Αντιγράφω εδώ ολόκληρο το άρθρο του Δημοσθένη Κούρτοβικ από τα Νέα του Σαββάτου επειδή θα ήθελα σε πρώτη ευκαιρία να το συζητήσουμε. Μου δημιούργησε αρκετούς προβληματισμούς.
«Αντε ρε, αλήθεια, υπάρχουν δύο Ελλάδες;»
Όταν οι «αφ’ υψηλού» νουθετούν τον «λαό»
Του Δημοσθένη Κούρτοβικ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τα Νέα, Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012
Στην οδό Αιόλου, στην πρόσοψη ενός από τα παλιότερα αθηναϊκά νεοκλασικά, ένα πανό που έχει αναρτήσει η συμπαθής ομάδα των Atenistas ειδοποιεί με μεγάλα τυπογραφικά ψηφία τον περαστικό ότι «Στέκεσαι στο Ξενοδοχείο "Βύρων"». Ακολουθεί ένα μακροσκελές κείμενο, που μας πληροφορεί ότι το κτίριο οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1830, ότι λειτούργησε για τουλάχιστον έναν αιώνα ως ξενοδοχείο, ότι φιλοξένησε πιθανώς τον Όθωνα κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Αθήνα, ότι στέγασε για ένα διάστημα το αστρονομικό και μετεωρολογικό παρατηρητήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.λπ. κ.λπ.
Πάνω σ' αυτό το κείμενο, ένα χέρι έχει γράψει με τεράστια κόκκινα γράμματα, που το καλύπτουν από πάνω ώς κάτω: «Αντε ρε, αλήθεια;».
Αμέσως σού έρχεται να πεις ότι έχεις μπροστά σου άλλη μια περίπτωση βανδαλισμού (έστω έμμεσου αυτή τη φορά) κατά ιστορικού μνημείου, από εκείνες που τείνουν να γίνουν ενδημικές στην Αθήνα. Ε, λοιπόν, εδώ αυτή είναι μόνον η μισή αλήθεια! Γιατί η βέβηλη επέμβαση είναι η ειρωνική απάντηση στην πρόκληση που εκτοξεύεται από το πανό, τόσο με την επιδεικτική παρουσία του όσο και με το πομπώδες, δασκαλίστικο ύφος του κειμένου, προπαντός της εισαγωγής, ύφος που μοιάζει να μη θέλει να πληροφορήσει αλλά να θαμπώσει και να εκβιάσει έναν περιδεή θαυμασμό.
Βρίσκω ειλικρινά συγκινητικές τις πρωτοβουλίες των Atenistas και τις υποστηρίζω όσο μπορώ. Αλλά στον παράξενο «διάλογο» που αποτυπώνεται σ' αυτή τη γωνιά της Αιόλου βλέπω μια εμβληματική εικόνα του πραγματικού χάσματος που χωρίζει τις περίφημες δύο Ελλάδες, την «Ελλάδα του εκσυγχρονιστικού πνεύματος» και την «οπισθοδρομική Ελλάδα», μια προβολή των πραγματικών όρων που καθορίζουν τη σύγκρουση των δύο κόσμων και που είναι, δυστυχώς, πιο σύνθετοι, πιο αμφίσημοι απ' όσο θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε αυτές οι δύο ετικέτες.
Γιατί οι νουθεσίες, η κριτική, οι εκκλήσεις που απευθύνει η «εκσυγχρονιστική» πολιτική, επιχειρηματική, κοινωνική ή πνευματική ελίτ της χώρας στον «λαό» για αλλαγή νοοτροπίας, για την αδήριτη ανάγκη περισσότερων θυσιών, για τον θανάσιμο κίνδυνο απομόνωσης από την Ευρώπη κ.λπ. γίνονται συνήθως μ' ένα αφ' υψηλού ύφος, με μια κραυγαλέα ρητορική που δίνει την εντύπωση πως θέλει μάλλον να παραλύσει από φόβο τους αποδέκτες (και μέσα στη σκοτοδίνη αυτού του φόβου να κρύψει ίσως κάτι) παρά να τους πείσει και να τους δραστηριοποιήσει θετικά. Είναι ένας λόγος που, έτσι αισθάνομαι πολλές φορές κι εγώ ο «εκσυγχρονιστής», εξωθεί σε μια απάντηση του τύπου «Αντε ρε, αλήθεια;». Πολύ περισσότερο όταν εκπέμπεται από ανθρώπους που, στην πλειονότητά τους, δεν έχουν νιώσει στο πετσί τους ούτε ένα τσιμπηματάκι της κρίσης που συνθλίβει κοινωνικά στρώματα ασθενέστερα από το δικό τους.
