Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο πρόλογος του Π. Παπασαραντόπουλου στο βιβλίο του Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη «Ο Σταλινισμός και οι μεταμοντέρνοι θαυμαστές του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
...................................................
Ο Μαρξισμός
Ο συγγραφέας θέτει από την αρχή το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Αναμετριέται με την απλουστευτική θεώρηση, που είχε για πολύ καιρό επικρατήσει στην Αριστερά, ότι ο Σταλινισμός ήταν μια παρέκκλιση, ένα ατύχημα, σε μια κατά βάση σωστή θεωρία, τον μαρξισμό[1].
Δεν διστάζει να την απορρίψει, υιοθετώντας την οξυδερκή επισήμανση του Κολακόφσκι
που διακρίνει τον μαρξισμό ως ερμηνεία της περασμένης ιστορίας από τον μαρξισμό ως πολιτική
ιδεολογία, τονίζοντας ότι κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο αποκαλούμενος ιστορικός υλισμός ήταν ουσιαστική συμβολή στη διανοητική μας ιστορία και ότι εμπλούτισε σημαντικά τη σκέψη μας για την περασμένη ιστορία.
Όμως, ξανά με τα λόγια του Κολακόφσκι «εμπειρική επιβεβαίωση των προβλέψεων του Μαρξ δεν έχουμε, αφού δεν υπήρξε προλεταριακή επανάσταση με το νόημα που την περιέγραψε. Δεν είχαμε δηλαδή αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις ή ανικανότητα του καπιταλισμού για την ανάπτυξη της τεχνικής...
…Όλες σχεδόν οι προφητείες, τόσο του Μαρξ όσο και των μεταγενέστερων μαρξιστών ποδείχθηκαν λανθασμένες, ωστόσο αυτό δεν καταστρέφει την κατάσταση πνευματικής σιγουριάς στην οποία ζουν οι οπαδοί του, αφού αυτή η σιγουριά δεν εδράζεται σε οποιεσδήποτε εμπειρικές προϋποθέσεις ούτε σε οποιουσδήποτε πιθανούς “ιστορικούς νόμους”, αλλά αποκλειστικά στην ψυχολογική ανάγκη για σιγουριά. Μ’ αυτό το νόημα ο μαρξισμός ασκεί ουσιαστικά θρησκευτικούς ρόλους και η αποτελεσματικότητά του έχει θρησκευτικό χαρακτήρα».
Παρ’ όλα αυτά, ο Κολακόφσκι επισημαίνει ότι «ο μαρξισμός ήταν η μεγαλύτερη φαντασίωση του αιώνα μας. Σημαντικό μέρος της επιτυχίας του το οφείλει στη σύνδεση των μεσσιανικών φαντασιώσεων με τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, όπως ήταν ο αγώνας της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης εναντίον της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης, και τα συνένωσε σε συνεκτικό σύνολο που το αποκάλεσε με το παράδοξο όνομα “επιστημονικός σοσιαλισμός” το οποίο πήρε από
τον Προυντόν. Ο τίτλος είναι παράδοξος, γιατί επιστημονική μπορεί να είναι η τεχνική επίτευξης των στόχων, αλλά όχι και οι πράξεις επιβεβαίωσης των στόχων».
Οι διαπιστώσεις του Κολακόφσκι είναι στο ίδιο μήκος κύματος με τις επεξεργασίες του Κάρλο Ροσέλι, μιας εμβληματικής μορφής του φιλελεύθερου σοσιαλισμού, που υπογράμμιζε ότι «κανείς, και πολύ περισσότερο ένας σοσιαλιστής, δεν μπορεί να σκέφτεται και να εκθειάζει μια τόσο ολική όσο και παράλογη άρνηση του Μαρξ, προς όφελος μιας επιστροφής στον ουτοπισμό ή σε ρεύματα αλληλεγγύης ή σε ένα θολό δημοκρατικό ουμανισμό. Δεν γίνονται επιστροφές σε ιστορικά προηγούμενα και δεν σβήνεται η υπεραιωνόβια εμπειρία του εργατικού κινήματος. Η θέση που υποστηρίζω είναι, αντίθετα, μια θαρραλέα θέση χειραφέτησης. Να αποδεχτούμε ό,τι είναι
ζωντανό, να απορρίψουμε ανοιχτά, οριστικά, ό,τι εσφαλμένο, ουτοπικό συγκυριακό υπάρχει στον μαρξισμό. Το συμπέρασμα λοιπόν στο οποίο κατέληξα είναι ότι ο αληθινά ξεπερασμένος Μαρξ είναι ο Μαρξ θεωρητικός και προφήτης του σοσιαλιστικού κινήματος»[2].
