Μια απίστευτη μπάντα εγχόρδων γέμιζε τον καμπυλωμένο αέρα πάνω από τα πηγαδάκια της διόδου με πρωτάκουστες αρμονικές. Το διακοποτέρας ανακλαδίζεται (μα ποιος ζήτησε λέξεις ποιητικές;), περιεργάζεται τα πρόσωπα που το περιβάλλουν και ηρεμεί. Μια θηλυκή παρουσία πηγαινοέρχεται, ζουζουνίζει σα μέλισσα, διαπραγματεύεται ασταμάτητα — μα δεν θα σταματήσουν να παραγγέλνουν; Οι μουσικές, μακρινές, διακριτικές — πού είμαστε; είμαστε αλήθεια σε μπαρ; Ο φλοίσβος, πού είναι ο φλοίσβος; Α ναι, τον ακούω, βγαίνει από το ένα πηγαδάκι εδώ, το άλλο παρακάτω — πόσο ευχάριστος! Ανοίξτε την καταβόθρα, τι ντρέπεστε; Το βαρέλι με την ξανθιά πλανεύτρα αδειάζει μέσα μου, ξεχνιέμαι. Κάνω κινήσεις γενναιόδωρες, πλατιές. Να, μια απ’ αυτές απλώνει ξανθιά ηδονή στην ατμόσφαιρα, τα τραπέζια, το πλακόστρωτο, τα πανταλόνια, τις σαγιονάρες. Ξυπνάω αλαφιασμένος. Τα γλυκάκια, τα πήρατε τα γλυκάκια;
Χρόνια πολλά στον εορτάζοντα. Και άλλα τόσα σε καθέναν από τους καλούς φίλους που μοιράστηκαν χτες κάποιες ώρες μαζί μας.