Αλλά μήπως είναι διαφορετικός ο «προοδευτικός» λόγος της Αριστεράς; Ας πάρουμε τη στάση της στο πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης. Το ίδιο από καθέδρας ύφος, την ίδια ηθικολογική κατήχηση δεν ακούμε, όταν εκπρόσωποι αυτού του χώρου απευθύνονται σε πολίτες που βλέπουν την όποια περιουσία τους να καταστρέφεται, τη γειτονιά τους και το κέντρο της πόλης τους να έχουν γίνει αδιάβατα γκέτο, την ίδια τη ζωή τους ν' απειλείται, για να τους ζητήσουν κατανόηση, ανοχή, σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων (που έχουν μόνον οι άλλοι); Την ίδια υποψία δεν έχουμε άραγε ότι μιλούν εδώ άνθρωποι που δεν ζουν καθημερινά, δεν έχουν καν αντικρίσει ποτέ από κοντά αυτή την ερεβώδη πραγματικότητα; Το ίδιο «Αντε ρε, αλήθεια;» δεν μας έρχεται να ξεστομίσουμε ως απάντηση στις μονότονες, δακρύβρεχτες αναφορές στα πάθη των «προσφύγων» (μια ταμπέλα που λες κι εξαγιάζει όποιον τη φοράει και τον τοποθετεί υπεράνω κάθε μομφής), τις βαρύγδουπες υπομνήσεις των δικών μας υποχρεώσεων απέναντί τους; Σκέφτονται ποτέ όλοι αυτοί οι αδιάβροχοι και αεροστεγείς κατηχητές τις δικές τους ευθύνες για το πράγματι ανατριχιαστικό θέριεμα της Χρυσής Αυγής;
Και η καλλιτεχνική ελίτ μας; Που τόσο της αρέσει να φαντάζεται ότι αυτή είναι ο γλυκός πυρήνας της καραμέλας που σερβίρει η υποκρισία των πολιτικών περί του πολιτισμού ως βαριάς βιομηχανίας μας; Με «πολιτιστικά γεγονότα» περισσότερο κοσμικά παρά πολιτιστικά, με «πειραματισμούς» περισσότερο εξεζητημένους (και κακόγουστους) παρά πρωτότυπους, με «παρεμβάσεις» περισσότερο σκανδαλοθηρικές παρά αληθινά αιρετικές, αντάμα όλα αυτά με τη θεσιθηρία, τις κολακείες προς τους διοικούντες, τη νοοτροπία του επιδοματισμού, τάχα δεν μας προκαλεί και αυτή η ελίτ να σαρκάσουμε «Άντε ρε, αλήθεια;» όποτε εξαπολύει σαν πυροτεχνήματα στον ουρανό της κρίσης, ζητώντας να μας καταπλήξει, τα προκάτ και σχεδόν πάντοτε ανούσια ή τετριμμένα μηνύματά της;
Δύο Ελλάδες, εντάξει. Το έχω πει κι εγώ επανειλημμένα, ως έκφραση της διχοτομίας ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες με διαφορετική κουλτούρα και προσανατολισμό, όλες όμως προϊόντα της ίδιας ιστορίας, της ιστορίας τούτης 'δώ της χώρας. Αλλά βλέποντας, ειδικά σήμερα, πώς η μία πλευρά, αυτή που ακόμα αισθάνομαι πως βρίσκεται πιο κοντά στις δικές μου ανησυχίες, μιλάει στην άλλη, έχω συχνά την εντύπωση αγέρωχου άποικου που νουθετεί καθυστερημένους ιθαγενείς. Και με τέτοιους όρους πολύ λίγες ελπίδες υπάρχουν ν' αλλάξει κάτι ριζικά στην πατρίδα μας, όσες διευκολύνσεις και αν μας κάνουν ο Ντράγκι και η Μέρκελ. Πώς να συγκλίνει η Ελλάδα με την υπόλοιπη Ευρώπη, όταν δεν μπορεί να συγκλίνει με τον εαυτό της;
«Αντε ρε, αλήθεια, υπάρχουν δύο Ελλάδες;»
Όταν οι «αφ’ υψηλού» νουθετούν τον «λαό»
Του Δημοσθένη Κούρτοβικ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τα Νέα, Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012
Στην οδό Αιόλου, στην πρόσοψη ενός από τα παλιότερα αθηναϊκά νεοκλασικά, ένα πανό που έχει αναρτήσει η συμπαθής ομάδα των Atenistas ειδοποιεί με μεγάλα τυπογραφικά ψηφία τον περαστικό ότι «Στέκεσαι στο Ξενοδοχείο "Βύρων"». Ακολουθεί ένα μακροσκελές κείμενο, που μας πληροφορεί ότι το κτίριο οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1830, ότι λειτούργησε για τουλάχιστον έναν αιώνα ως ξενοδοχείο, ότι φιλοξένησε πιθανώς τον Όθωνα κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Αθήνα, ότι στέγασε για ένα διάστημα το αστρονομικό και μετεωρολογικό παρατηρητήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.λπ. κ.λπ.