Ο Σταλινισμός
Σε αυτό το εύφορο έδαφος της μαρξιστικής τελεολογίας για το αναπόφευκτο της κατάρρευσης του καπιταλισμού, και συνακόλουθα μιας ντετερμινιστικής φιλοσοφίας της Ιστορίας, ήταν μάλλον
αναμενόμενο να βλαστήσει το φαινόμενο του σταλινισμού. Αυτός ο μεσσιανικός τρόπος σκέψης, που έχει τη βεβαιότητα του τελικού στόχου ήταν εύκολο να μετατραπεί από θεωρία του κράτους σε κρατική ιδεολογία. Με τα λόγια του συγγραφέα, «ο Στάλιν απλούστατα μετέτρεψε τις αντιλήψεις των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν σε αιώνια δόγματα, τα οποία ονόμασε μαρξισμό-λενινισμό. Έτσι η μοίρα της “φιλοσοφικής” κληρονομιάς τους ήταν η αξιοποίησή της από τον Στάλιν. Το 1930, μαζί με το ξεκαθάρισμα της επιβολής του Στάλιν στο κόμμα, θεωρείται και η χρονιά που ο σταλινικός πρακτικισμός καταργεί τη φιλοσοφία ως θεωρητική δραστηριότητα και τη μετατρέπει σε απολογητική της εξουσίας του. Η εξουσία έχει πια ως εργαλεία της μαζί με την πολιτική, την τέχνη, την ιστορία και τη “φιλοσοφία” της».
Με τον τρόπο αυτό, «στον σταλινικό κομμουνισμό η απόλυτη εξουσία του κατάργησε την πολιτική, την οικονομία, την ιστορία και την ανθρώπινη καθημερινότητα, επιβάλλοντας τους δικούς της αυθαίρετους νόμους. Αυτό το οποίο στον μαρξισμό ήταν η οικονομία ως βάση ερμηνείας των φαινομένων, στον σταλινισμό αντικαθίσταται πια από την απόλυτη εξουσία. Η βάση είναι η εξουσία, ενώ το εποικοδόμημα είναι όλες οι άλλες δραστηριότητες που κατευθύνονται και ελέγχονται απ’ αυτήν. Η μαρξική αντίληψη ότι “η ελεύθερη ανάπτυξη του κάθε ατόμου είναι προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων”, στον σταλινικό κομμουνισμό χάθηκε μέσα στην ιερότητα των κομματικών εντολών, όπου το άτομο δεν υπάρχει παρά ως στοιχείο μιας απρόσωπης και κατευθυνόμενης μάζας».
Ίσως την οξυδερκέστερη κριτική σε αυτή τη μετατροπή της ιδεολογίας σε θρησκεία την έχει κάνει ο Μπέρτραντ Ράσελ, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, που δεν δίστασε να συγκρίνει τον μπολσεβικισμό με το Ισλάμ την εποχή της άνθισής του, υποστηρίζοντας ότι «και οι δύο θρησκείες είναι πρακτικές, κοινωνικές, μη πνευματικές και στοχεύουν στην κυριαρχία τους σ’ αυτό
τον κόσμο. Αυτό που το Ισλάμ έκανε για τους Άραβες, το ίδιο μπορεί να κάνει ο μπολσεβικισμός για τους Ρώσους…η ανυπαρξία κοσμοθεωρητικών κενών, η κατοχή απαντήσεων για όλα τα ερωτήματα, η ανυποχώρητη στάση απέναντι σε όλους, ακόμη και στους καλοπροαίρετους αντιπάλους, η ετοιμότητα για την επιβολή βίαιων μεθόδων για την επίτευξη του ανώτερου στόχου, ο μαχητικός αθεϊσμός, όλα αυτά είναι σημάδια όχι επιστημονικής (ελεύθερης) αλλά θρησκευτικής (ανελεύθερης) σχέσης απέναντι στον κόσμο».
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον Ράσελ, «το κοινωνικό φαινόμενο του μπολσεβικισμού πρέπει να το παρατηρούμε σαν κάποια θρησκεία και όχι ως απλό πολιτικό κίνημα. Είναι δυνατές δυο διαφορετικές, εξίσου σημαντικές, σχέσεις απέναντι στον κόσμο: η θρησκευτική και η επιστημονική. Η επιστημονική σχέση θεμελιώνεται στην εμπειρία και βαθμιαία οικοδομείται σε αποδείξεις υπέρ και όχι εναντίον... Με τη θρησκεία υποδηλώνω το σύνολο των πεποιθήσεων που έγιναν δυνατές ως δόγματα, που αγνοούν το προφανές ή αντιπαρατίθενται σε αυτό, αυτές ριζώνουν στηριζόμενες σε συναισθηματικά και αυταρχικά μέσα, αλλά όχι στη λογική. Εκείνοι που αποδέχονται τον μπολσεβικισμό γίνονται αναίσθητοι στις επιστημονικές αποδείξεις και εκτελούν πνευματική αυτοκτονία».
