Λεξικά — αδιατάρακτα κι αλέκιαστα

Zazula

Administrator
Staff member
Πριν από λίγες μέρες συζητήθηκε στο φόρουμ ο όρος «αδιατάρακτη κοπή μετόν», ο οποίος ως λεκτική κατασκευή λοιδορήθηκε και στο αρχικό μήνυμα και κατόπιν στη συζήτηση που ακολούθησε (βλ. π.χ. #1, #3, #12 εδώ: http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?12031). Ένα θέμα που μάλλον πρέπει να εμπεδώσουμε είναι ότι αυτό που σύμφωνα με τους —συμβατικούς!— κανόνες της γραμματικής μπορεί να θεωρηθεί αντιγραμματική κατασκευή ή ακόμη και ακυρολογία, όταν εδραιώνεται δείχνει πως καλύπτει υπαρκτές —κι ενίοτε επιτακτικές!— ανάγκες της επικοινωνίας. Καμιά φορά μια εκ των υστέρων ρύθμιση ή διόρθωση μπορεί να τακτοποιήσει το θέμα της "αντιγραμματικότητας", αλλά τούτο (δηλ. το εγχείρημα για τακτοποίηση) μπορεί συχνά να είναι ανέφικτο ή πρακτικώς άτοπο.

Πολλοί γραμματικοί, λόγιοι, λεξικογράφοι ή και απλοί εραστές της γλώσσας επί αιώνες επισημαίνουν και καταδικάζουν τέτοιες κουασιμοδόμορφες λέξεις (το 'χω πάθει κι εγώ), αλλά εκείνες (όχι πάντα κι όχι όλες — αλλ' αρκετές για να παθαίνουν/ουμε αλλεργικά σοκ οι λαθολόγοι) επιβιώνουν με πείσμα, εκτοπίζουν άλλες πιο ορθόδοξες κατασκευές και αναγκάζουν τελικά τους κανονιστές να βγάλουν κανόνες οι οποίοι να τις εγκρίνουν.

Εδώ εγώ δεν σκοπεύω να ασχοληθώ με τη νέα σημασία του επιθέτου αδιατάρακτος (άλλωστε λινκάρισα το σχετικό νήμα πιο πάνω), αλλά με μια πολύ πιο καθημερινή λέξη η οποία σχηματίστηκε με την ίδια ακριβώς λογική: το επίθετο αλέκιαστος. Τα λεξικά μας, που συχνότατα δεν παρακολουθούν με ικανά ταχεία απόκριση της σημασιακές μεταβολές των λέξεων και παραμένουν αδιατάρακτα στη διαιώνιση παλιότερων σημασιών που πλέον έχουν εμπλουτιστεί ή υποχωρήσει ή και εξαφανιστεί ακόμη ακόμη, θα δείτε ότι λημματογραφούν το "προφανές":

[ΛΚΝ]
αλέκιαστος -η -ο [alék[SUP]j[/SUP]astos] Ε5 : 1. που δεν τον έχουν λερώσει με λεκέδες, που δεν είναι λεκιασμένος: Ένα καθαρό, αλέκιαστο τραπεζομάντιλο. 2. (μτφ.) ηθικά άμεμπτος· ακηλίδωτος. [α-[SUP]1[/SUP] λεκιασ- (λεκιάζω) -τος]
.
[ΛΝΕΓ 2012]
α-λέκιαστος, -η, -ο
.
[Γεωργακάς]
αλέκιαστος, -η, -ο [alécjastos] ① unsmirched, undefiled, fleckless, unstained, spotless (syn ακηλίδωτος L, αλέρωτος, ant λεκιασμένος, λερωμένος): αλέκιαστη φορεσιά | αλέκιαστο φόρεμα unstained dress | σημειωματάριο αλέκιαστο | φορούσε τη μαύρη ποδιά του σχολείου της με τ' άσπρο γιακαδάκι τ' αλέκιαστο (Terzakis) ② fig unsullied, clear, spotless (syn άμεμπτος, άσπιλος, άψογος): τα πανιά των καϊκιών ... λευκάζουν στην αλέκιαστη επιφάνεια της θάλασσας (Panagiotop) | ο ουρανός ψηλά έλαμπε τεζαρισμένος κι ~(Terzakis) ⓐ morally, without a slur (stigma), immaculate (syn ακηλίδωτος, αμόλυντος, αστιγμάτιστος, άψογος, τέλειος, τίμιος): έχει την υπόληψή του αλέκιαστη | φτωχός είναι, αλλά το όνομά του είναι αλέκιαστο | (η Kύπρος) όρθια την κράτησε την ψυχή της κι αλέκιαστη (Panagiotop) | τα έστελνε ο προφήτης (τα πλάσματα), για να δοκιμάση αν η καρδιά τους έμενε πάντα καθαρή κι αλέκιαστη (Venezis) [cpd w. *λεκιαστός: λεκιασ-μένος : λεκιάζω]
.
Μα, ειλικρινά τώρα, πιστεύετε ότι οι χιλιάδες επιχειρήσεις που πουλάνε αλέκιαστα τραπεζομάντιλα κι αλέκιαστα υφάσματα, εννοούν απλώς πως υπόσχονται να σας παραδώσουν τα νεοαποκτηθέντα σας είδη προικός :p άσπιλα κι ακηλίδωτα, χωρίς τον παραμικρό λεκέ; Ειλικρινά πιστεύετε πως όταν μιλάμε για αλέκιαστα σεντόνια εννοούμε αυτά που ο παραδοσιακός γαμπρός ελέγχει ενδελεχώς να μην έχουν λεκέδες πριν από την πρώτη νύχτα του γάμου ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις του «ιματίου των παρθενίων» (Δευτερονόμιον 22, 13-17); :twit:

