Μπράβο Δαεμάνε για τους θησαυρούς που μάζεψες.
Θυμάσαι, βέβαια, ότι ο πρώτος διδάξας την τέχνη της σπαρτής επιπλοποιίας (grown furniture) ήταν ο Οδυσσέας. Στη ραψωδία ψ (Bk XXIII), στ. 181-204, διηγείται πώς έφτιαξε με τα χέρια του το νυφικό κρεβάτι του:
Αυτά είπε εκείνη [η Πηνελόπη] δοκιμάζοντας τον άντρα της, μα τούτος
συχύστη κι είπε στη γυναίκα του τη γνωστικιά αναμμένος:
«Γυναίκα, αλήθεια, αυτός ο λόγος σου μες στην καρδιά με αγγίζει!
Ποιος το κλινάρι μετασάλεψε; Καλός τεχνίτης να ’ταν,
και πάλε θα του ’ρχόταν δύσκολο! Μόνο θεός μπορούσε,
αν ήθελε, να ’ρθεί κι ανέκοπα να το μετασαλέψει.
Μα απ’ τους θνητούς που ζουν δε γίνεται τη θέση να του αλλάξει
κανείς, κι ας είναι απά στα νιάτα του· το τορνευτό κλινάρι
τρανό σημάδι κρύβει· τα ’φτιαξαν τα χέρια τα δικά μου.
Φύτρωνε δέντρο, ελιά στενόφυλλη, μες στον αυλόγυρο μας,
ξεπεταμένο κι ολοφούντωτο, χοντρό σα μια κολόνα.
Και πήρα κι έχτισα τρογύρα του την κάμαρα με πέτρες
πυκνές ως πάνω, και τη σκέπασα καλά καλά με στέγη·
κι αφού της πέρασα πορτόφυλλα καλαρμοσμένα, στεριά,
έκοψα απάνω της στενόφυλλης ελιάς κλαδιά και φούντα,
και τον κορμό απ’ τη ρίζα κλάδεψα, προσεχτικά, πιδέξια
με το σκεπάρνι πελεκώντας τον, με στάφνη ισιώνοντας τον,
κλινόποδο να γένει, κι άνοιξα με το τρυπάνι τρύπες.
Κει πάνω το κλινάρι εστήριξα, καλά πλανίζοντας το,
και με το μάλαμα το πλούμισα, το φίλντισι, το ασήμι!
τέλος λουριά από βόδι ετάνυσα, που απ’ την πορφύρα άστραφταν.
Το μυστικό σου το φανέρωσα σημάδι, μα δεν ξέρω
αν το κλινάρι ακόμα στέκεται, γυναίκα, για κανένας
το λιόδεντρο απ᾿ τη ρίζα του 'κοψε και του άλλαξε τη θέση.»
και σε μετάφραση Gilbert Murray:
So she spoke, and made trial of her husband. But Odysseus, in a burst of anger, spoke to his true-hearted wife, and said:
“Woman, truly this is a bitter word that thou hast spoken. Who has set my bed elsewhere? Hard would it be for one, though never so skilled, unless a god himself should come and easily by his will set it in another place. But of men there is no mortal that lives, be he never so young and strong, who could easily pry it from its place, for a great token is wrought in the fashioned bed, and it was I that built it and none other.
A bush of long-leafed olive was growing within the court, strong and vigorous, and girth it was like a pillar. Round about this I built my chamber, till I had finished it, with close-set stones, and I roofed it over well, and added to it jointed doors, close-fitting.
Thereafter I cut away the leafy branches of the long-leafed olive, and, trimming the trunk from the root, I smoothed it around with the adze well and cunningly, and made it straight to the line, thus fashioning the bed-post; and I bored it all with the augur. Beginning with this I hewed out my bed, till I had finished it, inlaying it with gold and silver and ivory, and I stretched on it a thong of ox-hide, bright with purple.
Thus do I declare to thee this token; but I know not, woman, whether my bedstead is still fast in its place, or whether by now some man has cut from beneath the olive stump, and set the bedstead elsewhere.”