Ο συγγραφέας, σε όλο το βιβλίο του, αλλά κυρίως στη σειρά των τριών δοκιμίων «Σταλινισμός: I. H τυραννία ως υπόσχεση ελευθερίας, II. Ο βολονταρισμός ως αναγκαιότητα, III. Η εξουσία ως αιώνια επιβολή στην κοινωνία», αναλύει διεξοδικά την εσωτερική δομή του σταλινισμού, ως ιδεολογίας της εξουσίας και ως απολογητικής με στόχο τη χειραγώγηση.
Ο ολοκληρωτισμός
Όλα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, οδηγούν τον συγγραφέα στην επισήμανση ότι ο σταλινισμός είναι ένα ολοκληρωτικό σύστημα, υιοθετώντας τον ορισμό του Κολακόφσκι ότι «ολοκληρωτικά συστήματα αποκαλούμε αυτά που έχουν μόνιμα εγκατεστημένη την επιθυμία να επιτύχουν αυτή τη δουλική τελειότητα και που ενίοτε την πλησιάζουν σημαντικά (σταλινική Ρωσία, μαοϊκή Κίνα, χιτλερική Γερμανία)».
Το ολοκληρωτικό σύστημα απαιτεί γενική επιβολή της ιδεολογίας, με τα κριτήρια της οποίας πρέπει να μετρώνται όλες οι μορφές ζωής. Άρα είναι αναπόφευκτο η δικτατορία του κόμματος να χαρακτηρίζεται ως δικτατορία της αλήθειας.
Με τα λόγια του Κολακόφσκι «η ολοκληρωτική εξουσία και η ολοκληρωτική ιδεολογία προσδιορίζονται αμοιβαία. Η ολοκληρωτική ιδεολογία είναι ισχυρότερη, τουλάχιστον από την άποψη των προθέσεών της, από οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη που μας είναι γνωστή από την Ιστορία∙ όχι μόνο προτίθεται να συμπεριλάβει τη συνολική πραγματικότητα, όχι μόνο εμφανίζεται ως αλάθητη και υποχρεωτική, αλλά ο στόχος της (ευτυχώς απρόσιτος) ξεπερνάει τον έλεγχο και την εξουσία της προσωπικής ζωής κάθε υπηκόου: η ιδεολογία πρέπει να αντικαταστήσει την προσωπική ζωή και να μετατρέψει τους ανθρώπους σε αποτυπώματα ιδεολογικών αποσπασμάτων, με άλλα
λόγια η ιδεολογία εκμηδενίζει τη μορφή της προσωπικής ζωής. Κατά συνέπεια, πηγαίνει πολύ μακρύτερα από οποιαδήποτε θρησκεία».
Χρωστάμε τη θεμελίωση της θεωρίας του ολοκληρωτισμού σε δύο εξέχουσες φυσιογνωμίες της ευρωπαϊκής διανόησης, τη Χάνα Άρεντ και τον Καρλ Πόπερ. Καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη ανήκει στην Αριστερά και ο δεύτερος στη φιλελεύθερη σκέψη.
Στην εμβληματική μελέτη της Άρεντ Πηγές του Ολοκληρωτισμού (1951) επισημαίνεται ότι ο ολοκληρωτισμός, που έχει δύο είδη, τον ναζισμό και τον μπολσεβικισμό[3], συνιστά μια νέα μορφή κρατικής συγκρότησης, όπου η ιδεολογία έχει κυρίαρχο και καθοριστικό ρόλο. Για τον ναζισμό, η ιστορία συμπυκνώνεται στην έννοια της φυλής. Για τον κομμουνισμό στην έννοια της κοινωνικής τάξης. Αν το αποδεχτούμε, τότε το ολοκληρωτικό σύστημα έχει εγκατασταθεί. Όλες οι πράξεις του θα μπορούν να νομιμοποιηθούν είτε με την επίκληση στη Φυλή, είτε με τους νόμους της Ιστορίας. Ο ολοκληρωτισμός έχει απλές απαντήσεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ο ολοκληρωτισμός «παντού όπου κατέκτησε την εξουσία, δημιούργησε εντελώς νέους πολιτικούς θεσμούς, κατέστρεψε όλες τις κοινωνικές, νομικές και πολιτικές παραδόσεις της χώρας. Δεν έχουν σημασία η συγκεκριμένη εθνική παράδοση ή η ειδική πνευματική πηγή της ιδεολογίας του»[4].
