MelidonisM
New member
υπάρχει κοντινή στα ελληνικά αγγλική στερεότυπη φράση, κάτι μεταξύ moral, adamant και solid as a rock;
Πρώτη σκέψη:
He is a paragon of virtue.
Μα, στο πλαίσιο της λεκτικής ψευδοφιλίας, το paragon παραπέμπει μάλλον στη λέξη «παράγωνο» παρά στο «παράγοντας».Και οπωσδήποτε πρέπει να θεωρηθεί ψευτοφίλη, μη μεταφραστεί «παράγοντας».
Thesaurus graecae linguae, Henri Estienne δίνει παρακονάω και παρακονήεπειδή παρακονή στα αρχαία τουλάχιστον δεν υπάρχει, τρέχα γύρευε.
Το παρακονάω φυσικά υπάρχει. Η παρακονή υπάρχει μόνο σ' έναν τρέχα γύρευε κώδικα. Αποκλείεται αυτή η λέξη, ακόμη και αν υπήρξε, να μεταφέρθηκε σε ξένη γλώσσα. Αν υπήρχε στα μεσαιωνικά ελληνικά ίσως, αλλά δεν μπορώ να ψάξω τώρα.Thesaurus graecae linguae, Henri Estienne δίνει παρακονάω και παρακονή
Με λίγα λόγια: το OED δεν βλέπει ελληνική επιρροή. Ο Ayto (Word Origins) βλέπει ελληνικό ουσιαστικό. Το etymonline βλέπει ιταλικό ουσιαστικό από ιταλικό ρήμα από ελληνικό ρήμα.
A paragon ‘a person or thing regarded as a perfect example’ is from an obsolete French word, from Italian paragone a ‘touchstone to try good gold from bad’, which came from Medieval Greek parakonē ‘whetstone’.
paragon
pattern of excellence; †match, mate; †comparison; perfect diamond XVI; †double camlet; †black marble XVII; size of printing type XVIII. — F. †paragon (now parangon) in the above senses — It. paragone touchstone, comparison — medGr. parakónē whetstone, f. Gr. parakonân sharpen against, f. PARA-1 + akónē whetstone.
Παρακονή από το παρακονάω δεν μου κολλάει με τίποτε. Μεσαιωνολόγος βάρδιας με διαθέσιμο τον τόμο του Κριαρά (δεν τον έχω εδώ);– origin mid 16th cent.: from obsolete French, from Italian paragone '‘ touchstone to try good (gold) from bad’ ', from medieval Greek parakonē '‘ whetstone’ '.