Μα, αυτό δεν είναι το προφανές για όλα τα τραπεζομάντιλα, σεντόνια κι υφάσματα που αγοράζουμε, πως δηλαδή θα 'ναι εξ ορισμού χωρίς λεκέδες καθότι ολοκαίνουρια;;; Οπότε τι σημαίνει τελικά εδώ το «αλέκιαστα»; Μα, φυσικά, το ότι δεν λεκιάζουν (ή, τουλάχιστον, ότι δεν λεκιάζουν εύκολα)! Κι αυτή ακριβώς η σημασία, η πιο διαδεδομένη κι εδραιωμένη σήμερα, παραμένει αλεξικογράφητη — ένα ακόμη λεκεδάκι που κηλιδώνει τις προσδοκίες (κι υποσχέσεις) των λεξικών μας για πληρότητα όσον αφορά το γενικό λεξιλόγιο της καθομιλουμένης.
 

nickel

Administrator
Staff member
Η συλλογή είναι τεράστια, με όλα αυτά τα δίσημα επίθετα που στα αγγλικά τελειώνουν συνήθως είτε σε -able (-ible κτλ.) είτε σε -ed.

Καλό παράδειγμα ορισμού (από ΠαπΛεξ):
απαραβίαστος
-η, -ο· εκείνος τον οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να παραβιάσει κανείς («το χρηματοκιβώτιο βρέθηκε απαραβίαστο»· «το απαραβίαστο των επιστολών»).


(1) που δεν έχει πάθει κάτι
(2) που δεν μπορεί να πάθει κάτι
(3) που δεν επιτρέπεται να πάθει κάτι
 
Ομολογώ πάντως ότι όταν διάβασα για τα αλέκιαστα τραπεζομάντηλα κτλ. δεν πήγε ο νους μου σε αυτά που δεν λεκιάζουν. Προφανώς είμαι πίσω από την εποχή μου.
 

nickel

Administrator
Staff member
Προφανώς. Ακόμα και τα τραπεζομάντιλα τα έγραψες μπαμπινιωτικά. :)
 
Κι αυτή ακριβώς η σημασία, η πιο διαδεδομένη κι εδραιωμένη σήμερα, παραμένει αλεξικογράφητη — ένα ακόμη λεκεδάκι που κηλιδώνει τις προσδοκίες (κι υποσχέσεις) των λεξικών μας για πληρότητα όσον αφορά το γενικό λεξιλόγιο της καθομιλουμένης.

Υπερβάλλεις. Εγώ πρώτη φορά την ακούω αυτήν την έννοια κι από ένα μίνι γκάλοπ που έκανα πριν λίγο, 17 στους 17 δεν είχαν ιδέα ότι υπάρχει αυτή η σημασία.
 

bernardina

Moderator
Υπερβάλλεις. Εγώ πρώτη φορά την ακούω αυτήν την έννοια κι από ένα μίνι γκάλοπ που έκανα πριν λίγο, 17 στους 17 δεν είχαν ιδέα ότι υπάρχει αυτή η σημασία.

