Η πλειοψηφία των ονομασιών αυτών χρησιμοποιείται ακόμα στην αργκό. Εκτός των παραπάνω, ιδού κάποιοι άλλοι όροι της αργκό που μπορέσαμε να διαπιστώσουμε: Μπενγκ (υοσκίαμος, beng), μπιγκή (bıgı), σιγκαραλήκ (τσιγαριλήκι, sigaralık), τζουκ (cuk), τσάι (çay), τσάι σεκερή (çay şekeri), τσικήκ (εξαρθρωμένος, çıkık), τσιφτέ τελή (διπλόχορδο, çifte telli), τσιφτ κιαήτ (δίφυλλο, çift kağıt), ντερμάν (φάρμακο, derman), ντεβαμιμέσκ (devamımesk), ντολμά (γεμιστό, dolma), ντολού (γεμάτο, dolu), φισέκ (φυσέκι, fişek), γκιγιέ (giye), γκογκό (gogo), χιντ σαμανή (ινδικό καλάμι, hint samanı), χιζμετσή μπαλντιρή (κνήμη του υπηρέτη, hizmetçi baldırı), χουρντά (κομμάτι, hurda), ιχή (ıhı), ισραφήλ (ο άγγελος του θανάτου, israfil), κιαμπέ (ο ιερός μετεωρίτης της Μέκκας, kâbe), καμπζά (τεμάχιο, kabza), κιαμήλ (τέλειος, kâmil), κιαμήλ μπέη (kâmil bey), καπακεΐφ (kapakeyif), καρά (μαύρο, kara), καραπεχλιβάν (ο μαύρος παλαιστής, karapehlivan), κιαβαρέ (kâvâre), καϊγκισήζ (ανέμελος, kaygısız), καϊνατμά (βράσιμο, kaynatma), κετσή (κατσίκα, keçi), κιριντή (κομματάκι, kırıntı), κοντζά (μπουμπούκι, konca), κουρού (ξερό, kuru), κους (πουλί, kuş), μαύρο (mavro), μενσούλ (mensul), μενζούλ (παράλυτος, menzul), νανέ (μέντα, nane), ναρκόζ (narkoz), οτ (χόρτο, ot), παλαμούτ (παλαμίδα, palamut), παρτσά (κομμάτι, parça), πουφ πουφ (püf püf), σαρή (ξανθό, sarı), σαρή ντουνιά (ξανθός κόσμος, sarı dünya), σαρή μελέκ (ξανθός άγγελος, sarı melek), σαρμά (τυλιχτό, sarma), σιπσή μαζέρ (μπουρού ματζόρε, sipsi majör), τεκ κιαήτ (μονόφυλλο, tek kâğıt), τοπράκ (χώμα, toprak).