Ο Κάρλ Πόπερ, με τα έργα του Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της[5], και Η ένδεια του ιστορικισμού[6], κατέδειξε ότι ο ολοκληρωτισμός είναι θεμελιωδώς ασύμβατος με τις αρχές της
ανοιχτής κοινωνίας των φιλελεύθερων δημοκρατιών λόγω της βεβαιότητας των οπαδών
του ότι η Ιστορία βαδίζει προς ένα προκαθορισμένο μέλλον, σύμφωνα με κανόνες τους οποίους ήδη γνωρίζουμε (οι σιδερένιοι νόμοι της Ιστορίας, κατά τον Στάλιν).
Ο Πόπερ, με εξαιρετικά διεισδυτικό τρόπο μιλάει «για το παραμύθι των οπαδών του ολοκληρωτισμού» και επισημαίνει ότι «μόνο η δημοκρατία παρέχει ένα θεσμικό πλαίσιο τέτοιο που να επιτρέπει την χωρίς βίαια μέσα μεταρρύθμιση και, έτσι, τη χρήση του λόγου στα πολιτικά ζητήματα»[7]. Υπογραμμίζει δε, ανιχνεύοντας τις ρίζες του ολοκληρωτισμού στη διδασκαλία του
Πλάτωνα, ότι «ο ολοκληρωτισμός δεν μπορεί να θεωρήσει καμιά κριτική ως φιλική, αφού κάθε κριτική μιας παρόμοιας αυθεντίας πρέπει να αμφισβητήσει την ίδια την αρχή της αυθεντίας»[8].
Είναι χαρακτηριστικό, και ανατριχιαστικό, το απόσπασμα της περιγραφής του Λέοναρντ από την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας στη Μόσχα, στις 23 Αυγούστου 1939, όπως παρατίθεται στο παρόν βιβλίο: «Το αεροδρόμιο της Μόσχας είχε στολιστεί πανηγυρικά με σημαίες, με τον αγκυλωτό σταυρό και σοβιετικές σημαίες. Μια ορχήστρα του Κόκκινου Στρατού έπαιζε τον ναζιστικό ύμνο κι αμέσως μετά τη Διεθνή. Την ημέρα εκείνη από τους κινηματογράφους και τα θέατρα της Μόσχας απαγορεύτηκαν όλες οι ταινίες και οι θεατρικές παραστάσεις με αντιναζιστικό χαρακτήρα… Η πρόποση του Στάλιν για τον Χίτλερ ήταν συγκινητική: “Μου
είναι γνωστό πόσο ο γερμανικός λαός αγαπάει τον Φύρερ του. Γι’ αυτό πίνω στην υγεία του”».
Η ισοπέδωση του ατόμου
Ο συγγραφέας εξετάζει αναλυτικά τη σχέση του σταλινισμού με τους ανθρώπους και επισημαίνει
τη συνειδητή ισοπέδωση του ατόμου που εμπεριέχει ο σταλινισμός ως ιδεολογία.
Συμπυκνώνει αυτή την αντίληψη στα λόγια ενός αντιπάλου του Στάλιν, που βίωσε σε όλη του τη
ζωή τη σταλινική θηριωδία και δολοφονήθηκε από αυτή, του Τρότσκι[9], το 1924: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει δίκαιο ενάντια στο κόμμα. Μπορεί να έχει δίκιο μόνο με το κόμμα και μέσω του κόμματος, αφού η ιστορία δεν δημιούργησε άλλο δρόμο για την πραγματοποίηση αυτού που είναι δίκαιο».
Αυτή η λογική της εξαφάνισης του ανθρώπου, της ενσωμάτωσής του και της διάλυσής του στους απρόσωπους μηχανισμούς του κόμματος και του κράτους περιγράφεται γλαφυρά από τον Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη με την περίπτωση του Πάβλικ Μοροζόφ (1918-1931), του νεαρού ήρωα της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού», που λειτούργησε ως πρότυπο για τον νέο τύπο ανθρώπου που επαγγελόταν ο σταλινισμός: «Αυτός ο νεαρός πιονέρος κατάκτησε τη θλιβερή δόξα επειδή κατέδωσε τον πατέρα του ως “λαϊκό εχθρό” και μέλος μιας συνωμοσίας που οργάνωσαν οι κουλάκοι. Αυτή τη φοβερή πράξη –ο Π. Μοροζόφ για δεκαετίες προβαλλόταν ως πρότυπο στα σοβιετικά παιδιά– τη χρησιμοποίησε ο Στάλιν για να γκρεμίσει έναν διπλό μύθο. Πρώτα τον μύθο με τον οποίο η σοβιετική κοινωνία ταυτίζεται με την οικογένεια, στην οποία με την πρόοδο της Ιστορίας οι δεσμοί αίματος τώρα σημαίνουν πολύ λιγότερα από εκείνους που δημιουργούνται με την ενίσχυση του συστήματος. Στο όνομα αυτής της ιεραρχίας ο Π. Μοροζόφ όχι μόνο απορρίπτει αλλά και καταδικάζει τον φυσικό του πατέρα, αφού τον θεωρεί προδότη. Από την άλλη πλευρά, αυτό το παιδί-καταδότης δείχνει ποια είναι η πραγματική οικογένεια και ο πραγματικός πατέρας, γιατί κάθε οικογένεια πρέπει να έχει πατέρα. Αλλά εκείνος που προστατεύει τη μοίρα αυτής της οικογενειακής κοινωνίας είναι ο Στάλιν»[10]
Όπως περιγράφει ο συγγραφέας, «“το τρένο ξεκινάει από τη Βαρσοβία και θα φτάσει στη Μόσχα. Στην πορεία του μπορεί να πέσουν οι ρεβιζιονιστές, οι οπορτουνιστές και οι προδότες, αλλά το τρένο θα φτάσει στον προορισμό του”, μου έλεγε Έλληνας πρόσφυγας στην Πολωνία. Αυτή η εικόνα δείχνει τη σχέση ζωής και θανάτου, τη σύνδεση του ανθρώπου-κομμουνιστή με το
τρένο-κίνημα, από το οποίο αν πέσει κανείς δεν έχει νόημα η ζωή του.
