Μου αρέσει η δουλειά των Cité de la Création και ως ιδέα και ως εκτέλεση. Σε μια παραδοσιακή γειτονιά όπως αυτή στα Τρίκαλα τι άλλο θα έβαζε κανείς παρά έναν καθρέφτη, για να πολλαπλασιάσει το είδωλό της. Δαεμάνε, είπες ότι λέγεται Μανάβικα, και αν κατάλαβα καλά τώρα έχει γεμίσει φαγάδικα, κάτι σαν της Θεσσαλονίκης τα Λαδάδικα δηλαδή; Ελπίζω να μην έχει κυκλοφορία με αυτοκίνητα και χαλάει η ατμόσφαιρα.
Εγώ εντυπωσιάζομαι από το πώς βρέθηκε αυτή η ομάδα στα Τρίκαλα. Ποιος τους έφερε; Κάποιο άτομο με καλή πληροφόρηση και ωραίο γούστο ασφαλώς. Ευκαιρία να τον παινέψουμε κι αυτόν και την πόλη του, και να σημειώσουμε ότι τα Τρίκαλα περηφανεύονται για τη δική τους αυτόνομη πνευματική παράδοση, που τη συνεχίζουν, πράγμα που λίγες επαρχιακές ελληνικές πόλεις μπορούν ή επιθυμούν να κάνουν (μη με βάλετε τώρα στη μέση και αρχίσετε να μου λέτε ότι παραβλέπω την τάδε ή τη δείνα πόλη...).
...
Δεν ήθελα να επεκταθώ άλλο στο εκτός θέματος θέμα σ' αυτό το νήμα και να σας κουράσω με την τρίτη πλέον πατρίδα μου, ωστόσο τον Εαρίωνα δεν μου κάνει καρδιά να τον αγνοήσω, να μην απαντήσω σε ερώτημα που μου απεύθυνε. Να το πω στο πάνω πάνω της γραφής: Στο κάτω κάτω της γραφής, όποιος θέλει διαβάζει κι όποιος δεν θέλει, προσπερνά.
Αυτό ακριβώς είναι η τοιχογραφία, Εαρίωνα:
καθρέφτης, όπως έγραψα κι εγώ παραπάνω στο νήμα. Οι δυο γειτονιές που αποτελούν την παλιά πόλη εφάπτονται: στον λόφο κάτω από το φρούριο βρίσκεται στριμωγμένο όπου επιτρέπει ο χώρος και η διαμόρφωση του εδάφους το
Βαρούσι, η χριστιανική συνοικία επί Τουρκοκρατίας - η οποία ορίζεται δυτικά από το
Φρούριο, ανατολικά από την εκκλησία
της Αγίας Επίσκεψης (που από το 1543 έως το 1854 στέγαζε τη
Σχολή Τρίκκης, όπου δίδαξε μεταξύ πολλών άλλων και ο Διονύσιος ο φιλόσοφος), βόρεια από το άλσος του
Αη Λια, του διπλανού λόφου, και νότια από τη μία από τις δυο κεντρικές αρτηρίες της πόλης - και η πεδινή προέκτασή του,
τα Μανάβικα, άλλοτε αποθήκες μαναβικής και χώρος της κατά παράδοση πολυσύχναστης λαϊκής αγοράς, που φιλοξενούσε τα καλύτερα (γνήσια) ρεμπετάδικα, ταβερνεία και τσιπουράδικα. Εκεί έπαιζε ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας (Καρδάρας από την
καρδάρα, όπως μου είπαν εδώ), εκεί σύχναζε ο Βίρβος, εκεί ήταν τα στέκια τους, κι από κοντά ήταν οι τεκέδες, τα μπουρδέλα, τα μαγέρικα και τα σουπάδικα (πατσατζίδικα) για τους ξενύχτηδες, όπως σε κάθε αγορά, τότε τουλάχιστον.
Κατοικείται ακόμα, αλλά κυρίως χώρος αγοράς είναι
(και με τις δυο τοπικές σημασίες, του χώρου συναλλαγών και συναναστροφής), όπως ήταν από πολύ παλιά. Τα στενά σοκάκια στα Μανάβικα είναι πλακόστρωτα, ανακαινισμένα από τότε που έγινε γειτονιά διασκέδασης - δηλαδή το πιο πρόσφατο φούσκωμα της παλίρροιας στον περιοδικό κύκλο της, μετά από χρόνια άμπωτης, που πρόλαβα το ξεκίνημά του εδώ.
