Ελάτε τώρα, αγαπητέ Περικλή, μη με παρασύρετε σε μια συζήτηση όπου εγώ θα σας φέρνω παραδείγματα κι εσείς θα τα αναιρείτε, γιατί θα καταστρέψουμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Για να σας αποστομώσω (αστειεύομαι έτσι;) θα σας πω ότι ψάχνοντας στο Διαδίκτυο και γιαννόσπιτο βρήκα, και γιωργόσπιτο, και νικόσπιτο, και παναγιωτόσπιτο, ακόμα και βαγγελόσπιτο, και βεβαίως το αγαπημένο σας μητσόσπιτο! Όχι, δεν θα τα επικαλεστώ, γιατί θα μου πείτε ότι όλα τους είναι αστεϊσμοί που γίνονται στο Φέισμπουκ. Είδατε όμως ότι τα σηκώνει η γλώσσα; Σ’ αυτό ακριβώς επιδιώκω να σας επιστήσω την προσοχή: στις αφάνταστες συνθετικές δυνατότητες της ελληνικής. Και Δημαρόγγονα μπορεί να φτιάξει, και βενιζελόμουτρο, ακριβώς όπως η αρχαία έφτιαχνε Διονυσιόδωρο και Αθηνογένη, όλα πάνω στο πρότυπο του «ο Χ του Ψ». Εγώ θα δεχτώ ότι το «μητσόσπιτο» δεν είναι διαδεδομένο, μάλλον επειδή το σπίτι του Μήτσου συνηθέστερα το λέμε «το Μητσέικο»· και τα υπόλοιπα στο Φέισμπουκ να δεχτώ ότι είναι καλαμπούρια. Αλλά κι εσείς μην αρνηθείτε ότι στα ελληνικά μπορεί άνετα να γίνει σύνθεση ουσιαστικού με πρώτο συνθετικό κύριο όνομα.
Τώρα για την ουσία της συζήτησης: Σπαταλήσαμε αρκετό χρόνο και χώρο για να καταλήξουμε σε αυτά που έπρεπε από τη αρχή και γρήγορα να συμφωνήσουμε, αυτά δηλαδή που επιγραμματικά σημειώνει ο Nickel στο #31. Η επίσημη και καθαρά επιστημονική ονοματολογία είναι η λατινική· η ελληνική γλώσσα έχει τη δυνατότητα (αξιοθαύμαστη) να τα εξελληνίσει. Αλλά και αυτή η ονοματολογία (ο Πανδίων ο αλιάετος, η Στεάτορνις η καρίπειος) είναι για τη χρήση αποκλειστικά και μόνο των επιστημόνων, αφού είναι προφανές ότι δεν μπορεί να προορίζεται για κάτι άλλο. Βεβαίως και περιέχει ονομασίες ευρύτερα γνωστές και χρησιμοποιούμενες, όπως ο κορυδαλλός και ο ερωδιός· αυτά τα χρησιμοποιούν όσοι έχουν πάει σχολείο και είναι μάλλον κάτοικοι των αστικών κέντρων. Στην ύπαιθρο, οι φορείς του λαϊκού πολιτισμού (ή ό,τι τέλος πάντων έχει απομείνει από αυτόν σήμερα) γνωρίζουν και χρησιμοποιούν πολλές και διάφορες ονομασίες με κατά τόπους παραλλαγές. Σημειωτέον --και αυτό δεν είδα να το τονίζει κανείς-- η λαϊκή ονοματολογία δεν είναι πλήρης. Δεν ονοματίζει όλα τα είδη. Ο χωρικός δεν ενδιαφέρεται να δώσει ονόματα σε είδη που δεν του είναι χρήσιμα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Άρα, από τη στιγμή που οι ορνιθολόγοι εξετάζουν και κατηγοριοποιούν εξαντλητικά την ελληνική ορνιθοπανίδα, σημειώνονται κενά στη λαϊκή ονοματολογία, τα οποία ζητούν πλήρωση. Επιπλέον, λάβετε υπόψη σας και μιαν άλλη κοινωνική διάσταση: μέχρι κάποια περίοδο, ας πούμε χοντρικά μέχρι πριν από μια τριακονταετία, δεν είχε αναπτυχθεί το ενδιαφέρον για παρατήρηση της φύσης, η ενασχόληση με περιβαλλοντικές δραστηριότητες, η αντίληψη