βράχος ηθικής

MelidonisM

New member
υπάρχει κοντινή στα ελληνικά αγγλική στερεότυπη φράση, κάτι μεταξύ moral, adamant και solid as a rock;
 

pidyo

New member
Πρώτη σκέψη:
He is a paragon of virtue.

Με πρόλαβες. Αυτό το paragon, παρεμπιπτόντως, έχει λίγο προβληματική ετυμολογία. Γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ελληνολατινικά, συσχετίσεις με το ακόνισμα που μου φαίνονται λίγο ευφάνταστες, πρώτον γιατί νομίζω πως σε όλες τις γλώσσες η αρχική σημασία είναι υπόδειγμα και τα άλλα -το διαμάντι, η pietra di paragone- είναι συνεκδοχικές έννοιες, και δεύτερον επειδή παρακονή στα αρχαία τουλάχιστον δεν υπάρχει, τρέχα γύρευε.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Εγώ βρίσκω πάντως (ανάμεσα σε moral rock μουσική και έσχατη ηθική κατάπτωση σε moral rock bottom) και μερικά moral rock με τη σημασία του βράχου ηθικής (ή ηθικού βράχου, αν προτιμάτε). Από γκουγκλοβιβλία:

[...] He was a moral rock, unyielding in his beliefs of right and wrong. Basically he lived the Golden Rule and followed the Ten Commandments every day. [...]

[...] Like the archetypal Sisyphus, he was empowered by God to push his moral rock-burden up his mountain; [...]

[...] the hero-narrator of Great Expectations places this character—the moral rock of his world—squarely in the tradition of the comic or unheroic Hercules [...]

[...] However, such grumblings and such reversals only served to increase his reputation as a moral rock in the marshes of modern corruption. [...]

[...] The fact was he had infinite faith, he was selfless, and therefore he was a moral rock to lean on. [...]
—οριακό αυτό.
 

nickel

Administrator
Staff member
Και οπωσδήποτε πρέπει να θεωρηθεί ψευτοφίλη, μη μεταφραστεί «παράγοντας».

Δόκτορα: πού να δεις πόσα είναι τα «moral bedrock» και «bedrock of morality» (οι ηθικές αρχές, οι ηθικές αξίες, το ηθικό υπόβαθρο).
 

Zazula

Administrator
Staff member
Και οπωσδήποτε πρέπει να θεωρηθεί ψευτοφίλη, μη μεταφραστεί «παράγοντας».
Μα, στο πλαίσιο της λεκτικής ψευδοφιλίας, το paragon παραπέμπει μάλλον στη λέξη «παράγωνο» παρά στο «παράγοντας».
 

nickel

Administrator
Staff member
Θες να πεις ότι ο Έλληνας που δεν ξέρει πολλά αγγλικά βλέπει paragon και δεν σκέφτεται «παράγων» αλλά σκέφτεται «παράγωνο»;
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μα ναι, φυσικά! Με τόσα pentagon, hexagon κ.ο.κ. αναμενόμενο δεν είναι;
 

MelidonisM

New member
Ευχαριστώ :-)

επειδή παρακονή στα αρχαία τουλάχιστον δεν υπάρχει, τρέχα γύρευε.
Thesaurus graecae linguae, Henri Estienne δίνει παρακονάω και παρακονή

και εγώ νόμιζα ότι έβγαινε απ' το παράγων· Zaz, το paragon μόνο ένας αγγλόφωνος μπορεί να το μπερδέψει με τα polygons, ελληνική κοντινή λέξη είναι το παραγώνι του τζακιού· βλέπω βέβαια και ένα οικοπεδάκι παράγωνο, γωνιακό ή κρυμμένο στη γωνιά να θέλει να πει;
 

pidyo

New member
Thesaurus graecae linguae, Henri Estienne δίνει παρακονάω και παρακονή
Το παρακονάω φυσικά υπάρχει. Η παρακονή υπάρχει μόνο σ' έναν τρέχα γύρευε κώδικα. Αποκλείεται αυτή η λέξη, ακόμη και αν υπήρξε, να μεταφέρθηκε σε ξένη γλώσσα. Αν υπήρχε στα μεσαιωνικά ελληνικά ίσως, αλλά δεν μπορώ να ψάξω τώρα.
 
