρόχειλό του κάτι τρέμισε, ζάρα οδυνηρή, τινάχτηκε νευρικά, χαλινώθηκε.
276 ΙΙΙ/Α|χερόχτι| Δώστε μου το χερόχτι σας.
278 ΙΙΙ/Α|προσκλίνομαι| Ύστερα προσκλίθηκε στην πριγκηπέσσα κι αποτραβήχτηκε.
278 ΙΙΙ/Α|αναδακρυώνω| αποτραβήχτηκαν με τα κεφάλια σκυμμένα, αναδακρυώνοντας.
280 III/B, 306 ΙΙΙ/Δ|κρόσσα| τα γερατειά….κρόσσα την κρόσσα τού ερειπώνανε το πυργωτό κορμί / Τα στρογγυλά πυργιά του, στις αγκωνές των τειχιών, κρατούσανε ψηλά τις οδοντωτές κρόσσες τους σαν πέτρινες κορόνες
281 ΙΙΙ/Β|υπονοιάζομαι|=υποπτεύομαι
281 ΙΙΙ/Β, 354 ΙΙΙ/Θ|δονίζω|=δονώ. Παλμός κοριτσίστικος δόνιζε το στήθος της / Είναι τεντωμένες ώς το σπάσιμο οι μυστικές ίνες, αναριγώντας δονίζονται και μουγγά στενάζουν.
282-3 ΙΙΙ/Β|τρομάζω κτ. = φοβάμαι κτ.| Την τρόμαζε αυτή τη σκέψη
283 ΙΙΙ/Β|γάζα| ίλιγγοι σα γάζες καπνουδερές, που αναδίνονται από αόρατη λόχη
283 ΙΙΙ/Β|λόχη| ίλιγγοι σα γάζες καπνουδερές, που αναδίνονται από αόρατη λόχη
286 ΙΙΙ/Β|αγωνιαστικός|=που προκαλεί αγωνία. Οι στιγμές όπου έμεναν οι δυο τους μονάχοι, της είτανε πιο επώδυνες από πρώτα, η απαντοχή τους αγωνιαστική, σα νάτανε ν' ακούσει πάντα κάτι πολύ σκληρό από τα χείλη του.
286 ΙΙΙ/Β|εμπιστικός|=μπιστικός. σα φίλο εμπιστικό
287 ΙΙΙ/Β|ανεπαίσθητα|=αθόρυβα, χωρίς να γίνει αντιληπτό. Η εσωτερική κατάσταση της χώρας, που είχε χειροτερέψει ανεπαίσθητα και θαυμαστά.
288 ΙΙΙ/Β, 354 ΙΙΙ/Θ|ανάπαλος|=απαλός. Σου άφηνε περνώντας το ανάπαλο χνούδι του φτερού του πάνω στην καρδιά. / τ' ανάπαλο κρέας των παιδιών σας
290 ΙΙΙ/Γ|λάμπος| Άνεμοι κρυεροί…σβήσανε κάθε λάμπος από τον ουρανό
291 ΙΙΙ/Γ|γελούμενος| μια γαλήνη που κι αν δεν έμοιαζε με την αλλοτινή, τη γελούμενη, τουλάχιστον ανάπαυε τ' αυτί…
293 ΙΙΙ/Γ|ανακλαδίζω| Κάποιο ξύλο από τα έπιπλα, ανακλαδίζοντας τους αρμούς του στη χλιαρή ανάσα της φωτιάς…
296 ΙΙΙ/Γ|παρτούρα| κουβέντιαζαν πρόσχαρα, τραγουδούσανε παρτούρες, χασκάριζαν.
297 ΙΙΙ/Γ, 492 ΙΙΙ/ΚΓ|γεροντομπασμένος| Πιάνουμε να γερνάμε ελόγου του κ' εγώ, λοιπόν οι γεροντομπασμένοι… / ο γαμπρός, έμπορος Γενοβέζος…γεροντομπασμένος όμως κι απάνθρωπα άσχημος.
300 ΙΙΙ/Δ|γκώνω| οι λάκκοι που γκώσανε από το νερό και το ξέρασαν.
300 ΙΙΙ/Δ, 392 ΙΙΙ/ΙΓ|αντίφωτο| Κάποια σκέλεθρα δέντρων, σκόρπια, ξεκόβονταν στο ασημωτό αντίφωτο, φαντάσματα, γνέφοντας έξαλλα με τ' άσαρκα δάχτυλά τους. / θαμπά διάφανη στ' αντίφωτο του κρεμασμένου δίπλα στο κρεββάτι καντηλιού.
301 ΙΙΙ/Δ|ανάκρυφα| Σήκωσε ανάκρυφα το δεξί, κι όλο καλπάζοντας, έκανε το σταυρό του.