Αλλά δυστυχώς για τον πιστό, ούτε τρένο υπάρχει ούτε Μόσχα ως προορισμός – η Ιστορία ως απόλυτος κριτής τα χαρακτήρισε όλα ως μια τραγική αυταπάτη, γεμάτη αίμα, δάκρυα και αδικαίωτο πόνο».
Ο «νέος τύπος ανθρώπου»: Ο φανατικός
Αυτή η ισοπέδωση του ατόμου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πραγματικά ενός νέου τύπου ανθρώπου, που δεν είχε καμία σχέση με τις μεγαλοστομίες της σταλινικής ρητορείας. Πρόκειται για τον φανατικό, τον ιδεολογικά τυφλωμένο άνθρωπο, που ζει και αναπνέει μόνον στον περίκλειστο τόπο των βεβαιοτήτων του. Η περιγραφή του συγγραφέα είναι διαφωτιστική: «Ο φανατικός συγκινείται με οτιδήποτε αφορά την υπεράσπιση των στόχων του και δεν τον ενδιαφέρει η καταστροφική του δραστηριότητα. Δεν τον συγκινούν η καταπίεση του σταλινισμού, το Γκουλάγκ, οι γελοιότητες του Κιμ Ιλ Σουνγκ ή η γενοκτονία του Πολ Ποτ. Όλα αυτά στον δικό του παραμορφωτικό καθρέφτη μπορούν να θεωρούνται αδυναμίες ή δυσάρεστες στιγμές στη νομοτελειακή πορεία για ένα ευτυχισμένο μέλλον. Η ιδεολογία του φανατικού είναι κλειστή για όλα τα άλλα ρεύματα, τα οποία θεωρεί εχθρικά. Αυτός απολαμβάνει τη σιγουριά της μοναξιάς,
τη βεβαιότητα του στόχου του, και έχει ένα πλήθος αμυντικών και επιθετικών λειτουργιών προκειμένου να μείνει αλώβητος. Εχθρός είναι κάθε άνθρωπος που δεν είναι μαζί μας, είτε από ιδιοτέλεια είτε από άγνοια».
Αυτή η νοοτροπία οδηγεί με τη σειρά της στην άρνηση της πραγματικότητας. Με τα λόγια
του συγγραφέα: «Γιατί υπάρχει πρόβλημα κατανόησης των γεγονότων; Γιατί αρνούνται πολλοί το Κατίν, τις εκκαθαρίσεις 1936-1939, τη συμφωνία Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, γιατί βλέπουν στις ταινίες του Βάιντα ή στις Ζωές των άλλων πράκτορες του ιμπεριαλισμού; Γιατί η αλήθεια δεν τους αγγίζει, ενώ είναι τόσο ευαίσθητοι στις αδικίες που συμβαίνουν στον καπιταλισμό;
Επειδή η φανατική ιδεολογική πανοπλία τους δεν τους επιτρέπει να δουν όλη την εικόνα
της χειραγώγησης και του ολοκληρωτισμού και προστατεύουν τη δική τους οπτική
από κάθε κριτική. Αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο είναι συμπλήρωμα της άλλης πλευράς
που τόσο αντιπαθούν, παραμένουν έρμαια του ολοκληρωτισμού και συνένοχοι στα
εγκλήματα. Αλήθεια γι’ αυτούς είναι η υποταγή στον στόχο του κόμματος ή της
πίστης τους, ψέμα είναι το αντίθετο της κομματικής αλήθειας.
Τα πράγματα απλοποιούνται και γίνονται κατανοητά από τον κοινό νου που έχει
καταργήσει και τα αισθητήρια όργανά του. Όλα οδηγούν στον στόχο που υποδεικνύει
ο μεγάλος ηγέτης του μοναδικού κόμματος. Αυτά που απομένουν είναι τα σκουπίδια
της Ιστορίας, την πορεία της οποίας τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει».
