Χτες βράδυ, ταινία· αγνώστων λοιπών στοιχείων. Κανάλι... μάλλον το ΣΤΑΡ. Πέφτω πάνω της κάνοντας ζάπινγκ. Τη στιγμή που σκάω μύτη, δύο τύποι, ένας άντρας και μια γυναίκα, τρέχουν με ένα τζιπ (πάνινη οροφή, παράθυρα τέντα ανοιχτά, τροπικοί γαρ) σε αγροτικό χωματόδρομο κάποιας τριτοκοσμικής χώρας. Κάποιον κυνηγούν, κάποιος τους κυνηγάει -δεν ξέρω. Λόγω της ταχύτητας και του κακοτράχαλου δρόμου, το τζιπ με την πάνινη οροφή και τα τέντα ανοιχτά παράθυρα πέφτει σε ένα ποτάμι. Ο τύπος βγαίνει μάνι μάνι από το δικό του παράθυρο, βλέπει ότι η τύπισσα είναι ψιλοαναίσθητη και αντί να την τραβήξει από το παράθυρό της, αρχίζει να κλωτσοπατινάει και να τραβολογάει με λύσσα την πόρτα με το ανοιχτό παράθυρο για να τη βγάλει έξω. Αφού τα καταφέρνει ύστερα από κανα πεντάλεπτο, που στη διάρκειά του βγάζει φυσαλίδες σαν γιγάντιο μπαλόνι, αρχίζει να της κάνει τεχνητή αναπνοή με τη δική του ανάσα μέσα στο νερό. Δεν την τραβάει στην επιφάνεια, δεν την πιάνει από τα μαλλιά να τη σούρει έξω. Της δίνει το δικό του -ας πούμε- οξυγόνο. Μέσα στο νερό. Όταν ύστερα από κανα πεντάλεπτο βλέπει ότι η τύπισσα δεν συνέρχεται, δεν την πιάνει από τα μαλλιά να τη βγάλει έξω, δεν τη σέρνει σε καμιά ακτή να της κάνει μαλάξεις κανα τρίωρο όπως βλέπουμε σε άλλες ταινίες, όπου τελικά ο ήρωας/η ηρωίδα συνέρχεται φτύνοντας μια γουλίτσα βρομόνερο, παρά την αφήνει με θλιμμένο βλέμμα να την παρασύρει το ρεύμα σαν ψόφια μέδουσα στον πάτο...
Κάπου εκεί άλλαξα πάλι κανάλι.