301 ΙΙΙ/Δ|χλιαίνω (ΛΚΝ)| Το φέγγος της ημέρας, που απλωνόταν ίσαμε τώρα σταχτί και κρύο, σα σιδερένιο αντίλαμπο, όλο και χλίαινε από μιαν υπόνοια ροδαλής άχνας.
301 ΙΙΙ/Δ|κάντιωμα| Κάτι έδεσε μέσα τους, ένα κάντιωμα θαμπό και φευγαλέο, τρυφερό.
301 ΙΙΙ/Δ, 480 ΙΙΙ/ΚΑ|γράνα| πάνω στο λασπερό φρύδι μιας γράνας / ανέβηκε τη γράνα / βλέπω περνώντας τ' ανθρωπολόι να ξεψυχάει στις γράνες λιμασμένο
307 ΙΙΙ/Ε|αστερώνω| οι σπίθες τινάζονταν αχτιδωτά κι αστερώνανε το πυραχτωμένο σκοτάδι
307 ΙΙΙ/Ε|χλαπαταγή| Ξάφνου η χλαπαταγή του νερού πέρσεψε
309 ΙΙΙ/Ε|λάμνισσα|=λάμια
311 ΙΙΙ/Ε|ωμίτης| Είναι χαραγμένος στα δυο ο σιδερένιος ωμίτης.
315 ΙΙΙ/Ε|μούρμουρο| Το τραγουδιστό του μούρμουρο διάνεψε λιανοτρέμουλο, σα γαϊτάνι ανάερος καπνός
319 ΙΙΙ/Στ|κατσαρά, τα|=οι κατσαρές μπούκλες. Τα μαύρα του μαλλιά κολλάγανε τα κατσαρά τους στα μελίγγια.
324 ΙΙΙ/Στ|απομωρώνομαι| Έτσι λοιπόν απομωρώθηκε, έγινε θύμα, παίγνιο.
324 ΙΙΙ/Στ|παιζογελάω| Θαρεί πως ακούει ακόμα…ολάκερο το γυναικολόι του κάστρου να τον παιζογελάει.
324 ΙΙΙ/Στ, 409 ΙΙΙ/ΙΕ|ανεβατίζω| ...το χωράφι, μεγάλο, αδειανό, με το χώμα του ανεβατισμένο, κόκκινο ακόμα από τη βροχή. / οι αδιάκοπες βροχές είχανε μουσκέψει, ανεβατίσει τον αφράτο κάμπο της Ανδραβίδας.
330 ΙΙΙ/Ζ|τσακμακίζω| με το μάτι το ανήσυχο που τσακμακίζει
331 ΙΙΙ/Ζ|πισωστρέφω| Η σκέψη πως έρχεται αργά, σε ώρα ασυνήθιστη, τον είχε τυραγνήσει και στο δρόμο, δεν τ' αποφάσιζε όμως να πισωστρέψει.
331 ΙΙΙ/Ζ|κοράκι| Έδεσε πρόχειρα τον Αστρίτη στο κοράκι της πόρτας κ' έσπρωξε το κάγκελο.
336 ΙΙΙ/Η|διπλιάζω| Με το χαλινάρι διπλιασμένο στο χέρι…
337 ΙΙΙ/Η|πού το βγάζει η άκρη με| κι αναρωτιόταν ανήσυχα πού θα το βγάλει η άκρη μ' αυτό τον άνθρωπο.
342 ΙΙΙ/Η|σωροβολιάζομαι| απόμενε σωροβολιασμένος στον πάγκο να κοιτάζει την πόρτα μ' ανάβλεμμα εναγώνιο.
343 ΙΙΙ/Θ|ασβολερός| η σκιά βάραινε, στοιβαζόταν ασβολερή στις γωνιές
343 ΙΙΙ/Θ|απρονόητο|=κίνδυνος. Κάποιος ωστόσο είπε πως είναι απρονόητο να μυριστούν τη σύναξη οι Φράγκοι
347 ΙΙΙ/Θ|ξεζαρώνω| Το πρόσωπό του…ξεζάρωσε ξάφνου κ' έγινε σοβαρό
353 ΙΙΙ/Θ, 407 ΙΙΙ/ΙΔ|ρεπιάζω| Εκεί, έξω από τη σανιδένια, τη ρεπιασμένη πόρτα, παραμονεύει ο Φράγκος / ένας ρεπιασμένος μύλος.
353 ΙΙΙ/Θ|αποσπρώχνω| Στον τόπο μας είμαστε και μας αποσπρώχνουν
353 ΙΙΙ/Θ|απόπαιδο| στο γονικό μας [είμαστε] και μας φέρνονται σα νάμαστε απόπαιδα
