Μήπως το ύστερος δεν είναι από μόνο του ένας πονοκέφαλος; Σε σύγκριση με το ΛΚΝ, το ΛΝΕΓ προσπαθεί να χωρέσει και τη σημασία «που έρχεται στο τέλος», «τελευταίος στη σειρά».
ύστερος, -η, -ο αυτός που ακολουθεί ή έρχεται στο τέλος, μεταγενέστερος ή τελευταίος στη σειρά: ~ περίοδος / καπιταλισμός / αρχαιότητα. ΣΥΝ. κατοπινός, επόμενος· ΦΡ. (α) εκ των υστέρων έπειτα από κάτι που έχει προηγηθεί, αφού έχει ήδη διαπραχθεί: ~ αναγνωρίζει το λάθος του. ΣΥΝ. (λατ.) a posterior. ANT. εκ των προτέρων (β) τα ύστερα τού κόσμου οι τελευταίες μέρες τού κόσμου, η συντέλεια.
Δυστυχώς, το αντίθετο, το πρότερος, δεν έχει ακολουθήσει, να πάρει κι αυτό δεύτερη σημασία, να μη σημαίνει μόνο «προηγούμενος». Σταματάω εδώ.
ύστερος, -η, -ο αυτός που ακολουθεί ή έρχεται στο τέλος, μεταγενέστερος ή τελευταίος στη σειρά: ~ περίοδος / καπιταλισμός / αρχαιότητα. ΣΥΝ. κατοπινός, επόμενος· ΦΡ. (α) εκ των υστέρων έπειτα από κάτι που έχει προηγηθεί, αφού έχει ήδη διαπραχθεί: ~ αναγνωρίζει το λάθος του. ΣΥΝ. (λατ.) a posterior. ANT. εκ των προτέρων (β) τα ύστερα τού κόσμου οι τελευταίες μέρες τού κόσμου, η συντέλεια.
Δυστυχώς, το αντίθετο, το πρότερος, δεν έχει ακολουθήσει, να πάρει κι αυτό δεύτερη σημασία, να μη σημαίνει μόνο «προηγούμενος». Σταματάω εδώ.