OldBullLee
Member
Ο Γιώργος Ιωάννου, στο διήγημά του για τους πρόσφυγες της Σαλονίκης "Η Παναγία Ρευματοκρατόρισσα", μιλάει για μιά Μικρασιάτισσα πρόσφυγα που περιγράφει πώς, φεύγοντας απ΄ τη Μικρασία, κρυμένη απ' τους Τούρκους σε μια σπηλιά, έδινε "μόκο" στο μωρό της (επεξηγώντας ότι πρόκειται γι' Αφιόνι), για να μην κλάψει και τους πιάσουν οι Τούρκοι. Παλιότερα άκουσα από τη γιαγιά ενός φίλου μου από ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, ότι (ακόμα παλιότερα) για να κοιμούνται τα μωρά, τα δίναν "μάκο", ένα αφέψημα ή παρασκεύασμα από παπαρουνόσπορους. Μόκο ή Μάκο, όσο κι' αν έψαξα σε λεξικά και γκούγκλ, δεν βρήκα τίποτα (εκτός από το "κάνω μόκο", που δεν με αφορά βέβαια). Επειδή βοηθώ στο γράψιμο μιά παρουσίασης για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες της Σαλονίκης (που θα βγει προς τα έξω), στην οποια η συγγραφέας θέλει να κάνει χρήση της ιστορίας που περιγράφει ο Ιωάννου, κι επειδή δεν θέλω να γίνει καμιά πατάτα, ειδικά με ένα θέμα σαν αυτό, αναρωτιέμαι μήπως μπορεί κάποιος από το φόρουμ να βοηθήσει με τη λέξη Μόκο/Μάκο.