353 ΙΙΙ/Θ|χειμωνιάτης| οι κάμποι κοκκαλώσανε από το χειμωνιάτη αγέρα
356 ΙΙΙ/Θ|πουμώνω| Κ' η σύσμιχτη βουή φουσκώνοντας, χοχλακιστή, πούμωνε τον αέρα, κυλιότανε σαν παχύς καπνός πυρκαγιάς, ξέφευγε από τους αρμούς της σκεπής κι απλωνόταν έξω…
363 III/I|ρικνός|=ρυτιψωμένο, σκεβρωμένο. το ρικνό χαμόγελο στα πλαδαρά χείλη.
369 III/IA|μόμπιλο| Κάνε μου την τιμή, αρχοντόπουλό μου, να κάτσεις. Νά, τούτο δω το μόμπιλο σου βολεί;
381 III/ΙΒ|ψιχάλα| χωράτεψε σήμερα με τη δούλα που του έρριχνε να πλυθεί, της τίναξε ψιχάλες στα μούτρα
381 III/ΙΒ|μεινεσμένος (μετοχή)| ταιριάζοντας κομμάτια από παραγγελιές παλιότερες, μεινεσμένες
383 ΙΙΙ/ΙΒ|αδιαφόρετος (ΛΚΝ)| Μονάχα ξένοι περνούσαν, αδιαφόρετοι
385 ΙΙΙ/ΙΒ|μούργος (ΛΚΝ)|=παραγιός. — Αφεντικό, αφεντικό! του γνέφει ζωηρά ο μούργος.
389 ΙΙΙ/ΙΒ|ηχερός|=ηχηρός. κ' οι φωνές τους, ηχερές μέσα στο σούρουπο που έπεφτε ολοένα, γέμιζαν με διάτορο κελαϊδητό τον αέρα.
390 ΙΙΙ/ΙΒ|αποφαίνομαι|=φαίνομαι. τον πείθω, τον ρωτώ τι έχει να φοβηθεί, αφού αυτός, έτσι κι αλλιώς, δε θ' αποφανεί καθόλου στα μάτια των Φράγκων.
405 ΙΙΙ/ΙΔ|ολόξαφνα| Ολόξαφνα, η Καλαμάτα είχε γυμνωθεί.
410 ΙΙΙ/ΙΕ|ψωμίζομαι| που είχανε συναχτεί σαν τις μύγες, απ' όλες τις γωνιές του πριγκηπάτου για να ψωμιστούνε στην πριγκηπική γιορτή.
412 ΙΙΙ/ΙΕ|διπλόφουχτα| Οι καταρράχτες τ' ουρανού είχαν ανοίξει και τινάζανε πάνω στη γη διπλόφουχτα το νερό
415 ΙΙΙ/ΙΕ|δεν+ρήμα… που …| Δεν είχε πηδήξει καλά-καλά ο ήλιος από το βουνό που το πατάρι είτανε κιόλας γεμάτο. / Δεν είχανε ακόμα καθήσει που άρχιζαν κιόλας να μασουλάνε…
416 ΙΙΙ/ΙΕ|μακρυνοφερμένος| τα ζωντανά των μακρυνοφερμένων…βοσκίζανε την κουρεμένη γη…
416 ΙΙΙ/ΙΕ|τροκάνι (ΛΚΝ)|=κουδουνάκι
416 ΙΙΙ/ΙΕ|αναβρουχίζω| τα ζωντανά…χλιμίντριζαν ανάκατα κι αναβρουχίζαν
416 ΙΙΙ/ΙΕ|σέντια| = κ αρέκλα (sedia gestatoria?). Φέρανε τις κυράδες με σέντιες για να μη λασπώσουν τα μακρυά τους βαρύτιμα φουστάνια…
416 ΙΙΙ/ΙΕ|κούδα| τα παιδόπουλα τις ακολούθησαν ίσαμε τα θρονιά, αναβαστάζοντας τις κούδες.
417 ΙΙΙ/ΙΕ|ορθοτριχιάζω| Λόγχες τ' ορθοτρίχιαζαν αστράφτοντας [τ' = το αρματωμένο πλήθος, πεζούς και καβαλαρέους]
418 ΙΙΙ/ΙΕ|τραχύλαλος| Βροντούσανε τραχύλαλα τα νιάκαρα
418 ΙΙΙ/ΙΕ|νιάκαρο| Βροντούσανε τραχύλαλα τα νιάκαρα
418 ΙΙΙ/ΙΕ|βουκινάτορας| Οχτώ βουκινάτορες πεζοί…
418 ΙΙΙ/ΙΕ|κόμοδος| το σκουτάρι που κρατούσε δεν είτανε το κόμοδο κι αλαφρό της νέας πολεμικής μόδας που είχε έρθει από τη Φράντσια.
419 ΙΙΙ/ΙΕ|αλιτζές| Κομψός και λυγερός πάνω στον αλιτζέ του…
