metafrasi banner

dysrepair = ;

Δεν εννοώ το «disrepair», την παραμέληση ή την παράλειψη επιδιορθώσεων, αλλά «dysrepair» (από το ελληνικό δυσ-), με την έννοια της λανθασμένης ή προβληματικής επιδιόρθωσης. Υπάρχει στα Ελληνικά κάποιος μονολεκτικός όρος με την έννοια αυτή;
 

nickel

Administrator
Staff member
Στην απελπισία επάνω θα πρότεινα να πεις κάτι που δεν υπάρχει, αλλά φαίνεται περίεργο το ότι δεν υπάρχει: κακοδιόρθωση. Ακόμα χειρότερα: στραβοφτιάξιμο.
Ό,τι άλλο σκέφτηκα (όλους τους πιθανούς συνδυασμούς με δυσ- και κακο- και στραβο- και τα συνώνυμα της επισκευής), το έκανα αμέσως μπαλάκι και το πετούσα στο απέναντι καλαθάκι. Ακόμα και τη *δυσανόρθωση.


 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Κι εγώ την κακοδιόρθωση ερχόμουν να προτείνω, είδα ότι δεν υπάρχουν ευρήματα, αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Υπάρχουν ήδη π.χ. λίγα κακοδιορθωμένα.

Ένα εύρημα είναι περσινό του nickel :), από τη Λεξιλογία: Ακούγεται σαν κακοδιορθωμένο έντιτ.
 

SBE

¥
Απορία: σε τι διαφέρει το dysrepair από το disrepair; Ρωτάω γιατί δεν βλέπω να υπάρχει στα λεξικά και στα ιατρικά μου βγάζει το γκουγκλ tendon d*srepair, και με τα δύο, αν και κυρίως με το δεύτερο, κι αναρωτιέμαι αν είναι "επίσημος" όρος ή καμιά περίπτωση ορθοπ*δικού (που το γράφαμε με ε και ξαφνικά αρχίσαμε να το γράφουμε με αι).
disrepair [ˌdɪsrɪˈpɛə] n. the condition of being worn out or in poor working order
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Θα αποτολμήσω να υποθέσω ότι ο δχαρβ ψάχνει μια χρήση όπως αυτή που εμφανίζεται εδώ ή εδώ, όπου μιλάει για Tendon Dysrepair (Failed Healing). Δύσκολο το μονολεκτικό, νομίζω ότι ιδίως σε ιατρικό συγκείμενο οι χρήστες της επαγγελματικής ιδιολέκτου μάλλον θα προτιμούσαν δύο λέξεις. Η πρώτη μου σκέψη θα ήταν ελαττωματική ίαση ή ελαττωματική αποκατάσταση -γενικότερης χρήσης αυτό. Ακόμα και κάτι σε «δυσαποκατάσταση» ή «δυσεπανόρθωση» θέλει πολύ θάρρος να το χρησιμοποιήσεις :)
 

cougr

¥
Απορία: σε τι διαφέρει το dysrepair από το disrepair; Ρωτάω γιατί δεν βλέπω να υπάρχει στα λεξικά και στα ιατρικά μου βγάζει το γκουγκλ tendon d*srepair, και με τα δύο, αν και κυρίως με το δεύτερο, κι αναρωτιέμαι αν είναι "επίσημος" όρος ή καμιά περίπτωση ορθοπ*δικού (που το γράφαμε με ε και ξαφνικά αρχίσαμε να το γράφουμε με αι).
disrepair [ˌdɪsrɪˈpɛə] n. the condition of being worn out or in poor working order

'Οσον αφορά το σώμα το "dysrepair" συνήθως αναφέρεται στην αποτυχημένη επούλωση ή ανακατασκευή/αναδιοργάνωση διαφόρων ιστών του σώματος ενώ το "disrepair" αναφέρεται γενικά στήν κατάρρευση/κακή κατάσταση του σώματος ή κάποιου μέρους αυτού.

Edit: Και ναί, είναι επίσημος όρος.
 
Θα αποτολμήσω να υποθέσω ότι ο δχαρβ ψάχνει μια χρήση όπως αυτή που εμφανίζεται εδώ ή εδώ, όπου μιλάει για Tendon Dysrepair (Failed Healing). Δύσκολο το μονολεκτικό, νομίζω ότι ιδίως σε ιατρικό συγκείμενο οι χρήστες της επαγγελματικής ιδιολέκτου μάλλον θα προτιμούσαν δύο λέξεις. Η πρώτη μου σκέψη θα ήταν ελαττωματική ίαση ή ελαττωματική αποκατάσταση -γενικότερης χρήσης αυτό. Ακόμα και κάτι σε «δυσαποκατάσταση» ή «δυσεπανόρθωση» θέλει πολύ θάρρος να το χρησιμοποιήσεις :)
Για την ακρίβεια, χρειάζομαι μια λέξη με αυτό το νόημα αλλά για ευρύτερη χρήση (κακή επιδιόρθωση οργανισμών, ιστών, κυττάρων, μορίων...). Μ' αρέσει το «δυσεπανόρθωση» αλλά δεν ξέρω αν θα βρω το θάρρος να το βάλω :-)
 

nickel

Administrator
Staff member
Για αυτά που περιγράφετε θα προτιμούσα τη δυσαποκατάσταση, αλλά κι εγώ περιφραστικά θα το έδινα.
 
Top