Rogerios
¥
Στο νήμα αυτό τέθηκαν ορισμένα σαφή ερωτήματα.
- Αντιβαίνει στον νόμο η πρακτική που συνίσταται στην προκήρυξη θέσης εργασίας κατά τρόπο που να συνιστά διάκριση αναλόγως του φύλου (και μάλιστα στην πιο ωμή μορφή της, δηλαδή τον αποκλεισμό των υποψηφίων του ενός φύλου);
- Τυχόν απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου ισχύει καθολικά ή αφορά μόνο το Δημόσιο;
Η απάντηση και στα δύο είναι καταφατική (και, λυπάμαι, δεν επιδέχεται συζητήσεις κι εκπτώσεις).
Πάμε να το δούμε με συγκεκριμένα στοιχεία (κι όχι με βάση το τι μου αρέσει, μέθοδος που μάλλον απέχει από το να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιστημονική). Η οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (η οποία αντικατέστησε την παλαιότερη 76/207/ΕΟΚ), θέτει την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φύλου στον οικείο τομέα. Ειδικότερα στο άρθρο της 14, το οποίο φέρει τον σαφή τίτλο "Interdiction de toute discrimination/ Απαγόρευση διακρίσεων", ορίζει τα εξής:
"1. Toute discrimination directe ou indirecte fondée sur le sexe est proscrite dans les secteurs public ou privé, y compris les organismes publics, en ce qui concerne:
a) les conditions d'accès à l'emploi, aux activités non salariées ou au travail, y compris les critères de sélection et les conditions de recrutement, quelle que soit la branche d'activité et à tous les niveaux de la hiérarchie professionnelle, y compris en matière de promotion;"
Η οδηγία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον νόμο 3488/2006 (ΦΕΚ 191, τ. Α΄, της 11-9-2006). Στο άρθρο του 2, ο νόμος οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του: "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στα άτομα που απασχολούνται ή είναι υποψήφια για απασχόληση στον ιδιωτικό, καθώς και στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε οριοθετείται από τις κείμενες διατάξεις, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή μορφή απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης έργου και της έμμισθης εντολής, και ανεξάρτητα από τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και στα άτομα που ασκούν ελευθέρια επαγγέλματα...". Και, στο άρθρο του 11, παρ. 1 (με το οποίο μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 14 της οδηγίας), ο ίδιος νόμος ορίζει ότι "Απαγορεύεται κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου ή λόγω οικογενειακής κατάστασης, όσον αφορά στους όρους πρόσβασης στη μισθωτή ή μη απασχόληση...".
Όπως διαπιστώνουμε, το νομικό πλαίσιο είναι σαφέστατο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή αποκλίνουσες ερμηνείες.
Η αρχή είναι γενική. Επιδέχεται κάποια παρέκλιση; Επ' αυτού μας διαφωτίζει η παράγραφος 2 του άρθρου 14 της οδηγίας: "Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, καθώς και την κατάρτιση με σκοπό την απασχόληση, ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικό στοιχείο σχετικό με το φύλο δεν συνιστά διάκριση όταν, ως εκ της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή λόγω του πλαισίου στο οποίο ασκούνται, το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί πραγματική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος της είναι νόμιμος και η προϋπόθεση είναι ανάλογη". Είναι, νομίζω, απολύτως σαφές ότι καμία από τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από την αρχή δεν συντρέχει στην περίπτωση του επαγγέλματος του μεταφραστή.
Η μόνη συζήτηση θα μπορούσε να αφορά την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης προστασίας στην πράξη. Διότι, πράγματι, είναι σχετικά απλό να καταστρατηγηθεί η απαγόρευση: αυτός που επιθυμεί να προσλάβει πωλήτρια (γιατί θεωρεί ότι είναι καλύτερος κράχτης για το μαγαζί του από έναν άντρα πωλητή) ή εκείνος που προτιμά άντρα δικηγόρο (γιατί η "γυναίκα θα μείνει έγκυος και θα θέλει άδειες, ενώ οι υποθέσεις θα τρέχουν") μπορεί να το κάνει συγκεκαλυμμένα, χωρίς να λέει τίποτε στην αγγελία για τη θέση εργασίας και όντας έτοιμος να προβάλει μια ντεμέκ αντικειμενικοφανή δικαιολογία για την επιλογή του υποψηφίου που τελικά προσέλαβε. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη ιστορία από το ζήτημα των σύμφωνων ή μη με τον νόμο πρακτικών.