Οι υμνητές του σταλινισμού και οι επικριτές του
Από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν μια σειρά από διανοούμενους που αδιαφόρησαν για τον τελικό στόχο του σταλινισμού το τίμημά τους σε ανθρώπινες ζωές και την ιστορική τραγωδία που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια τους: Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, ο Γκέοργκ Λούκατς, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιάν Κοτ, ο Ερνστ Μπλοχ, ο Ζαν Πολ Σαρτρ είναι ενδεικτικές περιπτώσεις. Για τους περισσότερους από αυτούς ισχύει η διαπίστωση του Κολακόφσκι για τον Λούκατς, ότι «βρήκε στο κομμουνιστικό κόμμα εκείνο που έψαχναν πολλοί διανοούμενοι: την απόλυτη σιγουριά που αντιστέκεται σε όλα τα γεγονότα, τη θέση της ολικής στράτευσης που αντικαθιστά την κριτική και σβήνει την ανησυχία. Ο Λούκατς, ίσως, στον αιώνα μας ήταν η πιο ξεχωριστή
περίπτωση που μπορεί να αποκληθεί προδοσία της σκέψης από επαγγελματικά
κληθέντες ανθρώπους να τη χρησιμοποιούν».
Αλλά και στις ημέρες μας, αυτό το φαινόμενο συνεχίζεται. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας «αυτός είναι ο περιορισμός της αλήθειας από την ιδεολογική πίστη. “Φιλόσοφοι” που θαύμαζαν τους Κάρατζιτς-Μλάντιτς για το επίπεδό τους, δημοσιογράφοι που έπαιρναν συνεντεύξεις εγκωμιαστικές από τον εγκληματία Αρκάν, διανοούμενοι που εξέφραζαν την αλληλεγγύη τους στους Σέρβους και τους ενίσχυαν ώστε να δράσουν πιο αποτελεσματικά εναντίον των θυμάτων τους. Αυτή η οπτική είναι ένα σαφές παράδειγμα της ιδεολογικής λειτουργίας της μερικής αλήθειας. Αλλά η ηθική και η αλήθεια δεν μπορεί να τεμαχιστούν. Γιατί σ’ αυτή την προσπάθεια, η πρώτη γίνεται ανήθικη και η δεύτερη ψέμα …Η Αριστερά στην Ελλάδα δεν αναζήτησε στο σταλινικό παρελθόν της τις αιτίες της τραγωδίας της. Απλώς, ακόμη και τώρα, αναζητά στο περιθώριο των κατάλοιπων του σταλινισμού και σε διάφορες εκδοχές του (μαοϊσμός, λενινισμός, καστρισμός ή σε νεφελώδη κινηματικά πρότυπα) την ανατροπή του καπιταλισμού, αγνοώντας οποιαδήποτε ρεαλιστική προοπτική».
Σε αυτό το πανόραμα των υποστηρικτών, κατέχει εξέχουσα θέση ο μεταμοντέρνος φιλόσοφος-διασκεδαστής (σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Έρικ Χομπσμπάουμ)[11]
Σλαβόι Ζίζεκ, στον οποίο ο συγγραφέας αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο, προφανώς λόγω της επιρροής του στην εγχώρια ριζοσπαστική Aριστερά και όχι λόγω της πνευματικής του εμβέλειας. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «ο Ζίζεκ αποτελεί το σύμπτωμα μιας πνευματικής ρηχότητας όπου τα ευφυολογήματα και οι συνδυασμοί των ευρημάτων του προκαλούν τον ενθουσιασμό του ακροατηρίου που περιμένει ιστορική λύση απ’ τον ακούραστο και φλύαρο “φιλόσοφο”. Αλλοίμονο, εδώ έφτασε η Αριστερά να επιχειρηματολογεί… με τους όρχεις του Ζίζεκ!… Ο Ζίζεκ λειτουργεί ως “φιλόσοφος” του λαϊκισμού με τη βεβαιότητα που του δίνει η ιστορική ανευθυνότητα του
μαρξισμού-λενινισμού, δηλαδή του σταλινισμού». Η αιτία όλης αυτής της ρηχής ρητορείας, σύμφωνα με τον συγγραφέα, βρίσκεται στο γεγονός ότι «ο Ζίζεκ υιοθετεί αυτό που ο Μπαντιού αποκαλεί “αιώνια ιδέα του κομμουνισμού” ή αλλιώς τις κομμουνιστικές σταθερές στις τέσσερις θεμελιώδεις έννοιες που λειτουργούν από τον Πλάτωνα και τις μεσαιωνικές χιλιαστικές εξεγέρσεις μέχρι τον ιακωβινισμό, τον λενινισμό και τον μαοϊσμό· αυστηρή εξισωτική δικαιοσύνη, σωφρονιστική τρομοκρατία, πολιτικός βολονταρισμός και εμπιστοσύνη στο λαό…Τα είδαμε αυτά σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με τον Στάλιν και τις Λαϊκές Δημοκρατίες και τα Γκουλάγκ του, με τον Μάο και τον Πολ Ποτ. Σ’ αυτόν τον πολιτικό βολονταρισμό ο Ζίζεκ με τον Μπαντιού προσπαθούν κωμικοτραγικά να προσθέσουν και τον δικό τους “φιλοσοφικό” βολονταρισμό. Θα ήταν επικίνδυνη και ανεύθυνη η πρότασή τους αν την παίρναμε στα σοβαρά, αλλά απλώς απευθύνεται σε ένα κοινό που διασκεδάζει με την “επανάσταση”».