Στο πρώτο μπαράκι που είχε ανοίξει πήγαινα τακτικά για τη μουσική, τη θαλπωρή, τη ζωντάνια και την εντιμότητά του - μια πόρτα μαγαζί, όπως τα μετράνε εδώ, όπου πόρτα = καμάρα του πετρόχτιστου, με ύψος 8 μέτρα όμως, μαζί με το πατάρι της παλιάς αποθήκης. Την πρώτη και τη δεύτερη χρονιά, πλήρωνε ενοίκιο 50 χιλιάδες δραχμές (όταν για ένα τεσσάρι διαμέρισμα ήταν μεγαλύτερο), αλλά την τρίτη που είχαν γίνει πια τα Μανάβικα συρμός όπως τα Λαδάδικα, τους ζητούσε ο ιδιοκτήτης 700.000, οπότε πάπαλα. Από τότε το πήραν άλλοι, αλλά με την κρίση φυτοζωεί. Το άλλο καθεβραδινό στέκι μου ήταν δίπλα και... Πολλά είπα, περισσότερα όταν θα έρθεις να τα περιδιαβούμε μαζί.] Πού είχα μείνει; Α, ναι: Τα περισσότερα στενά στα Μανάβικα είναι πλακόστρωτοι πεζόδρομοι, ωστόσο σε μερικές καθέτους της άλλης κεντρικής αρτηρίας, της Κονδύλη, αναγκαστικά κυκλοφορούν αυτοκίνητα, όχι τίποτα σπουδαίο όμως.
Η τοιχογραφία μάλιστα είναι σε τέτοια θέση ώστε διασχίζοντας τον μόνο δρόμο με άσφαλτο και συχνή
(για τα μέτρα των Τρικάλων) κυκλοφορία αυτοκινήτων που χωρίζει το Βαρούσι
(όπου επιτρέπονται αυτοκίνητα, για τους κατοίκους του, και αρκετοί περνάνε, αλλά εγώ αποφεύγω να μπαίνω γιατί αν συναντήσεις άλλον απέναντι, πρέπει να κάνεις αρκετή απόσταση με την όπισθεν στο στενό καλντερίμι κάτω από τα σαχνισιά για να περάσει, και δεν μ' αρέσει να ταράζω την ατμόσφαιρα άλλης εποχής που νιώθεις όταν τα περπατάς και την ησυχία των κατοίκων περνώντας σύρριζα κάτω από τα παράθυρά τους) από τα Μανάβικα, να τη βλέπεις μπροστά σου και να παθαίνεις ένα ντεζαβού, γιατί δείχνει σκηνές που πιθανόν μόλις να προσπέρασες στο Βαρούσι. Οι Γάλλοι δηλαδή το μελέτησαν πολύ καλά και το υλοποίησαν με μεράκι. Μέχρι κι εγώ μπερδεύτηκα προχτές κι έγραψα «Τρίκαλα,
Βαρούσι» ενώ βρίσκεται στα Μανάβικα, αλλά ουσιαστικά είναι το είδωλο του Βαρουσιού
μέσα στα Μανάβικα. Όταν έρθεις, θα το διαπιστώσεις ιδίοις όμμασι.
Ποιος τους έφερε δεν ξέρω, αλλά μια που μου έβαλες την απορία, θα κοιτάξω να μάθω. Ρίξε μια ματιά
κι εκεί. Μια που λες για πνευματική παράδοση και λινκάρεις τη Μαρούλα Κλιάφα, την οποία γνωρίζω προσωπικά
(είναι συγγενής, εξ αγχιστείας εννοείται), να πω μόνο ότι είναι πολύ καλή σ' αυτό που κάνει γιατί έχει και τις ικανότητες και το μεράκι (κυρίως λογοτεχνία και λογοτεχνική ιστορία, λαογραφία και τοπική ιστορία), ενώ η οικογένειά της έχει ιδρύσει το
Κέντρο Ιστορίας και Πολιτισμού εταιρείας «Κλιάφα», με παιδική-εφηβική βιβλιοθήκη, παλιό τυπογραφείο και αρχείο θεσσαλικών εφημερίδων (1883-1970) στα παλιά ψυγεία και το πετρόχτιστο παγοποιείο. Ο γιος της ο Θοδωρής έχει μια από τις καλύτερες συλλογές κλασικής μουσικής στην Ελλάδα.
Και... και... και... ό,τι μπορούμε κάνουμε, λιθάρι στο λιθάρι στον Ληθαίο, ντόπιοι και ξενομπάτες.
Παντού η ψυχή γεννοβολά· τ' ανθρώπου ο νους πλαντάζει
το είναι του αν δε μοιραστεί, και βαριαναστενάζει
Μόνο να 'ταν τα νιάτα τρεις φορές κι η μέρα μια βδομάδα...