Πάνω σ' αυτό το κείμενο, ένα χέρι έχει γράψει με τεράστια κόκκινα γράμματα, που το καλύπτουν από πάνω ώς κάτω: «Αντε ρε, αλήθεια;».
Αμέσως σού έρχεται να πεις ότι έχεις μπροστά σου άλλη μια περίπτωση βανδαλισμού (έστω έμμεσου αυτή τη φορά) κατά ιστορικού μνημείου, από εκείνες που τείνουν να γίνουν ενδημικές στην Αθήνα. Ε, λοιπόν, εδώ αυτή είναι μόνον η μισή αλήθεια! Γιατί η βέβηλη επέμβαση είναι η ειρωνική απάντηση στην πρόκληση που εκτοξεύεται από το πανό, τόσο με την επιδεικτική παρουσία του όσο και με το πομπώδες, δασκαλίστικο ύφος του κειμένου, προπαντός της εισαγωγής, ύφος που μοιάζει να μη θέλει να πληροφορήσει αλλά να θαμπώσει και να εκβιάσει έναν περιδεή θαυμασμό.
Βρίσκω ειλικρινά συγκινητικές τις πρωτοβουλίες των Atenistas και τις υποστηρίζω όσο μπορώ. Αλλά στον παράξενο «διάλογο» που αποτυπώνεται σ' αυτή τη γωνιά της Αιόλου βλέπω μια εμβληματική εικόνα του πραγματικού χάσματος που χωρίζει τις περίφημες δύο Ελλάδες, την «Ελλάδα του εκσυγχρονιστικού πνεύματος» και την «οπισθοδρομική Ελλάδα», μια προβολή των πραγματικών όρων που καθορίζουν τη σύγκρουση των δύο κόσμων και που είναι, δυστυχώς, πιο σύνθετοι, πιο αμφίσημοι απ' όσο θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε αυτές οι δύο ετικέτες.
Γιατί οι νουθεσίες, η κριτική, οι εκκλήσεις που απευθύνει η «εκσυγχρονιστική» πολιτική, επιχειρηματική, κοινωνική ή πνευματική ελίτ της χώρας στον «λαό» για αλλαγή νοοτροπίας, για την αδήριτη ανάγκη περισσότερων θυσιών, για τον θανάσιμο κίνδυνο απομόνωσης από την Ευρώπη κ.λπ. γίνονται συνήθως μ' ένα αφ' υψηλού ύφος, με μια κραυγαλέα ρητορική που δίνει την εντύπωση πως θέλει μάλλον να παραλύσει από φόβο τους αποδέκτες (και μέσα στη σκοτοδίνη αυτού του φόβου να κρύψει ίσως κάτι) παρά να τους πείσει και να τους δραστηριοποιήσει θετικά. Είναι ένας λόγος που, έτσι αισθάνομαι πολλές φορές κι εγώ ο «εκσυγχρονιστής», εξωθεί σε μια απάντηση του τύπου «Αντε ρε, αλήθεια;». Πολύ περισσότερο όταν εκπέμπεται από ανθρώπους που, στην πλειονότητά τους, δεν έχουν νιώσει στο πετσί τους ούτε ένα τσιμπηματάκι της κρίσης που συνθλίβει κοινωνικά στρώματα ασθενέστερα από το δικό τους.