Παράλληλα, όμως, με τους υμνητές του, ο κομμουνισμός παράγει και στρατιές αντιφρονούντων.
Η εξήγηση του συγγραφέα είναι ότι «ο κομμουνισμός έχει αντιφρονούντες, γιατί ξεκινά από μια υπόσχεση παραδείσου επί της Γης, που στη συνέχεια διαλύεται. Η υπόσχεση για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας, μέσω του προλεταριάτου, από την ταξική καταπίεση χιλιετηρίδων και η εγκατάλειψη αυτού του σχεδίου παράγει αντιφρονούντες, κυρίως στους κύκλους της διανόησης». Παραθέτει επίσης την ακόλουθη διεισδυτική παρατήρηση του Κολακόφσκι: «Έτσι ο κομμουνισμός, για να χρησιμοποιήσουμε το ιδίωμά του, σε σχέση με την μπουρζουαζία ήταν αναγκασμένος να φέρνει στον κόσμο τους νεκροθάφτες του. Στη διανοητική και ηθική κρίση η οποία τελικά οδήγησε την κομμουνιστική ιδεολογία στη διάλυση, ιδιαίτερο και, κυρίως, αποτελεσματικό ρόλο έπαιξαν οι πρώην κομμουνιστές ή αριστεροί σοσιαλιστές, οι οποίοι όχι μόνο γνώριζαν τους πολιτικούς και ψυχολογικούς μηχανισμούς του κομμουνισμού, αλλά και τους διεθνοποίησαν στον καιρό τους έχοντας εμπειρίαπου δύσκολα μπορεί να αντικατασταθεί. Κομμουνιστές ήταν ο Άρθουρ Κέστλερ, ο Ινάτσιο Σιλόνε, ο Μπόρις Σουβάριν, ο Μπέρτραμ Βολφ, και αριστερός σοσιαλιστής ο Όργουελ. Στην ιδεολογική αποσύνθεση των κομμουνιστικών κομμάτων η συμμετοχή των πρώην κομμουνιστών ήταν πολύ σημαντική, για ν’ αρχίσουμε από τον Μίλοβαν Τζίλας, ενώ στην Πολωνία υπάρχει ολόκληρη λεγεώνα όπως και στη Γαλλία».
Μια αξιοσημείωτη εξαίρεση: Αντόνιο Γκράμσι
Ίσως η πλέον διεισδυτική κριτική στη σταλινική τελεολογία και στους «σιδερένιους νόμους της ιστορίας» να περιέχεται στην εξής πρόταση, γραμμένη το 1917: «Η επανάσταση των Μπολσεβίκων υλοποιήθηκε με ιδεολογίες παρά με γεγονότα…Είναι η επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ. Το Κεφάλαιο του Μαρξ ήταν στη Ρωσία το βιβλίο των αστών περισσότερο από ό,τι των προλεταρίων. Ήταν η κριτική απόδειξη της αναπόφευκτης αναγκαιότητας να σχηματιστεί μια αστική τάξη στη Ρωσία, να αρχίσει μια καπιταλιστική εποχή, να αρθρωθεί ένας πολιτισμός δυτικού τύπου πριν να μπορέσει το προλεταριάτο ούτε καν να σκεφτεί την εξέγερσή του, τις ταξικές του διεκδικήσεις, την επανάσταση του…Οι μπολσεβίκοι απαρνούμενοι τον Καρλ Μαρξ αποδεικνύουν με τη μαρτυρία της αναπτυσσόμενης δράσης των πραγματοποιημένων κατακτήσεων, ότι οι κανόνες του ιστορικού υλισμού δεν είναι τόσο σιδερένιοι όσο θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και σκεφτήκαμε…Δεν σύνθεσαν πάνω στο έργο του Δασκάλου μια εξωτερική διδασκαλία, δογματικών και ασυζήτητων διαπιστώσεων»[12].