- Αντιβαίνει στον νόμο η πρακτική που συνίσταται στην προκήρυξη θέσης εργασίας κατά τρόπο που να συνιστά διάκριση αναλόγως του φύλου (και μάλιστα στην πιο ωμή μορφή της, δηλαδή τον αποκλεισμό των υποψηφίων του ενός φύλου);
- Τυχόν απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου ισχύει καθολικά ή αφορά μόνο το Δημόσιο;
Η απάντηση και στα δύο είναι καταφατική (και, λυπάμαι, δεν επιδέχεται συζητήσεις κι εκπτώσεις).
Πάμε να το δούμε με συγκεκριμένα στοιχεία (κι όχι με βάση το τι μου αρέσει, μέθοδος που μάλλον απέχει από το να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιστημονική). Η οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (η οποία αντικατέστησε την παλαιότερη 76/207/ΕΟΚ), θέτει την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φύλου στον οικείο τομέα. Ειδικότερα στο άρθρο της 14, το οποίο φέρει τον σαφή τίτλο "Interdiction de toute discrimination/ Απαγόρευση διακρίσεων", ορίζει τα εξής:
"1. Toute discrimination directe ou indirecte fondée sur le sexe est proscrite dans les secteurs public ou privé, y compris les organismes publics, en ce qui concerne:
a) les conditions d'accès à l'emploi, aux activités non salariées ou au travail, y compris les critères de sélection et les conditions de recrutement, quelle que soit la branche d'activité et à tous les niveaux de la hiérarchie professionnelle, y compris en matière de promotion;"
Η οδηγία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον νόμο 3488/2006 (ΦΕΚ 191, τ. Α΄, της 11-9-2006). Στο άρθρο του 2, ο νόμος οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του: "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στα άτομα που απασχολούνται ή είναι υποψήφια για απασχόληση στον ιδιωτικό, καθώς και στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε οριοθετείται από τις κείμενες διατάξεις, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή μορφή απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης έργου και της έμμισθης εντολής, και ανεξάρτητα από τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και στα άτομα που ασκούν ελευθέρια επαγγέλματα...". Και, στο άρθρο του 11, παρ. 1 (με το οποίο μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 14 της οδηγίας), ο ίδιος νόμος ορίζει ότι "Απαγορεύεται κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου ή λόγω οικογενειακής κατάστασης, όσον αφορά στους όρους πρόσβασης στη μισθωτή ή μη απασχόληση...".
Όπως διαπιστώνουμε, το νομικό πλαίσιο είναι σαφέστατο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή αποκλίνουσες ερμηνείες.
Η αρχή είναι γενική. Επιδέχεται κάποια παρέκλιση; Επ' αυτού μας διαφωτίζει η παράγραφος 2 του άρθρου 14 της οδηγίας: "Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, καθώς και την κατάρτιση με σκοπό την απασχόληση, ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικό στοιχείο σχετικό με το φύλο δεν συνιστά διάκριση όταν, ως εκ της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή λόγω του πλαισίου στο οποίο ασκούνται, το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί πραγματική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος της είναι νόμιμος και η προϋπόθεση είναι ανάλογη". Είναι, νομίζω, απολύτως σαφές ότι καμία από τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από την αρχή δεν συντρέχει στην περίπτωση του επαγγέλματος του μεταφραστή.
Η μόνη συζήτηση θα μπορούσε να αφορά την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης προστασίας στην πράξη. Διότι, πράγματι, είναι σχετικά απλό να καταστρατηγηθεί η απαγόρευση: αυτός που επιθυμεί να προσλάβει πωλήτρια (γιατί θεωρεί ότι είναι καλύτερος κράχτης για το μαγαζί του από έναν άντρα πωλητή) ή εκείνος που προτιμά άντρα δικηγόρο (γιατί η "γυναίκα θα μείνει έγκυος και θα θέλει άδειες, ενώ οι υποθέσεις θα τρέχουν") μπορεί να το κάνει συγκεκαλυμμένα, χωρίς να λέει τίποτε στην αγγελία για τη θέση εργασίας και όντας έτοιμος να προβάλει μια ντεμέκ αντικειμενικοφανή δικαιολογία για την επιλογή του υποψηφίου που τελικά προσέλαβε. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη ιστορία από το ζήτημα των σύμφωνων ή μη με τον νόμο πρακτικών.