Μάλλον δεν κάνεις παρέα με νοικοκυρές :devil:
 

pidyo

New member
Καθότι ανεπανόρθωτα ακαμάτης (δηλ. αποφεύγω τον κάματο σε βαθμό που να μην μπορώ να έχω κάματο από τέτοιες δουλειές, για να συνδυάσω τις δυο έννοιες του λήμματος) είχα αναγκαστεί κάποτε να αγοράσω ένα bügelfrei πουκάμισο για μια επίσημη εκδήλωση. Ασιδέρωτο, αλλά με την καλή έννοια. :p
 

Zazula

Administrator
Staff member
Στην ίδια λογική τού [α- + αοριστικό θέμα + -ος] = "μη-δυνάμενος να + ρήμα ǁ μη ευκόλως + μετοχή ενεστώτα ǁ μη-επιδεχόμενος + ουσιαστικό" είναι και ο απέθαντος: http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?2386-the-undead-οι-απέθαντοι-οι-νεκροζώντανοι.
 

Elsa

¥
Αδιάβαστος, αυτός που δεν έχει διαβάσει ο ίδιος αλλά και αυτός που δεν τον έχει διαβάσει ο παπάς. :s
 

Zazula

Administrator
Staff member
Αδιάβαστος, αυτός που δεν έχει διαβάσει ο ίδιος αλλά και αυτός που δεν τον έχει διαβάσει ο παπάς. :s
Νομίζω πως το αδιάβαστος θα το συμπεριλαμβάναμε εάν αποκτούσε και τη σημασία "αυτός που είναι αδύνατον να διαβαστεί, αυτός που δεν διαβάζεται με τίποτα".
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μα, ακόμη και με νοικοκυρές να μην κάνει παρέα κάποιος, αν τον ρωτήσεις: «Είδα σήμερα στο σουπερμάρκετ που πουλούσαν "αλέκιαστα τραπεζομάντιλα"· εσύ τι καταλαβαίνεις ότι ήταν;» θα σου πει μετά από ελάχιστη ή και λίγο παραπάνω σκέψη πως μάλλον θα 'ναι τραπεζομάντιλα που δεν λεκιάζουν εύκολα. Αν τον ρωτήσεις στα ξεκούδουνα αν γνωρίζει τη συγκεκριμένη σημασία του επιθέτου αλέκιαστος, το πιο πιθανό είναι να πει όχι, ακόμη κι αν έχει πιάσει με την περιφερειακή του όραση αλέκιαστα είδη σε εμπορικά καταστήματα. Συγκείμενο, παίδες, συγκείμενο — κι όλα ξεκαθαρίζουν. :)
 

SBE

¥
Εγώ πάντω αλέκιαστα περιμένω να είναι όταν τα αγοράζω τα είδη προικός.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Με την ευκαιρία:
αχώνευτος = 1. αυτός που δεν έχει χωνευτεί ακόμα 2. αυτός που δεν χωνεύεται με τίποτα (επομένως δεν πρόκειται να χωνευτεί ποτέ) :D
 
Μα, ακόμη και με νοικοκυρές να μην κάνει παρέα κάποιος, αν τον ρωτήσεις: «Είδα σήμερα στο σουπερμάρκετ που πουλούσαν "αλέκιαστα τραπεζομάντιλα"· εσύ τι καταλαβαίνεις ότι ήταν;»

Η πρώτη μου σκέψη θα ήταν ότι το σούπερ μάρκετ είναι γελοίο και λέει κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, πράγμα καθόλου σπάνιο στο μάρκετινγκ.
 
Προφανώς. Ακόμα και τα τραπεζομάντιλα τα έγραψες μπαμπινιωτικά. :)

Μερικές εκδόσεις το έχουν "μαντήλι" και μερικές "μαντίλι", οπότε καλύπτονται όλοι.
 
Μα, ακόμη και με νοικοκυρές να μην κάνει παρέα κάποιος, αν τον ρωτήσεις: «Είδα σήμερα στο σουπερμάρκετ που πουλούσαν "αλέκιαστα τραπεζομάντιλα"· εσύ τι καταλαβαίνεις ότι ήταν;» θα σου πει μετά από ελάχιστη ή και λίγο παραπάνω σκέψη πως μάλλον θα 'ναι τραπεζομάντιλα που δεν λεκιάζουν εύκολα. Αν τον ρωτήσεις στα ξεκούδουνα αν γνωρίζει τη συγκεκριμένη σημασία του επιθέτου αλέκιαστος, το πιο πιθανό είναι να πει όχι, ακόμη κι αν έχει πιάσει με την περιφερειακή του όραση αλέκιαστα είδη σε εμπορικά καταστήματα. Συγκείμενο, παίδες, συγκείμενο — κι όλα ξεκαθαρίζουν. :)

Δεν ξέρω, εξακολουθεί να μου είναι ξένη η φράση "πουλάνε αλέκιαστα τραπεζομάντιλα" -αν μου το έλεγες, θα απαντούσα "αυτό μας έλειπε να τα πουλάνε λεκιασμένα".
 
Top