419 ΙΙΙ/ΙΕ|κομπαστικός| Οι εκκλησιαστικοί τοπάρχοι ακολουθούσαν, όχι λιγότερο κομπαστικοί, ….
423 ΙΙΙ/ΙΣΤ|κοντόγιομος| μ' ένα κρασοβόλι κοντόγιομο δίπλα του.
424 ΙΙΙ/ΙΣΤ|απόγευση| Κάτι σαν αηδία ανεβαίνει στα χείλη του, απόγευση δυσάρεστη…
425 ΙΙΙ/ΙΣΤ|άλαμπρος (άλαμπος; βλ. λ.)| Τα όρνια…τώρα γράφανε στον άλαμπρο ουρανό της δεκεμβριανής αυγής τεράστιες καμπύλες…
425 ΙΙΙ/ΙΣΤ|χλουπακίζω| Το χτήνος…παίζει την αχνιστή του την τροφή προτού τη χλουπακίσει.
433 ΙΙΙ/ΙΖ|σκρόφα| Τον περίμεναν με το φουσσάτο του να φτάνει κάτω από τα τειχιά αγριωπός…να στήνει σκάλες, τριμπουτζέτα, σκρόφες.
434 ΙΙΙ/ΙΖ|αναρουφώ| η νύχτα αναρουφούσε ένα ένα τα χτίσματα γύρω
434 ΙΙΙ/ΙΖ|τριανταφυλλόξιδο| Πρόσταξε να τρίψουν τα μελίγγια της Βάριας με τριανταφυλλόξυδο
441 ΙΙΙ/ΙΗ|ανάπαλση| Φερμένο με διακοπές, πάνω στα φτερά του ανέμου, το τραγούδι των πολιορκημένων έφτασε στους πολιορκητές, κύλησε πάνωθέ τους, κύμα φαρδύ, βαθύ, με σκυθρωπές αναπάλσεις.
442 ΙΙΙ/ΙΗ|δοξαράτορας|=τοξότης|
442 ΙΙΙ/ΙΗ|λιμπιστικός| οι δοξαράτορες του φράγκικου φουσσάτου κοίταζαν λιμπιστικά το ξέσκεπο κυνήγι…
452 ΙΙΙ/ΙΘ|ξεσκαρίζω| Κιόλας έβλεπες αρματωμένους να ξεσκαρίζουν από τα χτίσματα γύρω και να συνάζονται μπουλούκια εδώ-εκεί.
459 ΙΙΙ/ΙΘ|ξιφίδι| Η σαγίτα είχε έρθει σφυρίζοντας, πετώντας, κάρφωσε την κοπέλλα ορθή στο πορτόφυλλο και δονίστηκε σύγκορμη, από το ξιφίδι που είχε χωθεί στον απαλόν κόρφο ίσαμε πίσω στο φτερό, σα ν' ανατρίχιαζε με θηριώδη λαγνεία.
476 ΙΙΙ/ΚΑ|τσουπωτός (ΛΚΝ)|=για σάρκα πλούσια και σφιχτή …χτυπούσε με την παλάμη το τσουπωτό περσίκι του.
478 ΙΙΙ/ΚΑ|ασπρογαλιάζω| Φεύγει [η Ιζαμπώ] κάτω από τα δέντρα ασπρογαλιάζοντας, σκιά.
479 ΙΙΙ/ΚΑ|στρατόνι| Άρχισε να βηματίζει κάτω από τα δέντρα κι απόψε η Ιζαμπώ, ακολουθώντας τα στρατόνια…
480 ΙΙΙ/ΚΑ|πεζολάτης (ΛΚΝ)|=πεζός στρατιώτης ή πεζοπόρος ….κ' εγώ, ο πεζολάτης, βλέπω περνώντας τ' ανθρωπολόι να ξεψυχάει στις γράνες λιμασμένο.
494 ΙΙΙ/ΚΓ|πληρωτικός| Πάνω σ' αυτά, ένα βράδυ, άνθρωπος πληρωτικός του πατέρα της, σταλμένος από κείνονε στο Μυτζηθρά…
497 ΙΙΙ/ΚΓ|αναχρικά|=χρειασίδια, κουζινικά Μπαρκάρανε μιαν αυγή, δούλοι, αφεντάδες, αναχρικά, και κάνανε πανιά για την πατρίδα.
502 ΙΙΙ/ΚΔ|ψυχομέτρι (ΛΚΝ)| …τ' αρίφνητο ψυχομέτρι των νεκρών…
503 ΙΙΙ/ΚΔ|φιούμπα| Το χέρι του ροβολάτορα, που έκανε να τραβήξιε το περσίκι, στέκεται δίβουλο, παίζει συλλογισμένα μια στιγμή με τη φιούμπα του λουριού…

