bernardina
Moderator
Σάλιαγκας,ο& σάλιακας ο [sálakas] Ο5 : (λαϊκότρ.) το σαλιγκάρι· σάλιαγκος. [μσν. σάλιακας < σάλι(ο) -ακας και με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]
Τσόκαρο, το = 1. είδος πέδιλου με ξύλινο πέλμα που αφήνει τη φτέρνα ελεύθερη. 2. (μτφ., οικ.) γυναίκα κακής αγωγής και διαγωγής, που συνήθ. προέρχεται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα: Aυτό το ~ θέλει να μας κάνει και την κυρία.
Μήνυμα, το (προσθέστε ορισμό).
Παροιμίες:
Ξεκινάω: έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
Προσθέστε ελεύθερα.
Τσόκαρο, το = 1. είδος πέδιλου με ξύλινο πέλμα που αφήνει τη φτέρνα ελεύθερη. 2. (μτφ., οικ.) γυναίκα κακής αγωγής και διαγωγής, που συνήθ. προέρχεται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα: Aυτό το ~ θέλει να μας κάνει και την κυρία.
Μήνυμα, το (προσθέστε ορισμό).
Παροιμίες:
Ξεκινάω: έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
Προσθέστε ελεύθερα.