Υπάρχει παρεμπ στα Ταξίδια του Εβλιγιά Τσελεμπή και η μυστήρια λέξη parankona, που έχει να κάνει με ένδυση (π.χ. οι κουρσάροι της Αγίας Μαύρας/Λευκάδας φέρονται και ντύνονται όπως οι Αλγερινοί: φορούν στο κεφάλι κόκκινο φέσι, κόκκινες μπροστέλες ή παραγκώνια (parankona kırmızı göğüslükler), θώρακες, διακοσμημένες μετάξινες ζώνες. Κατά τον R. Dankoff, An Evliya Çelebi Glossary. Unusual, Dialectal and Foreign Words in the Seyahat-name, Χάρβαρντ 1991, σ. 64, η λέξη parankona σημαίνει “a type of cotton cloth”.
 

nickel

Administrator
Staff member
Με λίγα λόγια: το OED δεν βλέπει ελληνική επιρροή. Ο Ayto (Word Origins) βλέπει ελληνικό ουσιαστικό. Το etymonline βλέπει ιταλικό ουσιαστικό από ιταλικό ρήμα από ελληνικό ρήμα.

OED:
[a. OF. paragon (15th c.), now parangon m, in OF. also para(n)gonne fem., ad. It. paragone (also parangone) m., ‘a triall or touch-stone to try gold, or good from bad’ (so in Dino Compagni a 1324, and Boccaccio; also in 15th c. Fr.: see Godef.); ‘a comparison or conferring together; a paragon, a match, a compare, an equal’ (Florio 1611). Cf. Sp. parangon or paragon ‘an equall, a fit man to match him, one comparable with’ (Minsheu 1599). See below.]


Ayto, Word Origins
paragon [16] When we say someone is a ‘paragon of virtue’ – a perfect example of virtue, able to stand comparison with any other – we are unconsciously using the long-dead metaphor of ‘sharpening’ them against others. The word comes via archaic French paragon and Italian paragone from medieval Greek parakónē ‘sharpening stone, whetstone’. This was a derivative of parakonan, a compound verb formed from pará ‘alongside’ and akonan ‘sharpen’ (a descendant of the same base, *ak- ‘be pointed’, as produced English acid, acute, etc), which as well as meaning literally ‘sharpen against’ was also used figuratively for ‘compare’.

etymonline:
paragon (n.)
1540s, from M.Fr. paragon "a model, pattern of excellence" (15c.), from It. paragone, originally "touchstone to test gold" (early 14c.), from paragonare "to test on a touchstone, compare," from Gk. parakonan "to sharpen, whet," from para- "on the side" + akone "whetstone," from PIE root *ak- "sharp, pointed" (see acrid).
 

pidyo

New member
Με λίγα λόγια: το OED δεν βλέπει ελληνική επιρροή. Ο Ayto (Word Origins) βλέπει ελληνικό ουσιαστικό. Το etymonline βλέπει ιταλικό ουσιαστικό από ιταλικό ρήμα από ελληνικό ρήμα.

Βλ. και τα λινκ στο #3 (το etymonline αντιγράφει το Webster). To OED απλώς παρακάμπτει το ζήτημα της αρχικής προέλευσης. Άλλα οξφορδιανά στα ελληνικά παραπέμπουν. Π.χ. The Oxford Dictionary of Word Origins:
A paragon ‘a person or thing regarded as a perfect example’ is from an obsolete French word, from Italian paragone a ‘touchstone to try good gold from bad’, which came from Medieval Greek parakonē ‘whetstone’.

ή

The Concise Oxford Dictionary of English Etymology
paragon
pattern of excellence; †match, mate; †comparison; perfect diamond XVI; †double camlet; †black marble XVII; size of printing type XVIII. — F. †paragon (now parangon) in the above senses — It. paragone touchstone, comparison — medGr. parakónē whetstone, f. Gr. parakonân sharpen against, f. PARA-1 + akónē whetstone.

ή

Oxford Dictionary of English (3η έκδοση)
– origin mid 16th cent.: from obsolete French, from Italian paragone '‘ touchstone to try good (gold) from bad’ ', from medieval Greek parakonē '‘ whetstone’ '.
Παρακονή από το παρακονάω δεν μου κολλάει με τίποτε. Μεσαιωνολόγος βάρδιας με διαθέσιμο τον τόμο του Κριαρά (δεν τον έχω εδώ);
 

Earion

Moderator
Staff member
Στο μεσαιωνικό του Κριαρά δεν υπάρχει τέτοιο λήμμα.
 
Top