περί οικολογίας και τα παρόμοια. Αυτά είναι απόρροια της ανόδου του βιοτικού και του μορφωτικού επιπέδου των αστικών στρωμάτων. Εκεί λοιπόν, από τη στιγμή που άρχισε να υπάρχει κόσμος που ενδιαφερόταν ερασιτεχνικά (εσείς πέστε το τουριστικά) για το περιβάλλον, έγινε αισθητό το κενό. Αυτό ακριβώς το ενδιάμεσο κενό ήρθε να γεμίσει η Ορνιθολογική. Τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού στον οποίο απευθύνεται είναι: κάτοικοι μάλλον των αστικών περιοχών, με μορφωτικό επίπεδο μάλλον υψηλό, ηλικία μάλλον μικρή, και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο μάλλον ανώτερο. Μη μου πείτε ότι θα μιλούσατε σ’ αυτό το κοινό για την υπολαΐδα, όση ποίηση κι αν περιέχουν οι ήχοι της. Το ζητούμενο ήταν να μπει μια τάξη (είδατε τι μπέρδεμα δημιουργεί ο κορυδαλλός που δηλώνει ολόκληρη οικογένεια;), να επιλεγεί κάτι που να μη δημιουργεί σύγχυση, και υποθέτω ότι θα λειτούργησαν κι άλλα κριτήρια που δεν τα ξέρω. Ήταν όλες οι επιλογές επιτυχείς; Ασφαλώς όχι. Ανθρώπινο δημιούργημα είναι. Αλλά ο καθένας βλέπει διαφορετικά σφάλματα. Για παράδειγμα, αυτό που εσείς σημειώσατε φευγαλέα, ότι οι Φαλακροκορακίδαι, οι Ερωδιίδαι, οι Δρυοκολαπτίδαι γράφτηκαν με αι, για τα δικά μου γούστα είναι ανεπίτρεπτη υποχώρηση. Για το άλλο, ότι ως προς τον αριθμό συλλαβών των νεολογικών σύνθετων, φτάνουν πολύ συχνά τις 6, τις 7, κάποτε και τις 8, όπως π.χ. στη λέξη: «μαυροπεριστερόκοτα», έχετε απόλυτο δίκιο, θα έπρεπε να αποφευχθεί. Όπως θα έπρεπε να αποφευχθεί και η παπιόπαπια ή όπως τη λένε τέλος πάντων. Αλλά από εκεί ώς το να απορρίψουμε τη σιταρήθρα και τον καρβουνιάρη, το βρίσκω μεγάλο άλμα.
Δεν σας αρέσει αυτό το σμήνος οι υπέροχες λαϊκές ονομασίες που μας αναφέρατε:
Ένιωσα ότι η γλώσσα μου απειλείται από ένα σμήνος αρπακτικών, που όλα εξορμούν από τους καταλόγους της Ε.Ο.Ε: τσικνιάδες, καπακλήδες, κιρκίρια, σαρσέλες, φερεντίνια, γκισάρια, τσίφτες και τσιφτάδες, σαΐνια και διπλοσάινα, καλαμοκανάδες, τουρλίδες, κατσουλιέρηδες, χουχουριστές, γαϊδουροκεφαλάδες, καρατζάδες, καλιακούδες, ασπροκώλες και ασπροκωλίνες, χαβαρόνια, τσαρτσάρες, στριτσίδες, τσιροβάκοι, βλάχοι και σκουρόβλαχοι.
Τι κρίμα! Εμένα μ’ αρέσει. Κι όχι μόνο αυτά, έχει κι άλλα. Κάποιο περασμένο Πάσχα έκανα διακοπές στη λίμνη Κερκίνη και ενθουσιάστηκα με ό,τι είδα, και πάνω απ’ όλα από τη χουλιαρομύτα και το στριφοβουτηχτάρι! Γιατί μου τα παραλείψατε;
Υ. Γ. Τον σκορδαλό το πουλί τον ξέρει καλά ο Δαεμάνος· εγώ μέχρι τώρα ήξερα μόνο αυτόν εδώ:
Υ.Γ. 2. Περικλή και Aiden, εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι ότι σας μπερδεύω και σας απαντώ σαν να είσαστε ένας. Συγγνώμη, δεν με παρεξηγείτε, έτσι; Και παρέλειψα να σας καλωσορίσω. Καλώς ήρθατε λοιπόν. Εδώ θα βρείτε ανθρώπους που νοιάζονται, όπως κι εσείς, για τη γλώσσα.