 

daeman

Administrator
Staff member
...
416 ΙΙΙ/ΙΕ| σέντια| =καρέκλα (sedia gestatoria?).| Φέρανε τις κυράδες με σέντιες για να μη λασπώσουν τα μακρυά τους βαρύτιμα φουστάνια…
litter, sedan chair, palanquin = σέντια, παλανκίνο


19 Β|αναγέρνω|Ανάγερνε το κορμί του
αναγέρνω


μεινεσμένα, χαμώι, παραγώνι, τσοκανίζω, της πριγκηπέσσας Ιζαμπώ, στρουφίζω, φρουμάζω / φρουμάσσω,
σμυριδώνω (σμυριδόπανο, εσμυρισμένο), σελλοχάμουρα, ...
 
Ευχαριστώ πολύ, Δαεμάνε! Υποκλίνομαι κι εγώ για την αντίχαρη και για την ενδολεξιλογιακή λινκική τεκμηρίωση. :up:
 

nickel

Administrator
Staff member
Η συλλογή είναι εντυπωσιακή και θέλω να τη διαβάσω ξανά, κρατώντας σημειώσεις. Τώρα έχω μια άλλη απορία, σχετική με μια άλλη συζήτηση που είχα σήμερα. Πρόσφατα το βιβλίο κυκλοφόρησε μαζί με εφημερίδα και ο τίτλος στο εξώφυλλο είχε το απλοποιημένο πριγκιπέσα. Πριγκιπέσα Ιζαμπώ, πάντως, όχι Ιζαμπό. Σημαίνει αυτό ότι προσαρμόζουν την ορθογραφία σε ολόκληρο το κείμενο; Π.χ. το μακρυά γίνεται μακριά κοκ;
 

Earion

Moderator
Staff member
Είναι νεοελληνικό γυναικείο όνομα, που κλίνεται κατά τα Αργυρώ, Μαντώ, Κατινιώ: η Ιζαμπώ, της Ιζαμπώς (δυστυχώς βρίσκω μόνο μία στο Διαδίκτυο, Ιζαμπώ Κάραλη). Παρεφθαρμένο σε: Ζαμπέα.