Αλλά μήπως είναι διαφορετικός ο «προοδευτικός» λόγος της Αριστεράς; Ας πάρουμε τη στάση της στο πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης. Το ίδιο από καθέδρας ύφος, την ίδια ηθικολογική κατήχηση δεν ακούμε, όταν εκπρόσωποι αυτού του χώρου απευθύνονται σε πολίτες που βλέπουν την όποια περιουσία τους να καταστρέφεται, τη γειτονιά τους και το κέντρο της πόλης τους να έχουν γίνει αδιάβατα γκέτο, την ίδια τη ζωή τους ν' απειλείται, για να τους ζητήσουν κατανόηση, ανοχή, σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων (που έχουν μόνον οι άλλοι); Την ίδια υποψία δεν έχουμε άραγε ότι μιλούν εδώ άνθρωποι που δεν ζουν καθημερινά, δεν έχουν καν αντικρίσει ποτέ από κοντά αυτή την ερεβώδη πραγματικότητα; Το ίδιο «Αντε ρε, αλήθεια;» δεν μας έρχεται να ξεστομίσουμε ως απάντηση στις μονότονες, δακρύβρεχτες αναφορές στα πάθη των «προσφύγων» (μια ταμπέλα που λες κι εξαγιάζει όποιον τη φοράει και τον τοποθετεί υπεράνω κάθε μομφής), τις βαρύγδουπες υπομνήσεις των δικών μας υποχρεώσεων απέναντί τους; Σκέφτονται ποτέ όλοι αυτοί οι αδιάβροχοι και αεροστεγείς κατηχητές τις δικές τους ευθύνες για το πράγματι ανατριχιαστικό θέριεμα της Χρυσής Αυγής;
Και η καλλιτεχνική ελίτ μας; Που τόσο της αρέσει να φαντάζεται ότι αυτή είναι ο γλυκός πυρήνας της καραμέλας που σερβίρει η υποκρισία των πολιτικών περί του πολιτισμού ως βαριάς βιομηχανίας μας; Με «πολιτιστικά γεγονότα» περισσότερο κοσμικά παρά πολιτιστικά, με «πειραματισμούς» περισσότερο εξεζητημένους (και κακόγουστους) παρά πρωτότυπους, με «παρεμβάσεις» περισσότερο σκανδαλοθηρικές παρά αληθινά αιρετικές, αντάμα όλα αυτά με τη θεσιθηρία, τις κολακείες προς τους διοικούντες, τη νοοτροπία του επιδοματισμού, τάχα δεν μας προκαλεί και αυτή η ελίτ να σαρκάσουμε «Άντε ρε, αλήθεια;» όποτε εξαπολύει σαν πυροτεχνήματα στον ουρανό της κρίσης, ζητώντας να μας καταπλήξει, τα προκάτ και σχεδόν πάντοτε ανούσια ή τετριμμένα μηνύματά της;
Δύο Ελλάδες, εντάξει. Το έχω πει κι εγώ επανειλημμένα, ως έκφραση της διχοτομίας ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες με διαφορετική κουλτούρα και προσανατολισμό, όλες όμως προϊόντα της ίδιας ιστορίας, της ιστορίας τούτης 'δώ της χώρας. Αλλά βλέποντας, ειδικά σήμερα, πώς η μία πλευρά, αυτή που ακόμα αισθάνομαι πως βρίσκεται πιο κοντά στις δικές μου ανησυχίες, μιλάει στην άλλη, έχω συχνά την εντύπωση αγέρωχου άποικου που νουθετεί καθυστερημένους ιθαγενείς. Και με τέτοιους όρους πολύ λίγες ελπίδες υπάρχουν ν' αλλάξει κάτι ριζικά στην πατρίδα μας, όσες διευκολύνσεις και αν μας κάνουν ο Ντράγκι και η Μέρκελ. Πώς να συγκλίνει η Ελλάδα με την υπόλοιπη Ευρώπη, όταν δεν μπορεί να συγκλίνει με τον εαυτό της;