Όπως παρατηρεί ο Κολακόφσκι: «Ο Γκράμσι ήδη από το 1914 δεν αποδεχόταν τη δημοφιλή πίστη
ανάμεσα στους σοσιαλιστές για τη δράση των “ιστορικών νόμων που θα εξασφαλίσουν στην ανθρωπότητα το σοσιαλιστικό μέλλον” και δεν πίστευε στο φυσικό αναπόφευκτο της προόδου…Ο εισαγγελέας που κραύγασε στη δίκη του Γκράμσι ότι αυτός ο εγκέφαλος πρέπει να σταματήσει για είκοσι χρόνια, έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που σκόπευε. Αν ο Γκράμσι τα χρόνια του φασισμού τα περνούσε στο εξωτερικό, σίγουρα θα ήταν ένας από τους αποκηρυγμένους και αν ήταν βέβαια στη Μόσχα θα είχε δολοφονηθεί. Η φασιστική φυλακή τού εξασφάλισε την απομόνωση και ανάγκασε τον εγκέφαλό του να λειτουργήσει σε θεωρητικά πεδία. Από τα κείμενα της φυλακής παρουσιάζεται μια προσπάθεια μαρξιστικής φιλοσοφίας της κουλτούρας, στην οποία δεν μπορούμε να αρνηθούμε την αυτονομία και την ευρύτητα των απόψεων…Μπορούμε να πούμε ελεύθερα ότι ο Γκράμσι δημιούργησε το ιδεολογικό έμβρυο του εναλλακτικού κομμουνισμού, ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε ούτε ως πολιτικό κόμμα, ούτε ως κράτος».
Χρωστάμε στον Αντόνιο Γκράμσι την πλέον στερεή αντίκρουση των δύο θεμελιωδών θέσεων του
μαρξισμού και του σταλινισμού. Στη βεβαιότητα για τον ρόλο της βίας ως μαμής της ιστορίας, ο Γκράμσι αντιπαραθέτει την έννοια της ηγεμονίας. Ο Αντόνιο Γκράμσι, επισημαίνει την ανάγκη, πριν από κάθε απόπειρα κατάληψης της εξουσίας, για την «πολιτική ηγεμονία, που είναι το
σημείο επαφής ανάμεσα στην “κοινωνία των πολιτών” και την “πολιτική κοινωνία”, ανάμεσα στη συγκατάθεση και τη βία»[13].
Στην ιστορικιστική τελεολογία του αναπόφευκτου της επικράτησης του κομμουνισμού, ο Γκράμσι αντιτείνει την ανάγκη για έναν πόλεμο θέσεων και όχι πόλεμο κινήσεων, αρνούμενος τη μοιρολατρία και τον μηχανιστικό ιστορικό ντετερμινισμό[14].
Μελαγχολικός επίλογος
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Ελλάδα δεν έχει γίνει ποτέ μια σοβαρή θεωρητική συζήτηση για τα θέματα που θίγει το βιβλίο του Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα από τα βιβλία των κορυφαίων θεωρητικών που παρουσιάζει ο συγγραφέας δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, με εξαίρεση τα βιβλία του Ζίζεκ.
Το σταλινικό φαινόμενο διαπότισε βαθιά την ελληνική Αριστερά, όχι μόνον ως προς τις προσεγγίσεις του και τις πολιτικές του απολήξεις, αλλά κυρίως ως τρόπος σκέψης,
ως μέθοδος διανοητικής προσέγγισης. Η ελληνική Αριστερά, στην πλειοψηφία της, βολεύτηκε στη διανοητική νωθρότητα που προκαλούν οι απόλυτες βεβαιότητες και ο δογματικός τρόπος σκέψης. Διαπαιδαγώγησε γενιές με αυτά τα διανοητικά εφόδια και δημιούργησε τον κατάλληλο βιότοπο για την καθολική επικράτηση του λαϊκισμού στην ελληνική κοινωνία. Ακόμα και όταν ο λαϊκισμός συνάντησε τον εθνικισμό, προκαλώντας την τερατογένεση του εθνικολαϊκισμού, προσχώρησε με προθυμία, στο όνομα του «λαού», τον οποίο φαντασιώνεται ότι εκπροσωπεί αποκλειστικά.
Με τα λόγια του συγγραφέα, «η Αριστερά στην Ελλάδα δεν αναζήτησε στο σταλινικό παρελθόν της τις αιτίες της τραγωδίας της. Απλώς, ακόμη και τώρα, αναζητά στο περιθώριο των κατάλοιπων του σταλινισμού και σε διάφορες εκδοχές του (μαοϊσμός, λενινισμός, καστρισμός ή σε νεφελώδη κινηματικά πρότυπα) την ανατροπή του καπιταλισμού, αγνοώντας οποιαδήποτε ρεαλιστική προοπτική».