Και κάτι φιλολογικό: Ελένη Λαμπάκη. «Ο χαρακτήρας του Νικηφόρου Σγουρού στην Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Άγγελου Τερζάκη».
 

nickel

Administrator
Staff member
Το ίδιο υπέθεσα κι εγώ για την Ιζαμπώ, ότι έγινε ένα με τα ελληνικά. Στο κάτω κάτω έχουμε χειρότερες περιπτώσεις: η Βίκυ, της Βίκυς...
Αλλά δεν με ενδιαφέρει η ορθογραφία των κύριων ονομάτων και πόσα λ έχουν οι Βιλ(λ)αρδουίνοι. Με ενδιαφέρει κατά πόσο προσαρμόζονται οι ορθογραφίες των κοινών λέξεων στα σημερινά δεδομένα.
 

Earion

Moderator
Staff member
Έτσι θα έπρεπε, σ' ένα κείμενο γραμμένο σε ζωντανή, δημοτική γλώσσα. Στην καθαρεύουσα να μου πεις τι θα κάνουμε. Θα κρατάμε τις υποτακτικές με ήτα στον Παπαδιαμάντη; :confused:
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
...που αρχίζει με την αγγλική περίληψη: The present paper is a study of the male protagonist of the novel Prigkipessa Izampo (1945), [...]

Είναι άραγε αυτός ο καλύτερος/δοκιμότερος τρόπος αναφοράς στον τίτλο ενός ελληνικού βιβλίου που έχει μεταφραστεί σε 7-8 γλώσσες (αν και από όσο είδα στην παραπομπή του Νίκελ στο #6) όχι στα αγγλικά;
 

Earion

Moderator
Staff member
Εάν δεν έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, τότε καλά κάνει και βάζει μεταγραμματισμένο τον ελληνικό τίτλο. Φυσικά, για να είναι πλήρης η αναφορά, πρέπει να δώσει και τη μετάφραση (Princess Isabeau).
 
Πάντως δεν με καλύπτει η έκφραση "ερωτική απόρριψη" της Λαμπάκη. Θα έπρεπε να περιλαμβάνει την απόχρωση ότι η Ιζαμπώ τον αγαπάει, για την ακρίβεια είναι ο μόνος της έρωτας, και του δίνει μάλιστα και το "κρικέλι" της.

Είναι γεγονός ότι το 3ο μέρος δύσκολα κολλάει. Ο Σγουρός κηρύσσει "την ανάσταση" από το πουθενά, στη συνέχεια αποφασίζει...κατά τύχη να πάρει το κάστρο, μετά από μια επίσκεψη στον Γενοβέζο κεφαλαιούχο Καφούρη η οποία είχε τελείως άλλο λόγο, και μετά ψάχνει για υποστήριξη στο Μυτζηθρά, μετατρέποντας ένα αλισβερίσι (δάνειο με αντάλλαγμα το κάστρο της Καλαμάτας για τους Γενοβέζους) σε πρωτοεθνικό αγώνα. Νόημα δεν βγαίνει. Θα με ενδιέφερε η πρώτη μορφή του μυθιστορήματος (1937-8). Άραγε υπάρχει δημοσιευμένη πρόσφατα;
 

Earion

Moderator
Staff member
Τη λέγαν Φωτεινίτσα κι όχι Κάρμεν
μα κάθονταν με τέτοια χάρη στο σκαμπώ
—ολόιδια η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ
και της χαμογελούσαν όλοι οι μπάρμεν.

Είχε τα μέσα, λέγαν, με τον Πάριο
και θα ’βγαινε μια μέρα στο πλατώ
με το κόκκινο φούξια ξώπλατο
έχοντας βρει κι έναν καλό ιμπρεσάριο.

...............................

Μανούσος Φάσσης (= Μανόλης Αναγνωστάκης), Ο κατήφορος (1987).
 
Το παρακάτω αρχείο περιέχει τις ίδιες λέξεις, με ορισμένες διορθώσεις (κυρίως ως προς τις διπλοεγγραφές) αλλά έχει ενσωματωμένες και τις λέξεις του Γλωσσαριού της έκδοσης του 1966.

ΛΕΞΕΙΣ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ ΙΖΑΜΠΩ
 
Top