Υ.Γ. 3. Ως προς τα της ποίησης, απαντώ με συντομία ότι υπάρχει χώρος στην ποίηση και για το μαραμπού και για τον λεπτόπτιλο (δεν ξέρω αν χωράει και το βαλαντιοφόρος!). Ένας Εμπειρίκος, φερειπείν, θα μπορούσε να τον είχε βάλει δίπλα στον αίγαγρο.
Τώρα για την ουσία της συζήτησης: Σπαταλήσαμε αρκετό χρόνο και χώρο για να καταλήξουμε σε αυτά που έπρεπε από τη αρχή και γρήγορα να συμφωνήσουμε, αυτά δηλαδή που επιγραμματικά σημειώνει ο Nickel στο #31. Η επίσημη και καθαρά επιστημονική ονοματολογία είναι η λατινική· η ελληνική γλώσσα έχει τη δυνατότητα (αξιοθαύμαστη) να τα εξελληνίσει. Αλλά και αυτή η ονοματολογία (ο Πανδίων ο αλιάετος, η Στεάτορνις η καρίπειος) είναι για τη χρήση αποκλειστικά και μόνο των επιστημόνων, αφού είναι προφανές ότι δεν μπορεί να προορίζεται για κάτι άλλο. Βεβαίως και περιέχει ονομασίες ευρύτερα γνωστές και χρησιμοποιούμενες, όπως ο κορυδαλλός και ο ερωδιός· αυτά τα χρησιμοποιούν όσοι έχουν πάει σχολείο και είναι μάλλον κάτοικοι των αστικών κέντρων. Στην ύπαιθρο, οι φορείς του λαϊκού πολιτισμού (ή ό,τι τέλος πάντων έχει απομείνει από αυτόν σήμερα) γνωρίζουν και χρησιμοποιούν πολλές και διάφορες ονομασίες με κατά τόπους παραλλαγές. Σημειωτέον --και αυτό δεν είδα να το τονίζει κανείς-- η λαϊκή ονοματολογία δεν είναι πλήρης. Δεν ονοματίζει όλα τα είδη. Ο χωρικός δεν ενδιαφέρεται να δώσει ονόματα σε είδη που δεν του είναι χρήσιμα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Άρα, από τη στιγμή που οι ορνιθολόγοι εξετάζουν και κατηγοριοποιούν εξαντλητικά την ελληνική ορνιθοπανίδα, σημειώνονται κενά στη λαϊκή ονοματολογία, τα οποία ζητούν πλήρωση. Επιπλέον, λάβετε υπόψη σας και μιαν άλλη κοινωνική διάσταση: μέχρι κάποια περίοδο, ας πούμε χοντρικά μέχρι πριν από μια τριακονταετία, δεν είχε αναπτυχθεί το ενδιαφέρον για παρατήρηση της φύσης, η ενασχόληση με περιβαλλοντικές δραστηριότητες, η αντίληψη περί οικολογίας και τα παρόμοια. Αυτά είναι απόρροια της ανόδου του βιοτικού και του μορφωτικού επιπέδου των αστικών στρωμάτων. Εκεί λοιπόν, από τη στιγμή που άρχισε να υπάρχει κόσμος που ενδιαφερόταν ερασιτεχνικά (εσείς πέστε το τουριστικά) για το περιβάλλον, έγινε αισθητό το κενό. Αυτό ακριβώς το ενδιάμεσο κενό ήρθε να γεμίσει η Ορνιθολογική. Τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού στον οποίο απευθύνεται είναι: κάτοικοι μάλλον των αστικών περιοχών, με μορφωτικό επίπεδο μάλλον υψηλό, ηλικία μάλλον μικρή, και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο μάλλον ανώτερο. Μη μου πείτε ότι θα μιλούσατε σ’ αυτό το κοινό για την υπολαΐδα, όση ποίηση κι αν περιέχουν οι ήχοι της. Το ζητούμενο ήταν να μπει μια τάξη (είδατε τι μπέρδεμα δημιουργεί ο κορυδαλλός που δηλώνει ολόκληρη οικογένεια;), να επιλεγεί κάτι που να μη δημιουργεί σύγχυση, και υποθέτω ότι θα λειτούργησαν κι άλλα κριτήρια που δεν τα ξέρω. Ήταν όλες οι επιλογές επιτυχείς; Ασφαλώς όχι. Ανθρώπινο δημιούργημα είναι. Αλλά ο καθένας βλέπει διαφορετικά σφάλματα. Για παράδειγμα, αυτό που εσείς σημειώσατε φευγαλέα, ότι οι Φαλακροκορακίδαι, οι Ερωδιίδαι, οι Δρυοκολαπτίδαι γράφτηκαν με αι, για τα δικά μου γούστα είναι ανεπίτρεπτη υποχώρηση. Για το άλλο, ότι ως προς τον αριθμό συλλαβών των νεολογικών σύνθετων, φτάνουν πολύ συχνά τις 6, τις 7, κάποτε και τις 8, όπως π.χ. στη λέξη: «μαυροπεριστερόκοτα», έχετε απόλυτο δίκιο, θα έπρεπε να αποφευχθεί. Όπως θα έπρεπε να αποφευχθεί και η παπιόπαπια ή όπως τη λένε τέλος πάντων. Αλλά από εκεί ώς το να απορρίψουμε τη σιταρήθρα και τον καρβουνιάρη, το βρίσκω μεγάλο άλμα.
Δεν σας αρέσει αυτό το σμήνος οι υπέροχες λαϊκές ονομασίες που μας αναφέρατε:
Ένιωσα ότι η γλώσσα μου απειλείται από ένα σμήνος αρπακτικών, που όλα εξορμούν από τους καταλόγους της Ε.Ο.Ε: τσικνιάδες, καπακλήδες, κιρκίρια, σαρσέλες, φερεντίνια, γκισάρια, τσίφτες και τσιφτάδες, σαΐνια και διπλοσάινα, καλαμοκανάδες, τουρλίδες, κατσουλιέρηδες, χουχουριστές, γαϊδουροκεφαλάδες, καρατζάδες, καλιακούδες, ασπροκώλες και ασπροκωλίνες, χαβαρόνια, τσαρτσάρες, στριτσίδες, τσιροβάκοι, βλάχοι και σκουρόβλαχοι.
Τι κρίμα! Εμένα μ’ αρέσει. Κι όχι μόνο αυτά, έχει κι άλλα. Κάποιο περασμένο Πάσχα έκανα διακοπές στη λίμνη Κερκίνη και ενθουσιάστηκα με ό,τι είδα, και πάνω απ’ όλα από τη χουλιαρομύτα και το στριφοβουτηχτάρι! Γιατί μου τα παραλείψατε;
Υ. Γ. Τον σκορδαλό το πουλί τον ξέρει καλά ο Δαεμάνος· εγώ μέχρι τώρα ήξερα μόνο αυτόν εδώ:
Υ.Γ. 2. Περικλή και Aiden, εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι ότι σας μπερδεύω και σας απαντώ σαν να είσαστε ένας. Συγγνώμη, δεν με παρεξηγείτε, έτσι; Και παρέλειψα να σας καλωσορίσω. Καλώς ήρθατε λοιπόν. Εδώ θα βρείτε ανθρώπους που νοιάζονται, όπως κι εσείς, για τη γλώσσα.
Υ.Γ. 3. Ως προς τα της ποίησης, απαντώ με συντομία ότι υπάρχει χώρος στην ποίηση και για το μαραμπού και για τον λεπτόπτιλο (δεν ξέρω αν χωράει και το βαλαντιοφόρος!). Ένας Εμπειρίκος, φερειπείν, θα μπορούσε να τον είχε βάλει δίπλα στον αίγαγρο.
Last edited: